Выбрать главу

Οι χόμπιτ κοίταξαν το Γοργοπόδαρο. Φαινόταν πως ήξερε καλά τις παλιές παραδόσεις, τόσο καλά όσο και τα μυστικά της ερημιάς.

— Ποιος ήταν ο Γκιλ-Γκάλαντ; ρώτησε ο Μέρι.

Μα ο Γοργοπόδαρος δεν απάντησε και φάνηκε να βυθίζεται σε σκέψεις.

Ξαφνικά, μια χαμηλόφωνη φωνή μουρμούρισε:

Ο Γκιλ-Γκάλαντ ήταν Ξωτικοβασιλιάς τρανός Ανάμεσα στη Θάλασσα και στα Βουνά. Τον κλαιν με λύπη οι λυράρηδες και λένε πως Η χώρα του καλή ’ταν κι όμορφη ως τα στερνά.
Μακριά η λόγχη του και το σπαθί του αγέρας. Κι η περικεφαλαία του άστραφτε από μακριά. Και στην ασπίδα τον, που ’λαμπε σαν το φως της μέρας, Τ’ άστρα καθρεφτιζόντουσαν τα φωτερά.
Μα πάει καιρός που έφυγε κι εχάθη. Και πού ’ναι τώρα, ποιος θα μας το πει; Γιατί τ’ αστέρι του έπεσε μακριά μέσα στα βάθη, Στης Μόρντορ τις σκιές, στη μαύρη γη.

Οι άλλοι γύρισαν έκπληκτοι, γιατί η φωνή ήταν του Σαμ.

— Μη σταματάς! είπε ο Μέρι.

— Αυτό ξέρω όλο κι όλο, τραύλισε ο Σαμ κοκκινίζοντας. Το ’μαθα απ’ τον κύριο Μπίλμπο όταν ήμουν μικρός. Συνήθιζε να μου λέει τέτοιες ιστορίες, γιατί ήξερε πως πάντα μ’ άρεσε ν’ ακούω για Ξωτικά. Ο κύριος Μπίλμπο ήταν που μ’ έμαθε γράμματα. Εκείνος ήταν πολυδιαβασμένος, ο καλός ο κύριος Μπίλμπο! Κι έγραφε και ποιήματα. Αυτός το ’γραψε αυτό που είπα τώρα.

— Δεν το έφτιαξε αυτός, είπε ο Γοργοπόδαρος. Αυτό είναι απόσπασμα απ’ την ωδή «Η Πτώση του Γκιλ-Γκάλαντ», που είναι γραμμένη σ’ αρχαία γλώσσα. Ο Μπίλμπο θα πρέπει να το μετάφρασε. Δεν το ’ξερα.

— Ήταν πολύ περισσότερο, είπε ο Σαμ, όλο για τη Μόρντορ. Δεν το ’μαθα εκείνο το κομμάτι, μ’ έκανε ν’ ανατριχιάζω. Ποτέ μου δε σκέφτηκα πως θα πήγαινα κι εγώ προς τα εκεί!

— Να πάμε στη Μόρντορ! φώναξε ο Πίπιν. Ελπίζω να μη φτάσουμε ως εκεί!

— Μη λες αυτό τ’ όνομα τόσο φωναχτά! είπε ο Γοργοπόδαρος.

Ήταν κιόλας μεσημέρι σαν πλησίασαν τη νότια άκρη του μονοπατιού κι είδαν μπροστά τους, στο χλωμό διάφανο φως του οκτωβριανού ήλιου, ένα γκριζοπράσινο ανάχωμα, που οδηγούσε ψηλά, σαν γεφύρι, στη βορινή πλαγιά του λόφου. Αποφάσισαν ν’ ανεβούν στην κορφή αμέσως, όσο που το φως ήταν καλό. Δεν ήταν δυνατόν πια να κρυφτούν, και το μόνο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν πως κανείς εχθρός ή κατάσκοπος δε Θα τους παρακολουθούσε. Τίποτα δε φαινόταν να κουνιέται πάνω στο λόφο. Αν ο Γκάνταλφ βρισκόταν πουθενά, δε φαινόταν κανένα σημάδι του.

Στη δυτική πλευρά της Κορυφής των Καιρών βρήκαν ένα προφυλαγμένο κοίλωμα, που στον πάτο του υπήρχε μια μικρή κοιλάδα σαν σουπιέρα με πράσινες πλαγιές. Εκεί άφησαν το Σαμ και τον Πίπιν με το πόνυ, τα σακίδια και τα μπαγκάζια τους. Οι άλλοι συνέχισαν. Έπειτα από μισής ώρας κοπιαστική ανάβαση, ο Γοργοπόδαρος έφτασε στην κορόνα του λόφου· ο Φρόντο κι ο Μέρι ακολούθησαν κουρασμένοι και φουσκωμένοι. Η τελευταία ανηφοριά ήταν απότομη κι όλο κατσάβραχα.

Στην κορφή βρήκαν, όπως είχε πει ο Γοργοπόδαρος, ένα μεγάλο κύκλο κάποιας αρχαίας λιθοδομής, που τώρα ήταν χτισμένη και σκεπασμένη με χόρτα εδώ κι αμέτρητα χρόνια. Και στη μέση ήταν στημένος ένας μικρός σωρός από κομματιασμένες πέτρες, που ήταν μαυρισμένες λες από φωτιά. Γύρω τους η πρασινάδα ήταν σύρριζα κομμένη και παντού μέσα ο κύκλος του γρασιδιού ήταν τσουρουφλισμένος και στριμμένος λες και φλόγες να ’χαν ζώσει τη λοφοκορφή· μα πουθενά δε φαινόταν ίχνος ζωής.

Σα στέκονταν στα χείλια του καταστραμμένου κύκλου, είχαν παντού κάτω γύρω τους πολύ πλατιά θέα, που ήταν κυρίως περιοχές άδειες και χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εκτός από κανένα δάσος πού και πού πέρα μακριά στο νοτιά και πολύ πιο μακριά μπορούσαν σε μερικά σημεία να διακρίνουν τη γυαλάδα νερού. Από κάτω τους, στη νότια πλευρά, ο Παλιός Δρόμος ξετυλιγόταν σε κορδέλα, που ερχόταν απ’ τη Δύση και στριφογύριζε πάνω κάτω μέχρι που έσβηνε πίσω από ένα ύψωμα μαύρης γης στην ανατολή. Τίποτα δε σάλευε πάνω του. Ακολουθώντας με τα μάπα τη γραμμή του ανατολικά είδαν τα Βουνά: οι πιο κοντινοί λόφοι ήταν καφετιοί και καταθλιπτικοί· πίσω τους στέκονταν ψηλότερες γκρίζες σιλουέτες και πίσω πάλι απ’ αυτές βρίσκονταν άσπρες κορφές που μισοφαίνονταν ανάμεσα στη σύννεφα.