Выбрать главу

Οι χόμπιτ κοίταξαν ανήσυχα τους μακρινούς λόφους. Ο Σαμ κοίταξε ψηλά στο χλωμό ουρανό με φόβο μήπως δει γεράκια ή αετούς να ζυγιάζονται από πάνω τους με μάτια εχθρικά και λαμπερά.

— Μωρέ Γοργοπόδαρε, είχες δεν είχες, τα κατάφερες να με κάνεις να νιώθω άσχημα και ξεμοναχιασμένα! είπε.

— Τι μας συμβουλεύεις να κάνουμε; ρώτησε ο Φρόντο.

— Νομίζω, είπε ο Γοργοπόδαρος αργά, λες και δεν ήταν εντελώς σίγουρος, νομίζω πως το καλύτερο είναι να πάμε όσο πιο ίσια μπορούμε από δω ανατολικά, να τραβήξουμε για τη λοφοσειρά κι όχι για την Κορυφή των Καιρών. Από κει μπορούμε να πάρουμε ένα μονοπάτι που ξέρω, που περνά στα πόδια τους· αυτό θα μας φέρει στην Κορυφή των Καιρών απ’ το βοριά, λιγότερο φανερά. Έπειτα θα δούμε τι θα δούμε.

Όλη τη μέρα εκείνη περπάτησαν, μέχρι που έπεσε παγωμένο το σούρουπο νωρίς. Η γη έγινε πιο στεγνή και άγονη· αλλά οι ομίχλες κι αναθυμιάσεις βρίσκονταν τώρα πίσω τους, στους βάλτους. Μερικά πουλιά σφύριζαν μελαγχολικά και θρηνούσαν, μέχρι που ο ήλιος βούλιαξε αργά στις σκιές της Δύσης· ύστερα μια άδεια σιωπή απλώθηκε. Οι χόμπιτ θυμήθηκαν το μαλακό φως του δειλινού που κρυφοκοίταζε μέσ’ απ’ τα χαρούμενα παράθυρα μακριά στο Μπαγκ Εντ.

Τελειώνοντας η μέρα έφτασαν σ’ ένα ρυάκι που κατέβαινε απ’ τους λόφους και χανόταν μες στά στάσιμα νερά του βάλτου. Ακολούθησαν ανηφορίζοντας τις όχθες του όσο που είχε φως. Ήταν κιόλας νύχτα όταν τέλος σταμάτησαν και κατασκήνωσαν κάτω από κάτι κολοβωμένες σκλήθρες δίπλα στην ακροποταμιά. Μπροστά τους υψώνονταν στο φόντο του μισοσκότεινου ουρανού οι άχαρες κι άδεντρες ράχες των λόφων. Εκείνη τη νύχτα έβαλαν σκοπό κι ο Γοργοπόδαρος, κατά τα φαινόμενα, δεν κοιμήθηκε καθόλου. Το φεγγάρι βρισκόταν στη γέμιση του και τις πρώτες νυχτερινές ώρες ένα παγωμένο γκρίζο φως απλωνόταν στη γη.

Το άλλο πρωί κίνησαν πάλι λίγο μετά την ανατολή του ήλιου. Είχε παγωνιά στον αέρα κι ο ουρανός ήταν χλωμός γαλανός. Οι χόμπιτ ένιωσαν φρέσκοι φρέσκοι, λες κι είχαν περάσει μια νύχτα δίχως καθόλου ενδιάμεσα ξυπνήματα. Είχαν κιόλας αρχίσει να συνηθίζουν στο πολύ περπάτημα και στο λίγο συσσίτιο — πιο λίγο δηλαδή απ’ ό,τι θα θεωρούσαν μετά βίας αρκετό για να σταθούν στα πόδια τους στο Σάιρ. Ο Πίπιν δήλωσε πως ο Φρόντο έδειχνε δυο φορές χόμπιτ απ’ ό,τι έδειχνε παλιά.

— Πολύ παράξενο, είπε ο Φρόντο, σφίγγοντας τη ζώνη του, αν λάβουμε υπόψη μας πως έχω αδυνατίσει πολύ αισθητά. Ελπίζω το αδυνάτισμα να μη συνεχίσει ασταμάτητα, γιατί αλλιώς θα γίνω φάντασμα.

