Αυτή τη φορά όμως τα δώρα ήταν ασυνήθιστα καλά. Τα χομπιτο-πιτσιρίκια τόσο πολύ ξεχάστηκαν, που για λίγο σχεδόν λησμόνησαν το φαΐ. Υπήρχαν παιγνίδια, που όμοιά τους δεν είχαν ξαναδεί. Όλα ήταν όμορφα και μερικά, φως φανάρι, μαγικά. Πραγματικά μερικά απ’ αυτά είχαν παραγγελθεί ένα χρόνο μπροστά κι είχαν έρθει όλο το δρόμο απ’ το Βουνό και απ’ την Πόλη της Κοιλάδας και ήταν αληθινά φτιαγμένα από νάνους.
Όταν όλοι οι ξένοι είχαν καλωσοριστεί και είχαν τέλος περάσει την εξώπορτα, άρχισαν τραγούδια, χοροί, μουσική, παιγνίδια και, φυσικά, φαγητό και πιοτό. Υπήρχαν τρία επίσημα γεύματα: μεσημεριανό, τσάι και δείπνο (ή γεύμα). Αλλά το μεσημεριανό και το τσάι ξεχώριζαν κυρίως απ’ το ότι εκείνη την ώρα όλοι οι καλεσμένοι ήταν καθισμένοι κι έτρωγαν μαζί. Την υπόλοιπη ώρα απλώς ήταν ένα σωρό κόσμος, που έτρωγαν κι έπιναν συνέχεια απ’ τις έντεκα ως τις εξήμισι, που άρχισαν τα πυροτεχνήματα.
Τα πυροτεχνήματα ήταν του Γκάνταλφ: κι όχι μόνο τα έφερε αυτός, αλλά και τα σχεδίασε ο ίδιος· και τα ειδικά εφέ, σετ και πτήσεις από ρουκέτες τα ξεκινούσε αυτός. Υπήρχε όμως και απλόχερη μοιρασιά από βεγγαλικά, φωτοβολίδες, τρακατρούκες, δαυλούς, φανούς νάνων, ξωτικο-σι-ντριβάνια, καλικαντζαροφάναρα και βαρελότα.
Όλα ήταν καταπληκτικά. Όσο γερνούσε ο Γκάνταλφ τόσο καλυτέρευε η τέχνη του.
Ήταν κάτι ρουκέτες που έμοιαζαν σπινθηροβόλα πουλιά που πετούσαν και κελαηδούσαν με γλυκιές φωνές. Πράσινα δέντρα με κορμούς από μαύρο καπνό: τα φύλλα τους άνοιγαν λες κι όλη η άνοιξη ξεδιπλωνόταν σ’ ένα λεπτό και τα λαμπερά κλαδιά τους έριχναν φωτεινά λουλούδια πάνω στους έκπληκτους χόμπιτ κι εξαφανίζονταν με μια γλυκιά μυρωδιά πριν αγγίξουν τα πρόσωπά τους, που κοίταζαν προς τα πάνω. Μερικά πυποτεχνήματα ήταν σαν σιντριβάνια από πεταλούδες, που πετούσαν λαμπυρίζοντας στα δέντρα· άλλα ήταν σαν στήλες από χρωματιστές φωτιές, που υψώνονταν και άλλαζαν και γίνονταν αετοί ή πλοία που ταξιδεύουν ή κοπάδια από κύκνους που πετούν. Είχε και μια κόκκινη καταιγίδα και μια μπόρα με κίτρινη βροχή· ένα δάσος από ασημένια δόρατα που πετάγονταν ξαφνικά στον αέρα με μια κραυγή, σαν στρατός στη μάχη, κι έπεφταν πάλι στο Νερό μ’ ένα τσίριγμα σαν εκατό καυτά φίδια. Τέλος είχε και μια τελευταία έκπληξη, προς τιμήν του Μπίλμπο, που ξάφνιασε πολύ τους χόμπιτ, ήπιος ήταν και η πρόθεση του Γκάνταλφ. Τα φώτα έσβησαν· απλώθηκε πολύς καπνός. Μαζεύτηκε κι έγινε σαν βουνό που φαίνεται από μακριά και η κορφή του άρχισε να φεγγοβολάει. Ξεπετάχτηκαν πράσινες και πορφυρένιες φλόγες. Βγήκε πετώντας ένας χρυσοκόκκινος δράκος — όχι βέβαια σε φυσικό μέγεθος, όμως φοβερά ζωντανός: φωτιά έβγαινε απ’ τα σαγόνια του, τα μάτια του άστραφταν· ακούστηκε ένας βρυχηθμός και βούιξε τρεις φορές πάνω απ’ τα κεφάλια του κόσμου. Όλοι τραβήχτηκαν και πολλοί έπεσαν μπρούμυτα. Ο δράκος πέρασε σαν τρένο εξπρές, έκανε μια τούμπα κι έσκασε πάνω απ’ το Νεροχώρι με μια έκρηξη που σε ξεκούφαινε. — Αυτό είναι το σήμα για το δείπνο! είπε ο Μπίλμπο.
Ο πόνος κι ο τρόμος χάθηκαν αμέσως και οι πεσμένοι κάτω χόμπιτ πήδηξαν ορθοί, Ένα υπέροχο δείπνο ήταν έτοιμο για όλους: δηλαδή για όλους εκτός απ’ εκείνους που ήταν καλεσμένοι στο ξεχωριστό οικογενειακό τραπέζι. Αυτό έγινε στο μεγάλο αντίσκηνο με το δέντρο. Οι προσκλήσεις ήταν περιορισμένες στις δώδεκα δωδεκάδες (ένας αριθμός που οι χόμπιτ τον έλεγαν ένα Γκρόσο, αν κι η λέξη πιστευόταν πως δεν ήταν κατάλληλη όταν εννοούσες ανθρώπους) και οι καλεσμένοι ήταν διαλεγμένοι απ’ όλες τις οικογένειες που ο Μπίλμπο κι ο Φρόντο συγγένευαν, προσθέτοντας και μερικούς ξεχωριστούς φίλους που δεν ήταν συγγενείς (όπως ο Γκάνταλφ). Ανάμεσά τους ήταν και πολλοί νεαροί χόμπιτ, με την άδεια των γονιών τους· γιατί οι χόμπιτ είναι μαλακοί με τα παιδιά τους στο θέμα του να κάθονται αργά, ιδίως όταν δινόταν η ευκαιρία να έχουν ένα γεύμα δωρεάν. Γιατί για ν’ αναθρέψεις μικρούς χόμπιτ χρειαζόταν ένα σωρό φαΐ.