Όταν ο γέροντας, με τη βοήθεια του Μπίλμπο και μερικών νάνων, τελείωσαν το ξεφόρτωμα, ο Μπίλμπο μοίρασε μερικές δεκάρες. Όμως ούτε ένα πυροτέχνημα, ούτε μια τράκα-τρούκα δεν έπεσε, προς απογοήτευση των θεατών.
— Δρόμο τώρα! είπε ο Γκάνταλφ. Θα δείτε πολλά όταν έρθει η ώρα. Έπειτα εξαφανίστηκε μέσα με τον Μπίλμπο κι η πόρτα έκλεισε. Οι χομπιτοπιτσιρίκοι μάταια κοίταζαν την πόρτα για λίγη ώρα και μετά έφυγαν, πιστεύοντας πως η μέρα του πάρτι δε θα ’ρθει ποτέ.
Μέσα στο Μπαγκ Εντ, ο Μπίλμπο κι ο Γκάνταλφ κάθονταν στ’ ανοιχτό παράθυρο σ’ ένα μικρό δωμάτιο που κοίταζε δυτικά στον κήπο. Το απομεσήμερο ήταν ειρηνικό και γεμάτο φως. Τα λουλούδια έλαμπαν κόκκινα και χρυσαφιά: σκυλάκια κι ήλιοι και καπουτσίνια σέρνονταν πάνω στους τοίχους και κρυφοκοίταζαν απ’ τα στρογγυλά παράθυρα.
— Πόσο ζωηρός φαίνεται ο κήπος σου! είπε ο Γκάνταλφ.
— Ναι, είπε ο Μπίλμπο. Πολύ τον αγαπώ, στ’ αλήθεια, κι όλο το αγαπημένο παλιό Σάιρ. Νομίζω όμως πως μου χρειάζονται διακοπές.
— Δηλαδή, θ’ ακολουθήσεις το σχέδιό σου;
— Βέβαια. Το ’χω αποφασίσει μήνες τώρα και δεν τ’ αλλάζω.
— Πολύ καλά. Δε χρειάζεται να πούμε περισσότερα. Ακολούθησε το σχέδιό σου — όλο σου το σχέδιο όμως — κι ελπίζω πως θα βγει σε καλό και για σένα και για όλους εμάς.
— Το ελπίζω. Οπωσδήποτε σκοπεύω να διασκεδάσω την Πέμπτη και να κάνω και το αστείο μου.
— Ποιος θα γελάσει άραγε; είπε ο Γκάνταλφ κουνώντας το κεφάλι του.
— Θα δούμε, είπε ο Μπίλμπο.
Την άλλη μέρα πάρα πολλά κάρα ανέβηκαν το Λόφο. Θα ακούγονταν ίσως μερικά παράπονα ότι δεν προτίμησε τους ντόπιους, αλλ’ εκείνη ακριβώς τη βδομάδα άρχισαν να ξεχύνονται απ’ το Μπαγκ Εντ παραγγελίες για κάθε είδους προμήθεια, εμπόρευμα ή πολυτέλεια που μπορούσε να βρεθεί στο Χόμπιτον, στο Νεροχώρι ή κάπου στη γύρω περιοχή. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε κι άρχισαν να σβήνουν τις μέρες απ’ το ημερολόγιο κι είχαν το νου τους στον ταχυδρόμο ελπίζοντας να λάβουν πρόσκληση.
Σύντομα οι προσκλήσεις άρχισαν να ξεχύνονται και το Ταχυδρομείο του Χόμπιτον μπλοκαρίστηκε. Το Ταχυδρομείο του Μπαιγουότερ πλημμύρισε τόσο, ώστε ζήτησαν εθελοντές ταχυδρόμους. Ένα σωρό απ’ αυτούς συνέχεια ανέβαιναν στο Λόφο μεταφέροντας ευγενικές παραλλαγές του: «Ευχαριστώ, θα έλθω οπωσδήποτε».
Μια ταμπέλα έκανε την εμφάνιση της στην εξώπορτα του Μπαγκ Εντ: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΑΣ ΣΧΕΣΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΙΝ ΤΟΥ ΠΑΡΤΙ. Ακόμα κι αυτοί που είχαν ή προσποιούνταν πως είχαν δουλειά για το πάρτι, σπάνια παίρναν άδεια για να μπουν. Ο Μπίλμπο ήταν πολύ απασχολημένος: έγραφε προσκλήσεις, τσεκάριζε απαντήσεις, περιτύλιγε τα δώρα κι έκανε και μερικές εντελώς δικές του προετοιμασίες. Απ’ τη μέρα που ήρθε ο Γκάνταλφ, είχε κρυφτεί και κανείς δεν τον έβλεπε.
