Выбрать главу

Δεν θα σας κρατήσω πολύ, φώναξε. Όλη η συντροφιά φώναξε «ζήτω». Σας προσκάλεσα όλους εδώ μαζί μ’ ένα Σκοπό.

Κάτι στον τρόπο που το είπε αυτό έκανε εντύπωση. Σχεδόν έγινε ησυχία κι ένας δυο Τουκ τέντωσαν τ’ αυτιά τους.

Στ’ αλήθεια σας κάλεσα για τρεις Σκοπούς! Πρώτα πρώτα για να σας πω ότι σας συμπαθώ όλους πάρα πολύ κι ότι εκατον έντεκα χρόνια είναι πάρα πολύ λίγα για να ζήσει κανείς ανάμεσα σε τέτοιους εξαιρετικούς και θαυμάσιους χόμπιτ.

Τρομακτικό ξέσπασμα ικανοποίησης.

Δεν ξέρω ούτε τους μισούς από σας, ούτε το μισό απ’ όσο θα ’θελα· κι αγαπώ λιγότερο απ’ τους μισούς από σας το μισό απ’ όσο αξίζετε.

Αυτό ήταν κάπως απρόσμενο και μάλλον δύσκολο. Ακούστηκαν μερικά σκόρπια χειροκροτήματα, αλλά οι πιο πολλοί προσπαθούσαν να το καταλάβουν και να δουν αν ήταν κομπλιμέντο.

Κατά δεύτερο λόγο, για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου. Πάλι ζητωκραυγές. Καλύτερα θα ’πρεπε να πω: τα γενέθλιά ΜΑΣ. Γιατί, βέβαια, είναι και τα γενέθλια του ανεψιού και κληρονόμου μου, του Φρόντο. Σήμερα ενηλικιώνεται και αποκτά την Κληρονομιά του.

Μερικά απρόθυμα χειροκροτήματα απ’ τους μεγαλύτερους και μερικές δυνατές κραυγές «Φρόντο! Φρόντο! Καλέ γερο-Φρόντο», απ’ τους νεότερους. Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς συνοφρυώθηκαν κι αναρωτήθηκαν τι σήμαινε το «αποκτά την κληρονομιά του».

Μαζί κι οι δυο κάνουμε τα εκατόν σαράντα τέσσερα. Ο αριθμός σας διαλέχτηκε για ν’ αποτελεί αυτό το αξιοπρόσεχτο άθροισμα: Ένα Γκρόσο, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη φράση.

Καμιά ζητωκραυγή. Αυτό ήταν γελοίο. Πολλοί καλεσμένοι και ιδιαίτερα οι Σάκβιλ-Μπάγκινς είχαν προσβληθεί κι ένιωθαν σίγουρα πως τους κάλεσαν μόνο και μόνο για να κλείσει ο απαιτούμενος αριθμός, σαν τα είδη σ’ ένα πακέτο. «Ένα Γκρόσο, μα την αλήθεια! Τι λαϊκή έκφραση!».

Είναι επίσης, αν μου επιτρέπεται ν’ αναφερθώ σε παλιές ιστορίες, η επέτειος της άφιξης μου μ’ ένα βαρέλι στο Έσγκαροθ στη Μακριά Λίμνη — αν και σ’ εκείνη την περίπτωση είχα ξεχάσει πως ήταν τα γενέθλιά μου. Τότε ήμουν μόνο πενήντα ένα και τα γενέθλιά μου δε μου φαίνονταν τόσο σπουδαία. Το συμπόσιο όμως ήταν θαυμάσιο, αν και είχα αρπάξει ένα γερό κρυολόγημα, θυμάμαι και μπορούσα μόνο να πω: «Θαθ ευχαριθτώ πολύ». Τώρα το ξαναλέω πιο σωστά: «Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε στο μικρό μου το πάρτι».

Πεισμωμένη σιωπή. Όλοι φοβόντουσαν πως κάποιο τραγούδι ή ποίημα απειλούσε ν’ ακολουθήσει τώρα. Είχαν αρχίσει να βαριούνται. Γιατί δε σταματούσε να μιλάει και να τους αφήσει να πιουν στην υγειά του; Ο Μπίλμπο όμως ούτε τραγούδησε ούτε απάγγειλε. Σταμάτησε για μια στιγμή.

