Выбрать главу

— Το ελπίζω, αλλά κανείς δε θα διαβάσει το βιβλίο, όπως κι αν τελειώνει.

— Ω! μα δεν αποκλείεται να το διαβάσουν στο μέλλον. Ο Φρόντο έχει κιόλας διαβάσει κάμποσο, ως εκεί που το ’χω φτάσει. Θα ’χεις το νου σου και στο Φρόντο, έτσι;

— Ναι, θα τον έχω — κι ακόμα πιο πολύ, όσο πιο συχνά μπορώ.

— Θα ’ρχόταν μαζί μου, φυσικά, αν του το ζητούσα. Μου το πρότεινε κι ο ίδιος μια φορά, λίγο πριν το πάρτι. Στ’ αλήθεια όμως δε θέλει, όχι ακόμα. Θέλω να δω τις ερημιές ξανά πριν πεθάνω και τα βουνά· αυτός όμως αγαπάει ακόμα το Σάιρ, με τα δάση του και τα χωράφια και τα μικρά ποτάμια του. Θα είναι βολεμένος εδώ. Ό,τι έχω του το αφήνω εκτός, βέβαια, από κάτι μικροπράγματα. Ελπίζω πως θα είναι ευτυχισμένος, όταν συνηθίσει να είναι μόνος του. Καιρός είναι να γίνει ανεξάρτητος πια.

— Ό,τι έχεις; είπε ο Γκάνταλφ. Και το δαχτυλίδι; Θυμάσαι, το συμφώνησες κι αυτό!

— Λοιπόν, εε, ναι, έτσι φαντάζομαι, κόμπιασε ο Μπίλμπο.

— Πού είναι;

— Σ’ ένα φάκελο, σαν θέλεις να ξέρεις, είπε ο Μπίλμπο ανυπόμονα. Εκεί πάνω απ’ το τζάκι. Α! Όχι! Εδώ είναι στην τσέπη μου!

Δίστασε.

«Δεν είναι περίεργο αυτό τώρα; ψιθύρισε μόνος του. Αλλά, ναι, γιατί όχι; Γιατί να μη μείνει εκεί;»

Ο Γκάνταλφ κοίταξε πάλι τον Μπίλμπο πολύ αυστηρά κι είχαν μια λάμψη τα μάτια του.

— Νομίζω, είπε ήσυχα, πως εγώ θα τ’ άφηνα πίσω. Δε θέλεις;

— Και ναι, και όχι. Τώρα που φτάσαμε εδώ, δε μ’ αρέσει να το αποχωριστώ καθόλου, πρέπει να σου το πω. Και δε βλέπω γιατί στ’ αλήθεια θα πρέπει να το κάνω. Γιατί θέλεις να το κάνω; ρώτησε και μια παράξενη αλλαγή έγινε στη φωνή του — έγινε βίαιη, γεμάτη υποψία κι ενόχληση. Συνέχεια με σκοτίζεις με το δαχτυλίδι μου, ενώ ποτέ δε μ’ ενόχλησες με τ’ άλλα πράγματα που απόχτησα στο ταξίδι μου.

— Όχι, αλλά έπρεπε να σε σκοτίσω, είπε ο Γκάνταλφ. Ήθελα την αλήθεια. Ήταν σημαντικό αυτό. Τα μαγικά δαχτυλίδια είναι — να, είναι μαγικά κι είναι σπάνια και παράξενα. Μπορείς να πεις πως το ενδιαφέρον μου για το δαχτυλίδι σου ήταν επαγγελματικό· κι ακόμα είναι. Θα ’θελα να ξέρω πού βρίσκεται, αν αρχίσεις πάλι να τριγυρνάς. Κι έπειτα εσύ το κράτησες αρκετά. Δε θα σου χρειαστεί πια, Μπίλμπο, εκτός και κάνω μεγάλο λάθος. Ο Μπίλμπο αναψοκοκκίνισε κι ένα θυμωμένο φως φάνηκε στα μάτια του. Το καλόγνωμό του πρόσωπο σκλήρυνε.

— Γιατί όχι, φώναξε. Κι εδώ που τα λέμε, τι θέλεις κι ανακατεύεσαι να μάθεις τι κάνω τα δικά μου τα πράγματα; Είναι καταδικό μου. Εγώ το βρήκα. Αυτό ήρθε σε μένα.