Ένα πρωί οι χόμπιτ ξύπνησαν και βρήκαν πως το μεγάλο χωράφι, που ήταν στα νότια της μπροστινής πόρτας του Μπίλμπο, είχε σκεπαστεί με σκοινιά και κοντάρια για τέντες κι αντίσκηνα. Είχαν ανοίξει μια ξεχωριστή είσοδο στην πλευρά προς το δρόμο κι είχαν φτιάξει φαρδιά σκαλοπάτια και μια μεγάλη άσπρη εξώπορτα. Οι τρεις χομπιτο-οικογένειες του Μπάγκσοτ Ρόου δίπλα στο χωράφι, παρακολουθούσαν τα πάντα μ’ ενδιαφέρον κι όλοι τις ζήλευαν. Ο γερο-Γκάμγκη έπαψε ακόμα και να κάνει πως δουλεύει στον κήπο του.
Άρχισαν να στήνονται οι τέντες. Υπήρχε ένα ιδιαίτερα μεγάλο αντίσκηνο, τόσο μεγάλο, που, ένα δέντρο που φύτρωνε στο χωράφι, έβγαινε από μέσα του και στεκόταν περήφανο κοντά στη μια άκρη, στην κορφή του τραπεζιού των επίσημων. Σ’ όλα τα κλαδιά κρεμάστηκαν λάμπες. Εκείνο όμως που υποσχόταν τα πιο πολλά (κατά τη γνώμη των χόμπιτ) ήταν μια τεράστια υπαίθρια κουζίνα, που στήθηκε στη βορινή γωνιά του χωραφιού. Σωρός μάγειροι από κάθε πανδοχείο κι εστιατόριο μίλια γύρω, έφτασαν και συμπλήρωσαν τους νάνους και τους άλλους περίεργους ξένους που έμεναν στο Μπαγκ Εντ. Η έξαψη είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της.
Τότε, την Τετάρτη, την παραμονή του Πάρτι, ο καιρός συννέφιασε. Η ανησυχία ήταν μεγάλη. Και επιτέλους! Η Πέμπτη, 22 του Σεπτέμβρη, ξημέρωσε. Ο ήλιος ανάτειλε, τα σύννεφα εξαφανίστηκαν, οι σημαίες υψώθηκαν και το πανηγύρι άρχισε.
Ο Μπίλμπο Μπάγκινς το είχε βαφτίσει πάρτι, στ’ αλήθεια όμως ήταν μια ποικιλία από διασκεδάσεις, που ήταν όλες συγκεντρωμένες μαζί. Γιατί όλοι όσοι ζούσαν κοντά ήταν καλεσμένοι. Πολύ λίγοι, κατά λάθος, δεν πήραν πρόσκληση, αλλά μιας κι όλοι ήρθαν δεν πείραξε. Προσκλήθηκε ακόμα πολύς κόσμος από άλλα μέρη του Σάιρ και μερικοί πέρα από τα σύνορα επίσης. Ο Μπίλμπο καλωσόριζε ο ίδιος προσωπικά τους καλεσμένους (και τους αυτοπρόσκλητους) στην καινούρια εξώπορτα. Έδινε δώρα σ’ όλους. Ήταν και μερικοί μάλιστα που ξανάβγαιναν από πίσω και ξα-ναέρχονταν πάλι από εμπρός. Οι χόμπιτ μοιράζουν δώρα στα γενέθλιά τους. Όχι πολύ ακριβά κατά κανόνα ούτε και τόσο απλόχερα όπως τώρα, αλλά δεν ήταν και κακό τούτο το σύστημα. Πραγματικά στο Χόμπιτον και στο Μπαϊγουότερ κάθε μέρα του χρόνου ήταν και τα γενέθλια κάποιου, έτσι κάθε χόμπιτ σ’ αυτά τα μέρη είχε την πιθανότητα να λαβαίνει τουλάχιστον ένα δώρο μια φορά τη βδομάδα. Ποτέ όμως δεν τα βαριόντουσαν.