— Εσύ, λοιπόν, έχεις ακούσει περισσότερα απ’ ό,τι μπορώ να πω, είπε ο Γέρος. Εγώ δεν ξέρω τίποτα για στολίδια. Ο κύριος Μπίλμπο είναι απλόχερος με τα λεφτά του και δε φαίνεται να του λείπουν, αλλά δεν ξέρω τίποτα για στοές. Είδα τον κύριο Μπίλμπο σα γύρισε εδώ κι εξήντα χρόνια τώρα, σαν ήμουνα βοηθός στο γερο-Χόλμαν (που ήταν ξάδελφος του πατέρα μου), αλλά με είχε πάρει στο Μπαγκ Εντ να τον βοηθάω να μην αφήνει τον κόσμο να περνοδιαβαίνει στον κήπο, όσο που γινόταν το πούλημα. Κι εκεί που γίνονταν όλ’ αυτά, να σου κι έρχεται ο κύριος Μπίλμπο στο Λόφο μ’ ένα πόνι, με μερικές πολύ μεγάλες τσάντες και δυο μπαούλα. Είμαι σίγουρος πως το πιο πολύ ήταν γεμάτα με το θησαυρό που είχε μαζέψει στα ξένα, του υπάρχουνε χρυσά βουνά, λέει· αλλά ο θησαυρός αυτός δεν ήταν τόσος που να γεμίσει στοές. Μα ο γιος μου ο Σαμ θα ξέρει περισσότερα. Αυτόν, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, μπαινοβγαίνει συνέχεια στο Μπαγκ Εντ. Τρελαίνεται για ιστορίες του παλιού καιρού και κάθεται με τις ώρες κι ακούει όλες τις ιστορίες που λέει ο κύριος Μπίλμπο. Κι ο κύριος Μπίλμπο του ’μαθε και γράμματα — δεν ήθελε το κακό του μαθές — προσέχτε, αλλά μακάρι να μη του βγει σε κακό!
» Ξωτικά και Δράκοι! του λέω. Τα λάχανα κι οι πατάτες είναι για σένα και για μένα. Μην πας κι ανακατεύεσαι στις δουλειές των ανωτέρων σου, γιατί θα βρεις τον μπελά σου για τα καλά, εγώ του τα λέω. Και θα ’λεγα τα ίδια και σε κάτι άλλους, πρόσθεσε κοιτάζοντας τον ξένο και το μυλωνά.
Ο Γέρος όμως δεν έπεισε το ακροατήριό του. Ο θρύλος του θησαυρού του Μπίλμπο ήταν καλά κολλημένος στα μυαλά των χόμπιτ της νέας γενιάς.
— Α! μα πού το ξέρουμε πως δεν προσθέτει σ’ αυτά που ’φερε απ’ την αρχή; είπε ο μυλωνάς, εκφράζοντας έτσι τη γνώμη που επικρατούσε. Συχνά λείπει απ’ το σπίτι του. Και για ρίξε μια ματιά σ’ αυτούς τους ξενοχωρίτες που τον επισκέπτονται: νάνοι που ’ρχονται τη νύχτα κι εκείνος ο περιπλανώμενος γερο-μάγος, ο Γκάνταλφ, κι ένα σωρό άλλοι. Εσύ λέγε ό,τι θες, Γέρο, αλλά το Μπαγκ Εντ είναι περίεργο μέρος κι αυτοί που μένουν μέσα είναι ακόμα πιο περίεργοι.
— Κι εσύ μπορεί να λες ό,τι θες, μα όσο ξέρεις από βάρκες άλλο τόσο ξέρεις και γι’ αυτό, κυρ Σάντιμαν, αντιμίλησε ο Γέρος, που εκείνη τη στιγμή αντιπαθούσε το μυλωνά περισσότερο παρά ποτέ. Αν αυτό το λες εσύ περίεργο, τότε θα μας χρειαζόταν λίγο ακόμα απ’ αυτό εδώ γύρω. Γιατί υπάρχουν μερικοί, που μένουν όχι μακριά απ’ εδώ, που δε θα ’διναν ούτε ένα ποτήρι μπίρα σ’ ένα φίλο τους, ακόμα κι αν ζούσαν σε μια τρύπα με χρυσούς τοίχους. Στο Μπαγκ Εντ όμως, ό,τι κάνουν το κάνουν καταπώς πρέπει. Ο Σαμ μου λέει πως όλοι θα πάρουν πρόσκληση για το πάρτι και πως θα δώσουν δώρα, προσέχτε, δώρα σ’ όλους και μάλιστα αυτόν εδώ το μήνα.
