Όσο για εσωτερική έννοια ή «μήνυμα», σύμφωνα με την πρόθεση του συγγραφέα, δεν έχει καμία. Δεν είναι ούτε αλληγορικό ούτε τοπικό. Όπως μεγάλωνε η ιστορία, έβγαλε ρίζες (στο παρελθόν) και ξεπέταξε κι απρόσμενα κλαδιά. Το κυρίως θέμα της, όμως, ήταν εντοπισμένο απ’ την αρχή με την αναπόφευκτη εκλογή του Δαχτυλιδιού σαν το σύνδεσμο ανάμεσα σ’ αυτήν και στο Χόμπιτ. Το αποφασιστικό κεφάλαιο, «Η σκιά των Περασμένων» είναι ένα απ’ τα παλιότερα μέρη της ιστορίας. Ήταν γραμμένο πριν να φανεί η πρώτη σκιά του 1939, μια απειλή αναπόφευκτης καταστροφής και, από εκείνο το σημείο, η ιστορία θα είχε εξελιχτεί στις ίδιες βασικά γραμμές, ακόμη κι αν εκείνη η καταστροφή δεν είχε γίνει. Οι πηγές της βρίσκονταν από πολύ πριν μες στο μυαλό μου και, σε μερικές περιπτώσεις, ήταν κιόλας γραμμένες και πολύ λίγο, σχεδόν τίποτα δεν άλλαζε εξαιτίας του πολέμου, ή των αποτελεσμάτων του, που άρχισε το 1939.
Ο πραγματικός πόλεμος δε μοιάζει με το θρυλικό πόλεμο ούτε στην πορεία ούτε στην κατάληξή του. Και αν έδινε έμπνευση ή κατεύθυνση στην εξέλιξη του μύθου, τότε σίγουρα θα το είχαν πάρει το Δαχτυλίδι και θα το είχαν χρησιμοποιήσει εναντίον του Σόρον· αυτός δε θα είχε εξοντωθεί παρά θα είχε σκλαβωθεί και το Μπαράντ-Ντουρ δε θα είχε καταστραφεί παρά θα είχε καταληφθεί. Ο Σάρουμαν, αφού δεν τα κατάφερε να πάρει το Δαχτυλίδι, μες στην αναμπουμπούλα και στις προδοσίες της εποχής εκείνης, θα είχε βρει στη Μόρντορ τους κρίκους που έλειπαν στις έρευνές του γύρω από τα Δαχτυλίδια και γρήγορα θα είχε κατασκευάσει ένα δικό του Μεγάλο Δαχτυλίδι, με το οποίο να προκαλέσει τον αυτοαποκαλούμενο Κυβερνήτη της Μέσης-Γης. Σε μια τέτοια διαμάχη και οι δυο πλευρές θα μισούσαν και θα περιφρονούσαν τους Χόμπιτ: αυτοί δε θα είχαν επιζήσει για πολύ καιρό ούτε και σαν σκλάβοι.
Θα μπορούσα να επινοήσω κι άλλες ανακατατάξεις σύμφωνα με τα γούστα ή τις απόψεις εκείνων, που τους αρέσουν οι αλληγορίες ή οι ντόπιες αναφορές. Αλλά από μέσα απ’ την καρδιά μου απεχθάνομαι την αλληγορία σ’ όλες τις μορφές και πάντοτε την απεχθανόμουν από τότε που μεγάλωσα κι έγινα αρκετά προσεκτικός ώστε να ανακαλύπτω την παρουσία της. Εγώ προτιμώ πολύ περισσότερο την ιστορία, αληθινή ή ψεύτικη, με την ποικίλη δυνατότητα εφαρμογής της στη σκέψη και στην εμπειρία των αναγνωστών. Νομίζω πως πολλοί μπερδεύουν τη δυνατότητα εφαρμογής με την «αλληγορία»· αλλά η μια βρίσκεται στην ελευθερία του αναγνώστη κι η άλλη στην εσκεμμένη κυριαρχία του συγγραφέα.
Ένας συγγραφέας, βέβαια, δεν μπορεί να μείνει εντελώς ανεπηρέαστος από τις δικές του εμπειρίες, αλλά οι τρόποι, που ο πυρήνας μιας ιστορίας χρησιμοποιεί το έδαφος της εμπειρίας, είναι πολύ σύνθετοι και οι προσπάθειες να προσδιοριστεί η διαδικασία είναι, το πολύ πολύ, υποθέσεις από ενδείξεις που είναι ανεπαρκείς και διφορούμενες. Είναι επίσης λανθασμένο, αν και από τη φύση του ελκυστικό, όταν οι ζωές του συγγραφέα κι ενός κριτικού έχουν συμπέσει ως ένα σημείο, να υποθέσει κανείς πως οι κατευθύνσεις της σκέψης ή τα γεγονότα των καιρών, κοινά και για τους δύο, υπήρξαν κατ’ ανάγκη και οι πιο δυνατές επιρροές. Βέβαια θα πρέπει κανείς να βρεθεί προσωπικά κάτω απ’ τη σκιά του πολέμου για να νιώσει πέρα ως πέρα την καταπίεσή του· μα, όπως τα χρόνια περνούν, τώρα φαίνεται συχνά νά ξεχνούν πως το να σε βρει το 1914, στα νιάτα σου, δεν ήταν λιγότερο απαίσια εμπειρία από το να βρεθείς μπλεγμένος το 1939 και τα χρόνια που το ακολούθησαν. Ή, για να πάρω κάτι λιγότερο λυπητερό: μερικοί έκαναν την υπόθεση πως «Το ξεκαθάρισμα του Σάιρ» καθρεφτίζει την κατάσταση στην Αγγλία τον καιρό που τελείωνα την ιστορία μου. Αλλά δεν είναι έτσι. Αυτό είναι ουσιαστικό μέρος της πλοκής, που το είχα προβλέψει απ’ την αρχή, αν και στο τέλος το τροποποίησα με το χαρακτήρα του Σάρουμαν στην ιστορία χωρίς, τονίζω, αλληγορική σημασία ή σύγχρονη πολιτική αναφορά γενικά. Έχει βέβαια βάση στην εμπειρία, αν και πολύ μικρή (γιατί η οικονομική κατάσταση ήταν πέρα για πέρα διαφορετική) και πολύ πιο πίσω στο παρελθόν. Η χώρα που είχα ζήσει τα παιδικά μου χρόνια καταστρεφόταν με μικροπρέπεια πριν γίνω δέκα χρονών, μέρες που τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια αντικείμενα (εγώ δεν είχα δει κανένα) και οι άνθρωποι έφτιαχναν ακόμη σιδηροδρόμους στα προάστια. Τώρα τελευταία είδα σε μια φωτογραφία εφημερίδας το κατάντημα του μόλου που κάποτε ευημερούσε δίπλα στη λιμνούλα του και που, ένα καιρό, μου φαινόταν τόσο σπουδαίος. Ποτέ δε μου άρεσε η φάτσα του νέου μυλωνά, μα ο πατέρας του, ο γερο-μυλωνάς, είχε μια μαύρη γενειάδα και δεν τον έλεγαν Σάντιμαν.