ΜΕΡΟΣ Ι
Κεφάλαιο Ι
ΕΝΑ ΠΑΡΤΙ ΠΟΥ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΠΟΛΥ
Όταν ο κύριος του Μπαγκ Εντ, Μπίλμπο Μπάγκινς, ανακοίνωσε ότι σε λίγο καιρό θα γιόρταζε τα εκατόν έντεκα χρόνια του και θα ’δινε ένα πάρτι μ’ εξαιρετική μεγαλοπρέπεια, όλοι ηλεκτρίστηκαν στο Χόμπιτον κι άρχισαν το κουτσομπολιό.
Ο Μπίλμπο ήταν πολύ πλούσιος και πολύ ιδιόρρυθμος. Ήταν το φαινόμενο του Σάιρ εδώ κι εξήντα χρόνια, από τότε δηλαδή που παράξενα εξαφανίστηκε κι απρόσμενα γύρισε. Τα πλούτη που είχε φέρει απ’ τα ταξίδια του είχαν γίνει ντόπιος θρύλος τώρα, κι όλοι πίστευαν πως ο Λόφος του Μπαγκ Εντ ήταν γεμάτος λαγούμια παραγεμισμένα με θησαυρούς κι ας έλεγαν ό,τι ήθελαν οι γεροντότεροι, Κι εκτός απ’ αυτά, ο Μπίλμπο ήταν ξακουστός και για τη μακρόχρονη ζωτικότητα του. Τα χρόνια περνούσαν, αλλά δε φαίνονταν να έχουν την παραμικρή επίδραση στον κύριο Μπάγκινς. Στα ενενήντα του ήταν ο ίδιος όπως και στα πενήντα. Στα ενενήντα εννιά άρχισαν να λένε πως βαστιόταν καλά, στ’ αλήθεια όμως, δε φαινόταν να έχει περάσει μέρα από πάνω του. Υπήρχαν μερικοί που κουνούσαν τα κεφάλια τους και σκέπτονταν πως αυτό παρά ήταν τυχερό· φαινόταν άδικο ένας χόμπιτ να έχει (φαινομενικά) αιώνια νεότητα κι από πάνω (σύμφωνα με τις φήμες) ατέλειωτα πλούτη. — Θα το πληρώσει, έλεγαν. Δεν είναι φυσικό. Θα του βγει σε κακό.
Μέχρι τώρα όμως το κακό δεν είχε φανεί κι επειδή o κύριος Μπάγκινς ήταν απλόχερος με τα λεφτά του, οι περισσότεροι πρόθυμα συγχωρούσαν τις παραξενιές του και την καλή του τύχη. Οι σχέσεις του με τους συγγενείς του βρίσκονταν στο επίπεδο ανταλλαγής επισκέψεων (εκτός φυσικά απ’ τους Σάκβιλ-Μπάγκινς) κι είχε πολλούς αφοσιωμένους θαυμαστές ανάμεσα στους χόμπιτ των φτωχών κι ασήμαντων οικογενειών. Στενούς φίλους όμως δεν είχε, ως τον καιρό που μερικοί απ’ τα νεότερα ξαδέρφια του άρχισαν να μεγαλώνουν.
Ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς, που ήταν κι ο αγαπημένος τού Μπίλμπο, ήταν ο Φρόντο Μπάγκινς. Όταν ο Μπίλμπο έγινε ενενήντα εννιά, υιοθέτησε το Φρόντο, τον έκανε κληρονόμο του και τον έφερε να ζήσει στο Μπαγκ Εντ. Έτσι έσβησαν επιτέλους οι ελπίδες των Σάκβιλ-Μπάγκινς. Κατά τύχη, ο Μπίλμπο και ο Φρόντο είχαν τα γενέθλιά τους την ίδια ημερομηνία, στις 22 του Σεπτέμβρη. «Καλά θα κάνεις να έρθεις να μείνεις εδώ, νεαρέ μου Φρόντο, είπε ο Μπίλμπο μια μέρα. Τότε θα μπορούμε να γιορτάζουμε τα γενέθλια μας μαζί με άνεση». Εκείνη την εποχή ο Φρόντο ήταν ακόμα στα εικοσάρια του, όπως οι χόμπιτ λένε την ανεύθυνη δεκαετία ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ενηλικίωση στα τριάντα τρία.
Δώδεκα ακόμα χρόνια πέρασαν. Κάθε χρόνο οι δύο Μπάγκινς γιόρταζαν με πολύ κέφι τα γενέθλιά τους στο Μπαγκ Εντ. Τώρα όμως άφησαν να νοηθεί πως σχεδίαζαν κάτι εντελώς ξεχωριστό για κείνο το φθινόπωρο. Ο Μπίλμπο έκλεινε τα Εκατόν έντεκα, 111, που ήταν κάπως παράξενος αριθμός και πολύ αξιοσέβαστη ηλικία για ένα χόμπιτ (ο ίδιος ο γερο-Τουκ είχε φτάσει μόνο τα εκατόν τριάντα) και ο Φρόντο θα έκλεινε τα τριάντα τρία, 33, που ήταν σπουδαίος αριθμός: ήταν η ημερομηνία της «ενηλικίωσής» του.
Το κουτσομπολιό άρχισε να δίνει και να παίρνει στο Χόμπιτον και στο Νεροχώρι. Και οι φήμες για το επερχόμενο γεγονός ταξίδεψαν σ’ όλο το Σάιρ. Η ιστορία κι ο χαρακτήρας του κυρίου Μπίλμπο Μπάγκινς ξανάγιναν το κύριο θέμα των συζητήσεων: κι οι γεροντότεροι ξαφνικά ανακάλυψαν πως οι αναμνήσεις τους έγιναν περιζήτητες.
Κανείς άλλος δεν είχε πιο προσεκτικό ακροατήριο απ’ το γερο-Χαμ Γκάμγκη, που ήταν γνωστός σαν ο Γέρος. Το στέκι του ήταν στον Κισσό, ένα μικρό πανδοχείο στο δρόμο του Νεροχωριού. Μιλούσε με σιγουριά γιατί περιποιόταν τον κήπο στο Μπαγκ Εντ εδώ και σαράντα χρόνια τώρα κι ήταν βοηθός του γερο-Χόλμαν στην ίδια δουλειά πιο πριν. Τώρα που κι ο ίδιος γερνούσε κι οι κλειδώσεις του άρχιζαν να μη λυγίζουν, τη δουλειά βασικά τη συνέχιζε ο μικρότερός του γιος, ο Σαμ Γκάμγκη. Πατέρας και γιος είχαν πολύ φιλικές σχέσεις με τον Μπίλμπο και το Φρόντο. Ζούσαν κι αυτοί στο Λόφο στο νούμερο 3 του Μπάγκσοτ Ρόου αμέσως κάτω απ’ το Μπαγκ Εντ.