Выбрать главу

— Ο Μπιλ ο Φτεριάς; είπε ο Φρόντο. Μήπως είναι κόλπο; Μήπως το ζωντανό μας το σκάσει και γυρίσει σ’ αυτόν μ’ όλα μας τα πράγματα, ή μήπως βοηθήσει να μας βρουν ή κάτι τέτοιο;

— Κι εγώ, αναρωτιέμαι, είπε ο Γοργοπόδαρος. Μα δεν μπορώ να φανταστώ κανένα ζώο να γυρίζει τρέχοντας πίσω, μιας και ξέφυγε. Φαντάζομαι πως αυτό είναι μόνο κατοπινή σκέψη, σαν κι αυτές που κάνει ο κυρ Φτεριάς: απλώς ένας τρόπος να μεγαλώσει τα κέρδη του απ’ αυτή την υπόθεση. Ο κυριότερος κίνδυνος είναι πως το φτωχό το ζωντανό θα ’ναι, κατά πάσα πιθανότητα, ετοιμοθάνατο. Μα δε φαίνεται να υπάρχει τίποτ’ άλλο. Πόσα γυρεύει;

Η τιμή του Μπιλ του Φτεριά ήταν δώδεκα ασημένιες πένες· κι αυτό, στ’ αλήθεια, ήταν τουλάχιστον τρεις φορές η αξία ενός πόνυ σ’ εκείνα τα μέρη. Το πόνυ αποδείχτηκε ένα σκελετωμένο ζώο, υποσιτισμένο και χωρίς καμιά ζωντάνια· μα δεν έδειχνε πως θα πέθαινε ακόμα. Ο κύριος Βουτυράτος το πλήρωσε ο ίδιος και πρόσφερε στο Μέρι δεκαοχτώ πένες ακόμα σαν αποζημίωση για τα χαμένα ζώα. Ήταν τίμιος άνθρωπος κι ευκατάστατος για το Μπρι· αλλά τριάντα ασημένιες πένες ήταν μεγάλο χτύπημα γι’ αυτόν· και το ότι τον κορόιδεψε ο Μπιλ ο Φτεριάς το έκανε ακόμα πιο αβάσταχτο.

Στ’ αλήθεια όμως του βγήκε σε καλό στο τέλος. Βρήκαν αργότερα πως μόνο ένα άλογο είχαν κλέψει πραγματικά. Τα άλλα τα είχαν διώξει ή το είχαν βάλει στα πόδια απ’ το φόβο τους και βρέθηκαν να τριγυρνάνε σε διάφορα μέρη του Μπρι. Τα πόνυ του Μέρι το ’χαν σκάσει τελείως και τελικά (επειδή είχανε μυαλό) πήγαν στην Κοιλάδα γυρεύοντας το Χοντρο-Λάμκιν. Έτσι βρέθηκαν κάτω απ’ την προστασία του Τομ Μπομπαντίλ για κάμποσο καιρό κι ήταν μια χαρά. Μα όταν τα νέα για τα γεγονότα στο Μπρι έφτασαν στ’ αυτιά του Τομ, αυτός τα ’στειλε στον κύριο Βουτυράτο. Έτσι αυτός πήρε πέντε καλά ζώα σε πολύ καλή τιμή. Βέβαια, έπρεπε να δουλεύουν σκληρά στο Μπρι, μα ο Μπομπ τους φερνόταν καλά· έτσι, γενικά, ήταν τυχερά: γλίτωσαν ένα σκοτεινό κι επικίνδυνο ταξίδι. Μα δεν πήγαν ποτέ στο Σκιστό Λαγκάδι.

Στο μεταξύ όμως, για τον κύριο Βουτυράτο, τα λεφτά του είχαν κάνει φτερά καλώς ή κακώς. Κι είχε κι άλλους μπελάδες. Γιατί έγινε μεγάλη φασαρία μόλις ξύπνησαν οι υπόλοιποι ξένοι κι έμαθαν τα νέα για την επίθεση στο πανδοχείο. Οι ταξιδιώτες απ’ το Νοτιά είχαν χάσει αρκετά άλογα και κατηγορούσαν τον ξενοδόχο με φωνές, μέχρι που μαθεύτηκε πως ένας απ’ αυτούς είχε επίσης εξαφανιστεί τη νύχτα. Όχι κανένας άλλος, ο αλλήθωρος σύντροφος του Μπιλ του Φτεριά. Οι υποψίες έπεσαν αμέσως απάνω του.