— Μην πιάνεις στο στόμα σου τέτοια πράγματα! είπε ο Γοργοπόδαρος γρήγορα και με σοβαρότητα που τους έκανε έκπληξη.

Οι λόφοι όλο και πλησίαζαν. Σχημάτιζαν μια κυματιστή ράχη, που συχνά υψωνόταν στα χίλια πόδια σχεδόν, και πού και πού έπεφτε ξανά μέσα σε χαμηλά φαράγγια ή κλεισούρες που οδηγούσαν πέρα στην αντολική μεριά. Κατά μήκος της κορφής της ράχης οι χόμπιτ μπορούσαν να δουν κάτι που ’μοιαζαν μ’ απομεινάρια από πρασινισμένα τείχη και προχώματα και στα φαράγγια στέκονταν ακόμα παλιές λιθοδομές. Σαν έπεσε η νύχτα είχαν φτάσει στα ριζά των δυτικών πλευρών κι εκεί κατασκήνωσαν. Ήταν η νύχτα της πέμπτης μέρας του Οκτώβρη. Τώρα βρίσκονταν έξι μέρες μακριά απ’ το Μπρι.

Το πρωί βρήκαν, για πρώτη φορά από τότε που ’χαν αφήσει το Τσέτγσυντ, ένα ξεκάθαρο μονοπάτι. Έστριψαν δεξιά και το ακολούθησαν κατά το νοτιά. Προχωρούσε επιδέξια, ακολουθώντας μια γραμμή που έδειχνε πως ήταν έτσι διαλεγμένη ώστε να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κρυμμένο απ’ τις λοφοκορφές ψηλά και απ’ τις πεδιάδες δυτικά. Κατηφόριζε μικρές κοιλάδες κι αγκάλιαζε απόκρημνες πλαγιές· κι όπου περνούσε από πιο επίπεδη κι ανοιχτή γη, είχε και στις δυο πλευρές του σειρές από μεγάλα κοτρόνια και βράχους πελεκημένους που προφύλαγαν τους ταξιδιώτες σχεδόν σαν φράχτης.

— Ποιος να ’κανε τάχα αυτό το μονοπάτι και με ποιο σκοπό; είπε ο Μέρι εκεί που ακολουθούσαν έναν απ’ αυτούς τους δρόμους, που οι πέτρες ήταν ασυνήθιστα μεγάλες καν βαλμένες κοντά κοντά. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος πως μ’ αρέσει: έχει — να, έχει όψη σαν τους θολωτούς τάφους. Έχει μήπως κανένα θολωτό τάφο στην Κορυφή των Καιρών;

— Όχι. Δεν υπάρχει κανένας θολωτός τάφος στην Κορυφή των Καιρών, ούτε και σε κανέναν απ’ αυτούς τους λόφους, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Οι Άνθρωποι της Δύσης δε ζούσαν εδώ· αν και στα τελευταία τους υπερασπίστηκαν τους λόφους για κάμποσο καιρό ενάντια στο κακό που ξεχύθηκε απ’ την Άνγκμαρ. Αυτό το μονοπάτι φτιάχτηκε για να εξυπηρετεί τα φρούρια στο μάκρος του τείχους. Αλλά πολύ νωρίτερα, στις πρώτες μέρες του Βασιλείου του Βοριά, είχαν χτίσει ένα μεγάλο φρούριο στην Κορυφή των Καιρών. Το έλεγαν Άμον Σουλ. Μα κάηκε και γκρεμίστηκε και τίποτα δε μένει απ’ αυτό τώρα, εξόν από κάτι χαλάσματα, σαν μια άτεχνη κορόνα στο κεφάλι του γέρικου λόφου. Όμως κάποτε ήταν ψηλό κι όμορφο. Λένε πως ο Έλεντιλ στάθηκε εκεί και κοίταζε περιμένοντας να ’ρθει ο Γκιλ-Γκάλαντ πέρα από τη Δύση, τις μέρες της Τελευταίας Συμμαχίας.