— Ναι, ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν υπάρχει λόγος να θυμώνεις.

— Εσύ φταις αν θυμώνω, είπε ο Μπίλμπο, Είναι δικό μου, σου λέω. Καταδικό μου. Το πολύτιμό μου. Ναι, το πολύτιμό μου.

Το πρόσωπο του μάγου έμεινε σοβαρό και γεμάτο προσοχή και μόνο ένα τρεμόσβημα στα μάτια του βαθιά, έδειχνε πως είχε ξαφνιαστεί και ήταν στ’ αλήθεια τρομαγμένος.

— Κι άλλοι το ’παν έτσι, είπε, όχι όμως κι εσύ.

— Το λέω τώρα. Και γιατί όχι; Ακόμα και το Γκόλουμ το ’πε έτσι κάποτε. Τώρα δεν είναι δικό του, μα δικό μου. Και θα το κρατήσω, σου λέω.

Ο Γκάνταλφ σηκώθηκε όρθιος και μίλησε αυστηρά.

— Θα είσαι πολύ ανόητος αν το κρατήσεις, Μπίλμπο, είπε. Αυτό φαίνεται όλο και πιο καθαρά με κάθε λέξη που λες. Παραέχει δύναμη επάνω σου. Άφησέ το! Και τότε μπορείς να φύγεις και να είσαι ελεύθερος.

— Θα κάνω ό,τι αποφασίσω Και θα φύγω όποτε μ’ αρέσει, είπε πεισματάρικα ο Μπίλμπο.

— Έλα τώρα, καλέ μου χόμπιτ! είπε ο Γκάνταλφ. Σ’ όλη την πολύχρονη ζωή σου ήμαστε φίλοι και κάτι μου χρωστάς κι εμένα. Έλα! Κάνε όπως υποσχέθηκες: άφησέ το!

— Ορίστε, ώστε θέλεις το δαχτυλίδι για λόγου σου, πες το λοιπόν! φώναξε ο Μπίλμπο. Δε θα το πάρεις όμως. Δε θ’ αφήσω το πολύτιμό μου, σου το λέω. Το χέρι του πήγε στη λαβή του μικρού σπαθιού του. Τα μάτια του Γκάνταλφ άστραψαν.

— Σε λίγο θα ’ρθει η σειρά μου να θυμώσω, είπε. Και τότε θα δεις τον Γκάνταλφ τον Γκρίζο χωρίς το μανδύα του. Έκανε ένα βήμα μπροστά προς το μέρος του χόμπιτ και φάνηκε να ψηλώνει και να γίνεται απειλητικός- η σκιά του γέμισε το δωματιάκι.

Ο Μπίλμπο πισωπάτησε στον τοίχο. Ανάσαινε βαριά· το χέρι του έσφιγγε την τσέπη του. Στάθηκαν για λίγο ο ένας κοιτάζοντας τον άλλο, κι ο αέρας του δωματίου έγινε τσουχτερός. Ό Γκάνταλφ είχε τα μάτια καρφωμένα πάνω στο χόμπιτ. Αργά τα χέρια του χαλάρωσαν κι άρχισε να τρέμει.

— Δεν καταλαβαίνω τι σ’ έπιασε, Γκάνταλφ, είπε. Ποτέ σου δεν ξανάσουν έτσι. Τι συμβαίνει; Είναι δικό μου, δεν είναι; Εγώ το βρήκα και το Γκόλουμ θα με σκότωνε αν δεν το κρατούσα. Δεν είμαι κλέφτης, ό,τι κι αν σου ’πε.

— Ποτέ δε σε είπα κλέφτη, απάντησε ο Γκάνταλφ. Ούτε κι εγώ είμαι. Δεν προσπαθώ να σε κλέψω αλλά να σε βοηθήσω. Μακάρι να μ’ εμπιστευθείς όπως παλιά. Γύρισε πίσω και η σκιά πέρασε. Φάνηκε πάλι να μικραίνει και να γίνεται ένας γέρος γκρίζος, καμπουριασμένος και γεμάτος έννοιες.