— Αν μαζέψατε έναν αλογοκλέφτη και μου τον κουβαλήσατε στο σπίτι μου, είπε ο Βουτυράτος θυμωμένα, θα πρέπει εσείς να πληρώσετε για όλες τις ζημιές κι όχι να μου ’ρχεστε και να μου βάζετε τις φωνές. Να πάτε να ρωτήσετε το Φτεριά πού είναι ο ωραίος σας φίλος.

Αλλά βρέθηκε πως δεν ήταν φίλος κανενός και κανείς δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε μπει στην παρέα τους.

Μετά το πρωινό τους οι χόμπιτ χρειάστηκε να ξαναφτιάξουν τα πράγματά τους και να συγκεντρώσουν κι άλλες προμήθειες για το μακρύτερο ταξίδι που τώρα υπολόγιζαν πως θα κάνουν. Πλησίαζε δέκα η ώρα μέχρι που να ξεκινήσουν επιτέλους. Τώρα όμως ολόκληρο το Μπρι βούιζε πια. Το κόλπο που εξαφανίστηκε ο Φρόντο· η εμφάνιση των μαύρων με τ’ άλογα· το κλέψιμο του σταύλου· και πάνω απ’ όλα, τα νέα πως ο Γοργοπόδαρος, ο Περιφερόμενος Φύλακας, πήγαινε μαζί με τους μυστηριώδεις χόμπιτ, έφτιαξαν τέτοια ιστορία που θα βάσταγε για πολλά ήσυχα χρόνια. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Μπρι και του Σταντλ και πολλοί ακόμα κι απ’ το Κομπ και το Άρτσετ, είχαν μαζευτεί στο δρόμο να δουν τους ταξιδιώτες να ξεκινάνε. Οι άλλοι ξένοι του πανδοχείου στέκονταν στις πόρτες ή κρέμονταν απ’ τα παράθυρα.

Ο Γοργοπόδαρος είχε αλλάξει γνώμη κι αποφάσισε να φύγουν απ’ το Μπρί από τον κεντρικό δρόμο. Γιατί οποιαδήποτε προσπάθεια να κόψουν μέσ’ απ’ τα χωράφια αμέσως, θα χειροτέρευε μονάχα τα πράγματα: ο μισός κόσμος θα τους ακολουθούσε για να δούνε πού πάνε και να μην τους αφήσουν να περάσουν μέσ’ απ’ τα χωράφια τους.

Είπαν αντίο στο Νομπ και στον Μπομπ κι αποχαιρέτισαν τον κύριο Βουτυράτο με πολλά ευχαριστώ.

— Ελπίζω να ξανανταμώσουμε κάποια μέρα, όταν τα πράγματα θα ’ναι καλά για άλλη μια φορά, είπε ο Φρόντο. Τίποτα δε θα μ’ άρεσε καλύτερα απ’ το να μείνω στο πανδοχείο σου ήσυχος για κάμποσο καιρό.

Ξεκίνησαν πηγαίνοντας ανήσυχα και με βαριά καρδιά κάτω απ’ τα βλέμματα του κόσμου. Δεν ήταν όλα τα πρόσωπα φιλικά, ούτε κι όλα τα λόγια που τους φώναζαν. Μα το Γοργοπόδαρο φαινόταν να τον έχουν από φόβο οι πιο πολλοί στο Μπρι κι όσους κοίταζε στα μάτια, έκλειναν το στόμα τους κι απομακρύνονταν. Αυτός πήγαινε μπροστά με το Φρόντο· έπειτα ερχόταν ο Μέρι κι ο Πίπιν· και τελευταίος ακολουθούσε ο Σαμ, οδηγώντας το πόνυ, που ήταν φορτωμένο μ’ όσα περισσότερα μπαγκάζια τους πήγαινε η καρδιά να το φορτώσουν μ’ αυτό κιόλας έδειχνε πολύ λιγότερο απελπισμένο, λες και του άρεσε η αλλαγή της τύχης του. Ο Σαμ μασουλούσε ένα μήλο σκεφτικά. Είχε την τσέπη γεμάτη απ’ αυτά: αποχαιρετιστήριο δώρο του Νομπ και του Μπομπ.