Αυτός εδώ ο μήνας ήταν ο Σεπτέμβρης κι ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Μια δυο μέρες αργότερα μια φήμη (που κατά πάσα πιθανότητα την ξεκίνησε ο καλά πληροφορημένος Σαμ) απλώθηκε· ότι θα είχαν και πυροτεχνήματα και μάλιστα τέτοια πυροτεχνήματα, που δεν τα ’χαν δει ποτέ στο Σάιρ εδώ κι εκατό χρόνια, δηλαδή από τότε που ο Γερο-Τουκ πέθανε.
Οι μέρες περνούσαν κι η Μέρα πλησίαζε. Ένα περίεργο βαγόνι φορτωμένο με περίεργα πακέτα έφτασε στο Χόμπιτον ένα βραδάκι, ανηφόρισε με δυσκολία στο Λόφο και σταμάτησε στο Μπαγκ Εντ. Οι ξαφνιασμένοι χόμπιτ βγήκαν στα φωτισμένα κατώφλια τους να το χαζέψουν μ’ ανοιχτό το στόμα. Το οδηγούσαν ξένοι, που τραγουδούσαν παράξενα τραγούδια: νάνοι με μακριές γενειάδες και μεγάλα σκουφιά. Μερικοί απ’ αυτούς έμειναν στο Μπαγκ Εντ. Τελειώνοντας η δεύτερη βδομάδα του Σεπτέμβρη, ένα κάρο μπήκε στο Νεροχώρι απ’ τη μεριά της γέφυρας του Μπράντιγουάιν. Ήταν μέρα μεσημέρι. Τ’ οδηγούσε καταμόναχος ένας γέρος. Φορούσε ένα ψηλό μυτερό γαλάζιο καπέλο, ένα μακρύ γκρίζο μανδύα κι ένα ασημί κασκόλ. Είχε μια μακριά άσπρη γενειάδα και πυκνά φρύδια, που ξεπετάγονταν πέρα απ’ το γύρο του καπέλου του. Μικρά χομπιτοπιτσιρίκια έτρεξαν πίσω απ’ το κάρο, που πέρασε μέσα απ’ το Χόμπιτον κι ανέβηκε το λόφο. Τα παιδιά το ’χαν καλά καταλάβει, ήταν γεμάτο πυροτεχνήματα. Στην εξώπορτα του Μπίλμπο ο γέρος άρχισε να ξεφορτώνει μεγάλα δέματα με πυροτεχνήματα σ’ όλων των ειδών τα σχήματα και κάθε δέμα ήταν σημαδεμένο μ’ ένα μεγάλο κόκκινο G και το ρουνικά των ξωτικών, .
Αυτό ήταν το σημάδι του Γκάνταλφ και φυσικά ο γέρος ήταν ο Γκάνταλφ ο Μάγος, που η φήμη του στο Σάιρ οφειλόταν κυρίως στη δεξιοσύνη του με τις φωτιές, τους καπνούς και τα φώτα. Η πραγματική του δουλειά ήταν πάρα πολύ πιο δύσκολη κι επικίνδυνη, αλλά οι κάτοικοι του Σάιρ δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτήν. Γι’ αυτούς, ο μάγος ήταν απλά και μόνο μια απ’ τις «ατραξιόν» του Πάρτι. Κι από κει ξεπηδούσε η χαρά των χομπι-τοπιτσιρικιών. «Γκάνταλφ ο καταπληκτικός!» φώναζαν κι ο γέρος χαμογελούσε. Τον ήξεραν εξ όψεως, αν και φανερωνόταν στο Χόμπιτον σπάνια και ποτέ δεν έμενε για πολύ, αλλά ούτε αυτά ούτε οι μεγαλύτεροι τους, εκτός απ’ τους γέρους, δεν είχαν δει τα πυροτεχνήματά του — αυτά ανήκαν στο θρυλικό παρελθόν.