Выбрать главу

Ο Γοργοπόδαρος έβαλε το χέρι στον ώμο του.

— Υπάρχει ακόμα ελπίδα, είπε. Δεν είσαι μόνος. Ας πάρουμε αυτά τα έτοιμα καυσόξυλα σαν σημάδι καλό. Εδώ έχουμε πολύ λίγη προφύλαξη ή δυνατότητα άμυνας, μα η φωτιά θα τα κάνει και τα δύο. Ο Σόρον μπορεί να χρησιμοποιεί τη φωτιά για τους σατανικούς σκοπούς του, όπως κι όλα τα πράγματα, μα αυτοί οι Καβαλάρηδες δεν την αγαπούν και φοβούνται εκείνους που τη μεταχειρίζονται. Η φωτιά είναι ο φίλος μας στην ερημιά. — Μπορεί και να ’ναι, μουρμούρισε ο Σαμ. Μα νομίζω πως είναι κι ο καλύτερος τρόπος για να διαλαλήσουμε πως «εδώ είμαστε», εκτός κι αν βάλουμε τις φωνές.

Στη χαμηλότερη και πιο προφυλαγμένη γωνιά της μικρής κοιλάδας άναψαν φωτιά κι ετοίμασαν το φαΐ. Οι σκιές του δειλινού άρχισαν να πέφτουν κι έπιασε να κάνει κρύο. Ξαφνικά κατάλαβαν πως πεινούσαν πολύ, γιατί δεν είχαν βάλει τίποτα στο στόμα τους απ’ το πρωί· μα δεν τόλμησαν να φάνε παρά ένα λιτό δείπνο. Τα μέρη καταπού πήγαιναν δεν είχαν τίποτα εκτός από πουλιά και ζώα. Ήταν αφιλόξενα μέρη που τα είχαν εγκαταλείψει οι κάθε λογής φυλές της γης. Οι Περιφερόμενοι Φύλακες μερικές φορές περνούσαν πέρα απ’ τους λόφους, μα ήταν λίγοι και δεν έμεναν. Αλλοι διαβάτες ήταν σπάνιοι κι όχι από τους καλούς; καμιά φορά ξέπεφτε κανένας γίγαντας απ’ τις βορινές κοιλάδες των Ομιχλιασμένων Βουνών. Μονάχα στο Δρόμο έβρισκες ταξιδιώτες, κυρίως νάνους, που πήγαιναν βιαστικά στις δουλειές τους και δεν είχαν καμιά διάθεση να βοηθήσουν ή να πιάσουν κουβέντα με ξένους.

— Δε βλέπω πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε τα τρόφιμα να μας φτάσουν, είπε ο Φρόντο. Προσέχουμε όσο γίνεται αυτές τις τελευταίες μέρες και το αποψινό δείπνο δεν ήταν δα και συμπόσιο· μα έχουμε ξοδέψει περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε, αν έχουμε μπροστά μας δυο βδομάδες δρόμο ακόμα και βάλε.

— Στην ερημιά υπάρχει τροφή, είπε ο Γοργοπόδαρος: βατόμουρα, ρίζες και χόρτα· και στην ανάγκη κάπως τα καταφέρνω και σαν κυνηγός. Μη φοβάστε την πείνα όσο που δεν έχει πιάσει ο χειμώνας. Αλλά είναι κουραστική και πολύωρη δουλειά το κυνήγι της τροφής κι εμείς πρέπει να βιαστούμε. Γι’ αυτό σφίξτε τις ζώνες σας και να σκεφτόσαστε μ’ ελπίδα τα τραπέζια στο σπίτι του Έλροντ!

Όπως η νύχτα έπεφτε και το φως της φωτιάς άρχιζε να λάμπει ζωηρά, έπιασε να τους λέει ιστορίες για να τους κάνει να ξεχάσουν το φόβο τους. Ήξερε πολλές ιστορίες και θρύλους, για Ξωτικά κι Ανθρώπους, για τα καλά και τ’ άσχημα κατορθώματα των Παλιών Ημερών. Κι αυτοί αναρωτιόντουσαν πόσων χρονών να ’ταν και πού να τα ’χε μάθε όλ’ αυτά.

