Όσο για τον Μπίλμπο Μπάγκινς, την ώρα που έβγαζε το λόγο του, ψηλαφούσε το χρυσό δαχτυλίδι στην τσέπη του: το μαγικό του δαχτυλίδι που το ’χε κρατήσει κρυφό τόσα χρόνια. Όπως κατέβαινε, το πέρασε στο δάχτυλό του κι από τότε κανείς χόμπιτ δεν τον ξανάδε στο Χόμπιτον.
Προχώρησε ζωηρά πίσω στην τρύπα του και στάθηκε για μια στιγμή, ακούγοντας μ’ ένα χαμόγελο την οχλοβοή στο αντίσκηνο και τους θορύβους απ’ τη διασκέδαση σ’ άλλα μέρη του χωραφιού. Μετά μπήκε μέσα. Έβγαλε τα καλά του ρούχα, δίπλωσε και τύλιξε σε χαρτί το κεντημένο μεταξωτό του γιλέκο και το φύλαξε. Μετά φόρεσε γρήγορα κάτι παλιά κι ακατάστατα ρούχα και ζώστηκε μια φθαρμένη πέτσινη ζώνη. Απ’ αυτήν κρεμόταν ένα κοντό σπαθί μέσα σε μια ταλαιπωρημένη δερμάτινη θήκη. Από ένα κλειδωμένο συρτάρι, που μύριζε ναφθαλίνη, έβγαλε ένα παλιό μανδύα και μια κουκούλα. Ήταν κλειδωμένα, λες κι ήταν πολύ πολύτιμα, αλλά ήταν τόσο μπαλωμένα και λεκιασμένα απ’ τον καιρό, που το αρχικό τους χρώμα μόλις και μετά βίας το μάντευες: ίσως να ήταν σκούρο πράσινο. Του έπεφταν μάλλον μεγάλα. Μετά πήγε στο γραφείο του και μέσα από ένα μεγάλο χρηματοκιβώτιο έβγαλε έναν μπόγο τυλιγμένο με παλιά ρούχα κι ένα δερματόδετο χειρόγραφο κι ακόμα ένα μεγάλο φουσκωμένο φάκελο. Το βιβλίο και τον μπόγο τα ζούληξε πάνω πάνω σε μια βαριά βαλίτσα που ήταν εκεί σχεδόν γεμάτη. Μέσα στο φάκελο έβαλε το χρυσό δαχτυλίδι και τη λεπτή του αλυσίδα και μετά τον σφράγισε κι έγραψε απ’ έξω το όνομα του Φρόντο. Στην αρχή τον έβαλε πάνω απ’ το τζάκι. Ξαφνικά όμως τον πήρε και τον έχωσε στην τσέπη του. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη άνοιξε η πόρτα κι ο Γκάνταλφ μπήκε γρήγορα μέσα.
— Γεια σου! είπε ο Μπίλμπο. Αναρωτιόμουν αν θα ’ρχόσουν.
— Χαίρομαι που σε βρίσκω ορατό, απάντησε ο μάγος και κάθισε σε μια καρέκλα. Ήθελα να σε προλάβω και να σου πω δυο τελευταία λόγια. Φαντάζομαι πως θα νομίζεις πως όλα έγιναν καταπληκτικά και σύμφωνα με το σχέδιο;
— Και βέβαια, είπε ο Μπίλμπο. Αν κι εκείνη η αστραπή ήταν ουρανοκατέβατη: αφού ξάφνιασε κι εμένα, βάλε τι έγινε με τους άλλους! Αυτήν την πρόσθεσες από μόνος σου, φαντάζομαι;
— Βέβαια. Πολύ σοφά κράτησες αυτό το δαχτυλίδι κρυφό όλ’ αυτά τα χρόνια και μου φάνηκε απαραίτητο να δώσω στους καλεσμένους σου κάτι άλλο που να φαίνεται πως εξηγεί την ξαφνική σου εξαφάνιση.
— Και μου χάλασες το αστείο. Είσαι ένας γερο-περίεργος που ανακατεύεται παντού, γέλασε ο Μπίλμπο, αλλά φαντάζομαι πως εσύ ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο όπως συνήθως.
— Το ξέρω — όταν ξέρω κάτι. Όμως δε νιώθω και πολύ σίγουρος σ’ όλη αυτή την υπόθεση. Τώρα έχει φτάσει στο τελικό της σημείο. Το ’κανες το αστείο σου και τρόμαξες ή πρόσβαλες τους πιο πολλούς απ’ τους συγγενείς σου κι έδωσες σ’ όλο το Σάιρ κάτι για να μιλάνε εννιά μέρες ή μάλλον ενεννήντα εννιά. Θα προχωρήσεις και παρακάτω;
— Ναι, μα φυσικά. Νιώθω πως μου χρειάζονται διακοπές, διακοπές διαρκείας, όπως σου ξανάχω πει. Είναι πιθανό να κάνω διακοπές μόνιμες: δεν πιστεύω πως θα γυρίσω πίσω. Στ’ αλήθεια, δεν το σκοπεύω και γι’ αυτό έχω κάνει όλες μου τις προετοιμασίες.
»Είμαι γέρος, Γκάνταλφ. Δε μου φαίνεται, αλλά αρχίζω να το νιώθω βαθιά μες στην καρδιά μου. Καλοδιατηρημένος αλήθεια! ξεφύσηξε. Κι όμως νιώθω ολόκληρος ξελεπτυσμένος, κάπως σαν τεντωμένος, αν με καταλαβαίνεις τι θέλω να πω: σαν το βούτυρο που το ’χουν απλώσει σε πάρα πολύ ψωμί. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να είναι φυσιολογική. Μου χρειάζεται μια αλλαγή ή κάτι τέλος πάντων.
Ο Γκάνταλφ τον κοίταξε περίεργα και προσεκτικά.
— Όχι, δε φαίνεται φυσιολογική, είπε σκεφτικά. Όχι, τελικά πιστεύω πως το σχέδιό σου πιθανώς να είναι το καλύτερο.
— Λοιπόν, το ’χω αποφασίσει, οπωσδήποτε. Θέλω να ξαναδώ βουνά, Γκάνταλφ, βουνά και μετά να βρω κάποιο μέρος για να ξεκουραστώ. Με ειρήνη και ησυχία, χωρίς ένα σωρό συγγενείς να χώνουν τη μύτη τους παντού, κι ένα σωρό αναθεματισμένους ξένους να κρέμονται στο κουδούνι.
Ισως να μπορέσω να βρω κάποιο μέρος για να τελειώσω το βιβλίο μου. Έχω σκεφτεί κι έναν ωραίο τρόπο να το κλείσω: Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτός καλύτερα, ώσπου τέλειωσαν οι μέρες του. Ο Γκάνταλφ γέλασε.