Τρίτο και τελευταίο, είπε, θέλω να κάνω μια ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Είπε την τελευταία λέξη τόσο δυνατά και ξαφνικά, που όλοι όσοι ακόμα μπορούσαν ανακάθισαν. Λυπάμαι ν’ ανακοινώσω ότι — αν και καθώς είπα, εκατόν έντεκα χρόνια παρά είναι λίγος χρόνος για να ζήσω ανάμεσά σας — αυτό είναι το ΤΕΛΟΣ. Φεύγω. Σας αφήνω. ΤΩΡΑ ΑΝΤΙΟ!

Κατέβηκε κάτω κι εξαφανίστηκε. Έγινε μια εκτυφλωτική αστραπή και οι καλεσμένοι όλοι έκλεισαν τα μάτια τους. Όταν τ’ άνοιξαν ο Μπίλμπο δε φαινόταν πουθενά. Εκατόν σαράντα τέσσερις κατάπληκτοι χόμπιτ κάθισαν με κομμένη τη φωνή. Ο γερο-Όντο ο Μεγαλοπόδαρος κατέβασε τα πόδια του κάτω απ’ το τραπέζι και τα χτύπησε κάτω. Έπειτα έγινε νεκρική σιωπή μέχρι που ξαφνικά, έπειτα από αρκετές “βαθιές ανάσες, κάθε Μπάγκινς, Μπόφιν, Τουκ, Μπράντιμπακ, Μπόλγκερ, Σκαλιστής, Στρογγυλοπρόσωπος, Τρυπωτής, Ζωστός, Ασβόσπιτος, Καλόψυχος, Σαλπιστής και Μεγαλοπόδαρος άρχισαν να μιλούν μαζί.

Γενικά συμφώνησαν ότι το αστείο ήταν πολύ κακόγουστο, και χρειάστηκε κι άλλο φαΐ και πιοτό για να γιατρευτούν οι ξένοι απ’ το σοκ και την ενόχληση. «Είναι τρελός. Εγώ πάντα το ’λεγα», ήταν το πιο πιθανό και πιο συνηθισμένο σχόλιο. Ακόμα και οι Τουκ (μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις) θεώρησαν πως η διαγωγή του Μπίλμπο ήταν εξωφρενική. Για την ώρα οι πιο πολλοί πίστευαν πως η εξαφάνιση του δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ένα γελοίο αστείο.

Ο γερο-Ρόρι Μπράντιμπακ όμως δεν ήταν τόσο βέβαιος. Ούτε τα γερατειά του ούτε το λουκούλλειο γεύμα τού είχαν θολώσει το μυαλό κι είπε στη νύφη του την Εσμεράλδα:

— Υπάρχει κάτι που δε μ’ αρέσει εδώ, αγαπητή μου! Πιστεύω πως ο τρελο-Μπάγκινς πήρε τους δρόμους πάλι. Το γερο-ανόητο! Αλλά εγώ γιατί να στενοχωριέμαι; Τα φαγητά δεν τα πήρε μαζί του.

Φώναξε δυνατά στο Φρόντο να στείλει κρασί πάλι προς τα κει.

Ο Φρόντο ήταν ο μόνος απ’ τους παρόντες που δεν είχε πει τίποτα. Για κάμποση ώρα είχε καθίσει αμίλητος δίπλα στην άδεια καρέκλα του Μπίλμπο κι είχε αγνοήσει όλα τα σχόλια και τις ερωτήσεις. Φυσικά το διασκέδαζε το αστείο αν και το ’ξερε από πριν. Δύσκολα τα κατάφερε να μη γελάσει βλέποντας την αγανακτισμένη έκπληξη των καλεσμένων. Αλλά ταυτόχρονα, βαθιά μέσα του, ήταν ανήσυχος: διαπίστωσε ξαφνικά πως αγαπούσε πολύ το γφο-χόμπιτ. Οι περισσότεροι καλεσμένοι συνέχισαν το φαΐ και το πιοτό και τη συζήτηση για τις παραξενιές του Μπίλμπο Μπάγκινς, παλιές και τωρινές. Αλλά οι Σάκβιλ-Μπάγκινς είχαν φύγει καταθυμωμένοι. Ο Φρόντο δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί άλλο με το πάρτι. Παράγγειλε να σερβίρουν κι άλλο κρασί· μετά άδειασε το ποτήρι του σιωπηλά στην υγειά τού Μπίλμπο και γλίστρησε έξω απ’ το αντίσκηνο.