— Ο κύριος Μπίλμπο είναι πολύ καλός, γλυκομίλητος κι αρχοντο-χόμπιτ, πάντα μου το λέω, δήλωνε ο Γέρος.
Κι έλεγε όλη την αλήθεια, γιατί ο Μπίλμπο του φερνόταν πολύ ευγενικά, τον φώναζε «κύριο Χάμφαστ» και συνέχεια τον συμβουλευόταν για το πώς καλλιεργούνται τα λαχανικά. Γιατί γύρω απ’ τις «ρίζες» και ειδικά για τις πατάτες, ο Γέρος ήταν ο μόνος ειδικός κι αυτό του το αναγνώριζε όλη η γειτονιά (κι ο εαυτός του).
— Αλλά τι λες γι’ αυτόν το Φρόντο που μένει μαζί του; ρώτησε ο γεροΝάκης του Νεροχωριού. Τον λένε Μπάγκινς, μα είναι, λέει, Μπράντιμπακ το πιο πολύ. Δεν μπορώ να το χωνέψω γιατί ένας Μπάγκινς του Χόμπιτον χρειάστηκε να πάει και να ψάχνει για γυναίκα πέρα στο Μπάκλαντ, που οι άνθρωποι είναι τόσο παράξενοι.
— Είναι ν’ απορείς που ’ναι παράξενοι; πρόσθεσε ο Μπαρμπα-Ποδάρας (που έμενε μια πόρτα δίπλα στο Γέρο). Αφού ζουν απ’ την πέρα μεριά του Ποταμού Μπράντιγουάιν, ακριβώς πλάι στο Παλιό το Δάσος. Κι αν πιστέψουμε μόνο τα μισά απ’ όσα λέγονται γι’ αυτό, είναι μέρος σκοτεινό και κακό.
— Δίκιο έχεις, Μπάρμπα, είπε ο Γέρος. Όχι δηλαδή πως οι Μπράντιμπακ του Μπάκλαντ ζούνε μέσα στο Παλιό το Δάσος· είναι παράξενη ράτσα όμως, έτσι φαίνεται. Χαζολογάνε με βάρκες σ’ εκείνο το μεγάλο το ποτάμι — αφύσικα πράγματα. Δεν είναι ν’ απορείς που τους βγήκε σε κακό, λέω εγώ. Πάντως, εδώ που τα λέμε, ο κύριος Φρόντο είναι μια χαρά χόμπιτ, καταπώς θα ’θελες να ’ναι οι νέοι. Του μοιάζει πολύ του κύριου Μπίλμπο, κι όχι μόνο απ’ όξω. Κι ύστερα κι ο πατέρας του ήταν Μπάγκινς. Πολύ καθώς πρέπει χόμπιτ ήταν ο κύριος Ντρόγκο Μπάγκινς· δεν είχες τίποτα να του βρεις, μέχρι που πνίγηκε.
— Πνίγηκε; είπαν αρκετές φωνές.
Αυτό το είχαν ακούσει κιόλας μαζί μ’ άλλες πιο σκοτεινές φήμες φυσικά, μα το πάθος των χόμπιτ είναι οι οικογενειακές ιστορίες και ήταν πρόθυμοι να την ξανακούσουν.
— Λοιπόν, έτσι λένε, είπε ο Γέρος. Βλέπετε ο κυρ Ντρόγκο παντρεύτηκε τη δεσποινίς Πασχαλίτσα Μπράντιμπακ. Αυτή ήταν απ’ τη μεριά της μάνας της πρώτη ξαδέλφη του κυρ Μπίλμπο μας (η μάνα τής μάνας της ήταν η μικρότερη κόρη του γερο-Τουκ)— και ο κυρ Ντρόγκο ήταν δεύτερός του ξάδελφος, αν με καταλαβαίνετε. Και ο κυρ Ντρόγκο έμενε στο Μπράντι Χολ με τον πεθερό του το γερο-Μάστερ Γκόρμπαντοκ, όπως το έκανε συχνά μετά το γάμο του (γιατί του άρεσε η καλοφαγία και ο γερο-Γκόρμπαντοκ είχε πάντα πλούσιο τραπέζι)· και βγήκε βαρκάδα στον Ποταμό Μπράντιγουάιν και πνίγηκαν κι αυτός κι η γυναίκα του κι ο κακόμοιρος ο κυρ Φρόντο ήταν ακόμα μικράκι.
— Έχω ακουστά πως πήγαν στο ποτάμι μετά το βραδινό φαγητό στη φεγγαράδα, είπε ο γερο-Νάκης, κι ότι ήταν το βάρος του Ντρόγκο που βούλιαξε τη βάρκα.
— Κι εγώ άκουσα πως αυτή τον έσπρωξε κι αυτός την τράβηξε μαζί του, είπε ο Σάντιμαν, ο μυλωνάς του Χόμπιτον.
— Δεν πρέπει να πιστεύεις όλα όσα σου λένε, Σάντιμαν, είπε ο Γέρος, που δεν του πολυάρεσε ο μυλωνάς. Γιατί να μιλάμε για σπρωξιές και για τραβήγματα. Οι βάρκες είναι πολύ επικίνδυνες από μόνες τους, ακόμα και γι’ αυτούς που κάθονται ήσυχοι· γιατί να γυρεύουμε λοιπόν πιο πέρα την αιτία; Και, για να μην τα πολυλογούμε, να τος ο κυρ Φρόντο ορφανός κι έρημος ανάμεσα σ’ αυτούς τους παράξενους του Μπάκλαντ, που τον ανάστησαν όπως όπως στο Μπράντι Χολ, που είναι, λέει, ίδια κουνελοφωλιά. Ο γερο-Μάστερ Γκόρμπαντοκ δεν είχε ποτέ λιγότερους από καμιά διακοσαριά συγγενείς εκεί. Ο κυρ Μπίλμπο ποτέ του δεν έκανε πιότερο καλό απ’ το που πήρε το νεαρό εδώ να ζήσει ανάμεσα σε καθώς πρέπει κόσμο.
Φαντάζομαι πως θα ’ταν άσχημη έκπληξη γι’ αυτούς τους Σάκβιλ-Μπάγκινς. Νόμιζαν πως θα ’παιρναν το Μπαγκ Εντ τότε που έφυγε ο κυρ Μπίλμπο και πιστέψαμε πως είχε πεθάνει. Και τότε, να σου κι έρχεται, τους διώχνει και συνεχίζει να ζει και να ζει και δεν περνάει μέρα από πάνω του, ώρα του καλή! Και ξαφνικά μας ξεφουρνίζει και τον κληρονόμο του και φτιάχνει κι όλα τα χαρτιά εντάξει. Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς ποτέ τους δε θα δουν τώρα πια από μέσα το Μπαγκ Εντ, τουλάχιστον ας το ελπίζουμε.
— Ακούω να λένε πως υπάρχουν ένα σωρό λεφτά κρυμμένα εκεί, είπε ένας ξένος που είχε έρθει για δουλειές απ’ το Μίσελ-Ντέλβινγκ της Δυτικής Μοίρας· όλη η κορφή του λόφου σας είναι γεμάτη στοές παραγεμισμένες με μπαούλα χρυσάφι, ασήμι και στολίδια, απ’ ό,τι ακούω.