— Πες μας για τον Γκιλ-Γκάλαντ, είπε ο Μέρι ξαφνικά, εκεί που είχε σταματήσει τελειώνοντας μια ιστορία για τα Βασίλεια των Ξωτικών. Ξέρεις και παρακάτω απ’ αυτήν την παλιά ωδή, που μας μίλησες;

— Και βέβαια ξέρω, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Το ίδιο κι ο Φρόντο, γιατί μας αφορά ιδιαίτερα.

Ο Μέρι κι ο Πίπιν κοίταξαν το Φρόντο που είχε τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά.

— Ξέρω μόνο το λίγο που μου έχει πει ο Γκάνταλφ, είπε ο Φρόντο αργά. Ο Γκιλ-Γκάλαντ ήταν ο τελευταίος απ’ τους μεγάλους Ξωτικοβασιλιάδες της Μέσης-Γης. Γκιλ-Γκάλαντ θα πει Αστροφώς στη γλώσσα τους. Με τον Έλεντιλ, το φίλο των Ξωτικών, πήγε στη χώρα τους...

— Όχι! είπε ο Γοργοπόδαρος διακόπτοντας, δε νομίζω πως είναι ώρα γι’ αυτή την ιστορία τώρα, με τους υπηρέτες του Εχθρού τόσο κοντά. Αν τα καταφέρουμε και φτάσουμε στο σπίτι του Έλροντ, μπορεί να την ακούσετε να τη λένε ολόκληρη εκεί.

— Τότε πες μας καμιά άλλη ιστορία για τις μέρες τις παλιές, παρακάλεσε ο Σαμ· μια ιστορία για τα Ξωτικά πριν αρχίσουν να σβήνουν. Πολύ θα μ’ άρεσε ν’ ακούσω κι άλλα για τα Ξωτικά· το σκοτάδι μου φαίνεται λες και μας τυλίγει να μας πνίξει.

— Θα σας πω την ιστορία της Τινουβιέλ, είπε ο Γοργοπόδαρος, περιληπτικά — γιατί είναι πολύ μεγάλη και το τέλος της δεν το ξέρουμε· και δεν υπάρχει κανένας τώρα, εκτός απ’ τον Έλροντ, που να τη θυμάται σωστά, έτσι όπως την έλεγαν παλιά. Είναι όμορφη ιστορία, αν και λυπητερή, όπως είναι όλες οι ιστορίες της Μέσης-Γης· κι όμως μπορεί να ξαλαφρώσει τις καρδιές σας.

Έμεινε σιωπηλός για λίγη ώρα κι έπειτα άρχισε, όχι να μιλά, μα να σιγοτραγουδάει:

Πράσινο ήταν το χορτάρι, δροσιά γεμάτα τα φυλλώματα Και τα λουλούδια όλα λιγνά και λυγερά Και φώτα εφάνηκαν στο ξέφωτο όλο χρώματα, Σαν άστρα στη σκιά να λαμπυρίζουν. Η Τινουβιέλ η ξωτικιά χόρευε, όλο χαρά, Σε μουσική αυλών παιγμένων με στόματα αόρατα. Το φως των άστρων φώλιαζε μέσα στα μαύρα της μαλλιά Και τα φορέματά της έκανε να στραφταλίζουν.
Ο νιος ο Μπέρεν το στρατί του γυρισμού τραβούσε Απ’ τα βουνά και διάβαινε μέσα στις φυλλωσιές Τις δροσερές, εκεί που ο Ξωτικός ο Ποταμός κυλούσε Κι αυτός μονάχος κι έρημος περνούσε ξαποσταμένος. Μα κοίταξε από τύχη ανάμεσα στις φυλλωσιές Κι είδε τα χρυσολούλονδα και απορούσε, Πάνω στη φορεσιά της, φωτεινές σκιές Και το μετάξι των μαλλιών της θαύμαζε θαμπωμένος.