Выбрать главу

Ο Μπίλμπο πέρασε το χέρι μπροστά απ’ τα μάτια του.

— Συγνώμη, είπε. Αλλά ένιωσα τόσο παράξενα. Κι όμως θα ήταν ανακούφιση κατά κάποιο τρόπο να μην ξανασκοτιστώ γι’ αυτό πια. Τώρα τελευταία έχει αρχίσει και μεγαλώνει μες το μυαλό μου. Μερικές φορές μου φαίνεται λες κι είναι ένα μάτι που με κοιτάζει. Και συνέχεια θέλω να το φορέσω και να εξαφανιστώ, δεν το ξέρεις· ή αναρωτιέμαι αν είναι ασφαλισμένο και το βγάζω έξω για να βεβαιωθώ. Δοκίμασα να το κλειδώσω κάπου, αλλά ανακάλυψα πως δεν μπορούσα να βρω ησυχία αν δεν ήταν στην τσέπη μου. Δεν ξέρω το γιατί. Και δε μου φαίνεται πως θα το βρω.

— Τότε εμπιστέψου με, είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ ξέρω. Φύγε κι άφησέ το πί-σω σου. Σταμάτησε να το έχεις δικό σου. Δώσ’ το στο Φρόντο κι εγώ θα τον προσέχω.

Ο Μπίλμπο στάθηκε για μια στιγμή τεντωμένος κι αναποφάσιστος. Μετά αναστέναξε.

— Εντάξει, είπε με δυσκολία. Θα το αφήσω.

Σήκωσε έπειτα τους ώμους του και χαμογέλασε μάλλον αξιοθρήνητα.

— Στο κάτω κάτω γι’ αυτό έκανα και το πάρτι, στ’ αλήθεια: για να δώσω ένα σωρό δώρα κι έτσι να το δώσω ευκολότερα. Βέβαια, τελικά δεν έγινε ευκολότερο, αλλά θα ’ναι κρίμα να πάνε χαμένες όλες μου οι προετοιμασίες. Θα χάλαγε τελείως το αστείο.

— Στ’ αλήθεια, δε θα υπήρχε κανένας λόγος για όλη αυτή τη φασαρία, τουλάχιστο για μένα, είπε ο Γκάνταλφ.

— Πολύ καλά, είπε ο Μπίλμπο, το παίρνει ο Φρόντο, όπως κι όλα τ’ άλλα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Και τώρα πρέπει να ξεκινήσω, αλλιώς κάποιος θα με τσακώσει. Έχω πει αντίο και δε θ’ άντεχα να το ξαναπώ απ’ την αρχή.

Πήρε τη βαλίτσα του και πήγε προς την πόρτα.

— Έχεις ακόμα το δαχτυλίδι στην τσέπη σου, είπε ο μάγος.

— Αλήθεια! Έτσι είναι! φώναξε ο Μπίλμπο. Και τη διαθήκη μου κι όλα τα χαρτιά μαζί. Καλά θα κάνεις να το παραδώσεις εσύ στη θέση μου. Αυτός θα είναι ο πιο ασφαλισμένος τρόπος.

— Όχι, μη δίνεις το δαχτυλίδι σε μένα, είπε ο Γκάνταλφ. Βάλε το πίσω απ’ το τζάκι. Θα είναι αρκετά ασφαλισμένο εκεί, μέχρι να ’ρθει ο Φρόντο. Θα τον περιμένω.

Ο Μπίλμπο έβγαλε το φάκελο, αλλά τη στιγμή ακριβώς που ήταν να τον βάλει δίπλα στο ρολόι, το χέρι του τινάχτηκε πίσω και το πακέτο έπεσε στο πάτωμα. Πριν όμως προλάβει να το πιάσει ο μάγος έσκυψε, το άρπαξε και το έβαλε στη θέση του. Ένας σπασμός θυμού πέρασε γρήγορα στο πρόσωπο του χόμπιτ πάλι. Ξαφνικά όμως υποχώρησε και στη θέση του διαγράφτηκε μια ανακούφιση κι ένα γέλιο.

— Λοιπόν, αυτό ήταν, είπε. Τώρα φεύγω.

Βγήκαν έξω στο χολ. Ο Μπίλμπο διάλεξε το αγαπημένο του μπαστούνι απ’ την κρεμάστρα· μετά σφύριξε. Τρεις νάνοι βγήκαν από τρία διαφορετικά δωμάτια που προετοιμάζονταν.

— Είναι όλα έτοιμα; ρώτησε ο Μπίλμπο. Τα έχετε όλα πακετάρει και τους έχετε βάλει τις ταμπελίτσες τους;

— Όλα, απάντησαν.

— Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε!

Βγήκε απ’ την μπροστινή πόρτα. Η βραδιά ήταν γλυκιά κι ο μαύρος ουρανός ήταν γεμάτος άστρα. Κοίταξε ψηλά μυρίζοντας τον αέρα.

— Τι ωραία! Τι καλά να ξεκινάω πάλι, στο Δρόμο με τους νάνους. Αυτό ακριβώς ήταν που ποθούσα χρόνια τώρα! Αντίο! είπε κοιτάζοντας το σπίτι του και κάνοντας μια υπόκλιση στην πόρτα. Αντίο, Γκάνταλφ!

— Αντίο για την ώρα, Μπίλμπο. Πρόσεχε. Τώρα είσαι αρκετά μεγάλος και ίσως κι αρκετά σοφός.

— Να προσέχω! Δε με νοιάζει! Μη στενοχωριέσαι για μένα. Τώρα είμαι πιο ευτυχισμένος απ’ όσο ήμουν ποτέ κι αυτό κάτι πάει να πει. Η ώρα όμως ήρθε. Ξεσηκώθηκα για τα καλά, πρόσθεσε και μετά, σε χαμηλότερη φωνή, λες και το ’λεγε στον εαυτό του, τραγούδησε σιγαλά μες στο σκοτάδι:

Χωρίς σταματημό ο Δρόμος μας τραβάει μπροστά, Κατηφορίζοντας απ’ το κατώφλι που ξεκίνησε. Και τώρα πια ο Δρόμος έχει φτάσει μακριά Και λέω εγώ στον εαυτό μου: «Ακολούθησε!» Κυνήγησέ τον! Ακούραστα ας είν’ τα πόδια, Σε κάποια στράτα μεγαλύτερη θα βγεις, Όπ’ ανταμώνουνε αμέτρητοι σκοποί και μονοπάτια. Και που μετά; Ποιος να το ξέρει τάχα!

Σταμάτησε σιωπηλός για ένα λεπτό. Έπειτα χωρίς άλλη λέξη γύρισε την πλάτη του στα φώτα και στις φωνές, στα χωράφια και στις σκηνές και, με τους τρεις συντρόφους του πίσω, έστριψε στον κήπο και κατέβηκε πηδηχτά το μακρύ κατηφορικό δρομάκι. Πήδηξαν πάνω από ένα χαμηλό μέρος του φράχτη στην άκρη και στράφηκε προς τα λιβάδια, περνώντας μες στη νύχτα σαν το θρόισμα του ανέμου στα χορτάρια.

Ο Γκάνταλφ έμεινε λίγο να τον κοιτά μες στο σκοτάδι. — Αντίο, καλέ μου Μπίλμπο, μέχρι που να ξανασυναντηθούμε! είπε σιγανά και μπήκε μέσα.

Ο Φρόντο ήρθε σε λιγάκι και τον βρήκε να κάθεται στο σκοτάδι βυθισμένος σε σκέψεις.

— Έφυγε; ρώτησε.

— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, έφυγε επιτέλους.