Выбрать главу

— Μήλα για το δρόμο και πίπα για το καθισιό, είπε. Μα φαντάζομαι πως θα μου λείψουν και τα δυο πριν περάσει πολύς καιρός.

Οι χόμπιτ αδιαφόρησαν για τα περίεργα κεφάλια που κρυφοκοίταζαν μέσ’ από πόρτες, ή ξεπετάγονταν πάνω από τοίχους και φράχτες, όπως περνούσαν. Μα όπως πλησίασαν την πέρα πύλη, ο Φρόντο είδε ένα μαυρισμένο κι απεριποίητο σπίτι πίσω από ένα πυκνό φράχτη: το τελευταίο σπίτι του χωριού. Σ’ ένα απ’ τα παράθυρα είδε μια στιγμή ένα χλωμό αρρωστιάρικο πρόσωπο με πονηρά λοξά μάτια· μα εξαφανίστηκε αμέσως.

«Λοιπόν, εδώ κρύβεται ο Νότιος! σκέφτηκε. Μοιάζει παραπάνω απ’ το μισό σαν καλικάντζαρος.»

Πάνω απ’ το φράχτη ένας άλλος άνθρωπος κοίταζε με θράσος. Είχε χοντρά μαύρα φρύδια και σκοτεινά περιφρονητικά μάτια· το μεγάλο του στόμα σούρωνε κοροϊδευτικά. Κάπνιζε μια κοντή μαύρη πίπα. Σαν πλησίασαν, την έβγαλε απ’ το στόμα του κι έφτυσε.

— ... μέρα, Μακροπόδαρε! είπε. Τόσο νωρίς; Βρήκες φίλους επιτέλους; Ο Γοργοπόδαρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι, μα δεν απάντησε.

— ... μέρα, μικροί μου φίλοι! είπε στους άλλους. Φαντάζομαι να ξέρετε με ποιον πιάσατε φιλίες; Αυτός είναι ο Γοργοπόδαρος, που δε διστάζει μπροστά σε τίποτα, αυτός! Αν κι έχω ακούσει να τον λένε και μ’ άλλα ονόματα όχι και τόσο όμορφα. Να ’χετε τα μάτια σας δεκατέσσερα απόψε! Κι εσύ, Σάμι, να μη μου κακομεταχειρίζεσαι το φτωχό μου το γέρικο πόνυ! Μπα!

Έφτυσε ξανά.

Ο Σαμ έστριψε γρήγορα.

— Κι εσύ, Φτεριά, είπε, πάρ’ την κακομούτσουνη φάτσα σου πέρα, αλλιώς θα πάθει κακό.

Και μ’ ένα απότομο τίναγμα, γρήγορο σαν αστραπή, ένα μήλο άφησε το χέρι του και χτύπησε τον Μπιλ κατάμουτρα στη μύτη. Έσκυψε πολύ καθυστερημένα και βρισιές ακούστηκαν πίσω από το φράχτη.

— Κρίμας το ωραίο μήλο, είπε ο Σαμ με λύπη και προχώρησε παρακάτω.

Τήλος, άφησαν το χωριό πίσω τους. Τα παιδιά που ’χαν κάνει συνοδεία και μερικοί που τους είχαν πάρει από κοντά, βαρέθηκαν στη Νότια πύλη και γύρισαν πίσω. Πέρασαν την πύλη κι ακολούθησαν το Δρόμο για κάμποσα μίλια. Ο Δρόμος πήγαινε αριστερά και ξαναγύριζε πίσω στην ανατολική του γραμμή μόλις περνούσε τους πρόποδες του Λόφου του Μπρι. Ύστερα άρχιζε να κατηφορίζει γρήγορα σε μια δασωμένη περιοχή. Στ’ αριστερά τους μπορούσαν να δουν μερικά σπίτια και χομπιτότρυπες του Σταντλ, που βρισκόταν στις νοτιοανατολικές πλαγιές του λόφου, που ήταν και πιο ομαλές. Πέρα κάτω, σε μια βαθιά κοιλάδα μακριά απ’ το Δρόμο, φαινόταν ν’ ανεβαίνει καπνός που έδειχνε τη μεριά που βρισκόταν το Κομπ· το Άρτσετ ήταν κρυμμένο πίσω από τα δέντρα.

Αφού κατηφόρισαν το Δρόμο αρκετά κι άφησαν το Λόφο του Μπρι να στέκεται, ψηλός και καφετής, πίσω τους, συνάντησαν ένα στενό μονοπάτι, που οδηγούσε προς το Βοριά.

— Εδώ θ’ αφήσουμε τ’ ανοιχτά και θα κρυφτούμε, είπε ο Γοργοπόδαρος.

— Ελπίζω πως δε θα «κόψουμε δρόμο», είπε ο Πίπιν. Την τελευταία φορά που κόψαμε δρόμο μέσ’ απ’ το δάσος, παραλίγο να την πάθουμε για τα καλά.

— Α. μα τότε δε με είχατε μαζί σας, γέλασε ο Γοργοπόδαρος. Εγώ όταν κόβω δρόμο, μικρό ή μεγάλο, δεν την παθαίνω.

Κοίταξε το Δρόμο πάνω και κάτω. Δε φαινόταν ψυχή. Κατηφόρισε το μονοπάτι γρήγορα οδηγώντας τους στη δασωμένη κοιλάδα.

Το σχέδιό του. όσο μπορούσαν να το καταλάβουν χωρίς να γνωρίζουν την περιοχή, ήταν να πάνε προς το Άρτσετ στην αρχή, αλλά να τραβήξουν δεξιά και να το προσπεράσουν απ’ τ’ ανατολικά κι ύστερα να προχωρήσουν όσο πιο ίσια γινόταν, μέσα απ’ τις ερημιές, για το Λόφο της Κορυφής των Καιρών. Μ’ αυτό τον τρόπο, αν όλα πήγαιναν καλά, θα γλίτωναν μια πολύ μεγάλη καμπύλη του Δρόμου, που λίγο πιο κάτω έστριβε νότια για ν’ αποφύγει τους Βάλτους των Κουνουπιών. Αλλά, βέβαια, θα χρειαζόταν να διασχίσουν οι ίδιοι τους βάλτους κι η περιγραφή που τους έκανε ο Γοργοπόδαρος δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική.

Στο μεταξύ όμως η πεζοπορία δεν ήταν δυσάρεστη. Και, στ’ αλήθεια. αν δεν είχαν γίνει τ’ ανησυχητικά γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, θα είχαν απολαύσει το κομμάτι αυτό του ταξιδιού καλύτερα απ’ όλα μέχρι τώρα. Ο ήλιος έλαμπε ασυννέφιαστος, αλλά όχι και πολύ ζεστός. Τα δέντρα στην κοιλάδα είχαν ακόμα φύλλα γεμάτα χρώματα κι όλα φαίνονταν ειρηνικά κι όμορφα. Ο Γοργοπόδαρος τους οδηγούσε με σιγουριά ανάμεσα στα διάφορα μονοπάτια που διασταυρώνονταν. Γιατί αν είχαν μείνει μόνοι τους. γρήγορα θα είχαν μπερδευτεί. Ο Γοργοπόδαρος ακολουθούσε μπερδεμένη πορεία όλο στροφές και διπλογυρίσματα για να μπερδέψει όποιον θα τους έπαιρνε από πίσω.