— Ε, εκεί, Άραγκορν! φώναξε ο Μπορομίρ, καθώς η βάρκα του έπεσε στην πρώτη βάρκα. Αυτό είναι τρέλα. Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε τους Υφαλοστρόβιλους τη νύχτα. Αλλά καμιά βάρκα δεν μπορεί να περάσει σώα το Σαρν Γκεμπίρ, νύχτα ή μέρα.
— Πίσω, πίσω! φώναξε ο Άραγκορν. Γυρίστε! Γυρίστε αν μπορείτε!
Βούτηξε το κουπί του στο νερό, προσπαθώντας να συγκρατήσει τη βάρκα και να τη γυρίσει προς τα πίσω.
— Δεν υπολόγισα καλά, είπε στο Φρόντο. Δεν ήξερα πως είχαμε φτάσει τόσο χαμηλά: ο Άντουιν κυλά πιο γρήγορα απ’ όσο νόμιζα. Το Σαρν Γκεμπίρ πρέπει να βρίσκεται κιόλας πολύ κοντά.
Με μεγάλη προσπάθεια σταμάτησαν τις βάρκες κι αργά τις γύρισαν πίσω· αλλά στην αρχή πολύ λίγο μπορούσαν να προχωρήσουν αντίθετα στο ρεύμα και συνέχεια τους παράσερνε όλο και πιο κοντά στην ανατολική όχθη, που τώρα υψωνόταν σκοτεινή κι απειλητική μες στη νύχτα.
— Όλοι μαζί, στα κουπιά! φώναξε ο Μπορομίρ. Τραβάτε κουπί! Αλλιώς θα πέσουμε στα ρηχά.
Την ώρα που μιλούσε, ο Φρόντο ένιωσε την καρίνα από κάτω να ξύνει κάποια πέτρα.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε θόρυβος από χορδές τόξων: πολλά βέλη σφύριξαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους και μερικά έπεσαν ανάμεσά τους. Ένα χτύπησε το Φρόντο ανάμεσα στις ωμοπλάτες κι έπεσε απότομα μπροστά βγάζοντας μια φωνή κι αφήνοντας το κουπί του: αλλά το βέλος έπεσε πίσω, εμποδισμένο απ’ τον κρυφό του θώρακα. Ένα άλλο χτύπησε την κουκούλα του Άραγκορν· κι ένα τρίτο καρφώθηκε στην κουπαστή της δεύτερης βάρκας, κοντά στο χέρι του Μέρι. Στο Σαμ φάνηκε πως μπορούσε να διακρίνει μαύρες σιλουέτες να τρέχουν πέρα δώθε στις μακρόστενες βοτσαλοστρωμένες όχθες κάτω απ’ την ανατολική ακτή.
— Ιρκ! είπε ο Λέγκολας στη γλώσσα του.
— Ορκ! φώναξε ο Γκίμλι.
— Πάω στοίχημα πως αυτή είναι βρομοδουλειά του Γκόλουμ, είπε ο Σαμ στο Φρόντο. Και διάλεξαν κι ωραίο μέρος! Το Ποτάμι φαίνεται να ’χει τη διάθεση να μας ρίξει ίσια στην αγκαλιά τους!
Όλοι έγειραν μπροστά, τραβώντας δυνατά κουπί: ακόμα κι ο Σαμ βοήθησε. Από στιγμή σε στιγμή περίμεναν να νιώσουν το δάγκωμα κάποιας μαυρόφτερης σαϊτιάς. Πολλές σφύριζαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους ή έπεφταν στο νερό κοντά τους· αλλά δεν πέτυχαν κανέναν άλλο. Ήταν σκοτάδι, αλλά όχι και τόσο πηχτό σκοτάδι για τα νυχτομάτια των Ορκ, και στην αστροφεγγιά θα έπρεπε να έδιναν κάποιο στόχο στους πανούργους αντιπάλους τους, εκτός κι αν οι γκρίζο; μανδύες του Λόριεν και το γκρίζο ξύλο που ήταν φτιαγμένες οι ξωτικόβαρκες ξεγελούσαν την κακία που είχαν οι τοξότες της Μόρντορ.
Κουπί στο κουπί συνέχισαν ν’ αγωνίζονται. Μες στο σκοτάδι ήταν δύσκολο να είναι σίγουροι αν στ’ αλήθεια προχωρούσαν καθόλου· αλλά σιγά σιγά το στριφογύρισμα του νερού λιγόστεψε κι ο ίσκιος της ανατολικής όχθης έσβησε μες στη νύχτα. Τέλος, απ’ όσο μπορούσαν να κρίνουν, έφτασαν στη μέση του Ποταμού ξανά κι οδήγησαν τις βάρκες τους αρκετά πιο πίσω απ’ τα βράχια που ξεπετάγονταν. Ύστερα μισογυρίζοντας τις οδήγησαν μ’ όλη τους τη δύναμη κατά τη δυτική όχθη. Κάτω απ’ τη σκιά των θάμνων που έγερναν πάνω απ’ το νερό σταμάτησαν και πήραν ανάσα.
Ο Λέγκολας άφησε κάτω το κουπί του κι έπιασε το τόξο που είχε φέρει απ’ το Λόριεν. Ύστερα πήδηξε έξω κι ανέβηκε μερικά βήματα ψηλότερα στην όχθη. Βάζοντας ένα βέλος στη χορδή του τόξου γύρισε και κοίταξε πέρα απ’ το Ποτάμι στο σκοτάδι. Απ’ την απέναντι μεριά του νερού ακούγονταν τσιριχτές φωνές, αλλά τίποτα δε φαινόταν.
Ο Φρόντο σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το Ξωτικό που στεκόταν ψηλό πάνωθέ του και κοιτούσε μες στη νύχτα αναζητώντας κάποιο στόχο για να ρίξει. Το κεφάλι του ήταν σκοτεινό, στεφανωμένο με φωτεινά άσπρα αστέρια που άστραφταν στις μαύρες λίμνες τ’ ουρανού από ψηλά. Αλλά τώρα απ’ το Νοτιά, τα μεγάλα σύννεφα άρχισαν να σηκώνονται και να πλησιάζουν αρμενίζοντας μ’ ανοιχτά πανιά κι έστελναν μπροστά μαύρους προπομπούς στον αστροφώτιστο ουρανό. Ένας ξαφνικός τρόμος κυρίεψε την Ομάδα.
— Έλμπερεθ Γκιλθόνιελ! αναστέναξε ο Λέγκολας όπως κοίταζε ψηλά.
Κι ενώ μιλούσε ακόμα, ένα μαύρο σχήμα, σαν σύννεφο, που δεν ήταν όμως σύννεφο γιατί έτρεχε πολύ πιο γρήγορα, πετάχτηκε απ’ το σκοτεινό Νοτιά κι όρμησε πάνω στην Ομάδα· κι όλο το φως χανόταν καθώς πλησίαζε. Γρήγορα φάνηκε πως ήταν ένα μεγάλο φτερωτό πλάσμα, πιο μαύρο κι από ορυχείο τη νύχτα. Άγριες φωνές αντήχησαν να το υποδέχονται απ’ την άλλη μεριά του νερού. Ο Φρόντο ένιωσε μια ξαφνική παγωνιά να τον περνάει απ’ την κορφή ως τα νύχια και να του σφίγγει την καρδιά· ήταν θανατερή παγωνιά σαν κι αυτή που θυμόταν στην παλιά του πληγή στον ώμο. Μαζεύτηκε, λες να κρυφτεί.