— Ήθελα — δηλαδή είχα την ελπίδα μέχρι τώρα το βράδυ πως όλα ήταν ένα αστείο, είπε ο Φρόντο, Μέσα μου βαθιά όμως ήξερα πως στ’ αλήθεια θα ’φευγε. Πάντα του συνήθιζε ν’ αστειεύεται για σοβαρά πράγματα. Μακάρι να ’ρχόμουν νωρίτερα να τον αποχαιρετίσω.
— Νομίζω πως στ’ αλήθεια προτίμησε να ξεγλιστρήσει ήσυχα στο τέλος, είπε ο Γκάνταλφ. Μην πολυστενοχωριέσαι. Θα ’ναι μια χαρά τώρα. Άφησε ένα πακέτο για σένα, Να το, εκεί πάνω!
Ο Φρόντο πήρε το φάκελο απ’ το τζάκι, τον κοίταξε, αλλά δεν τον άνοιξε.
— Θα βρεις τη διαθήκη του κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά μέσα εκεί, νομίζω, είπε ο μάγος. Είσαι ο κύριος του Μπαγκ Εντ τώρα. Κι επίσης φαντάζομαι πως θα βρεις ένα χρυσό δαχτυλίδι.
— Το δαχτυλίδι! ξεφώνισε ο Φρόντο. Μου το άφησε κι αυτό; Γιατί άραγε; Ίσως όμως να μου φανεί χρήσιμο.
— Ίσως ναι, ίσως όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Μα, αν ήμουν στη θέση σου, δε θα το χρησιμοποιούσα. Φύλαξέ το όμως κρυφό κι ασφαλισμένο! Τώρα πάω για ύπνο.
Σαν κύριος του Μπαγκ Εντ, ο Φρόντο θεώρησε οδυνηρό καθήκον του ν’ αποχαιρετίσει του ξένους. Διαδόσεις για παράξενα γεγονότα είχαν τώρα απλωθεί σ’ όλο το χωράφι, μα ο Φρόντο το μόνο που μπορούσε να πει ήταν πως σίγουρα όλα θα ξεκαθαρίσουν το πρωί. Τα μεσάνυχτα περίπου ήρθαν άμαξες για να πάρουν τους πιο σπουδαίους. Μια μια κυλούσαν κι έφευγαν, γεμάτες με χορτάτους, αλλά πολύ ανικανοποίητους χόμπιτ. Με ειδική συμφωνία που είχε γίνει, ήρθαν οι κηπουροί και πήραν με καροτσάκια εκείνους που είχαν από απροσεξία μείνει πίσω.
Η νύχτα πέρασε αργά. Ο ήλιος βγήκε. Οι χόμπιτ σηκώθηκαν κάπως αργότερα. Το πρωινό προχώρησε. Ήρθαν μερικοί κι άρχισαν (όπως τους είχαν παραγγείλει) να συμμαζεύουν τα αντίσκηνα, τα τραπέζια και τις καρέκλες, τα κουτάλια και τα μαχαίρια, τα μπουκάλια και τα πιάτα και τα φανάρια, τα λουλουδισμένα φυτά στις γλάστρες, τ’ απομεινάρια και τα χαρτιά απ’ τις τρακατρούκες, τις ξεχασμένες τσάντες και τα γάντια και τα φαγητά που δε φαγώθηκαν (πολύ ελάχιστα). Έπειτα ήρθαν άλλοι (χωρίς να τους το έχουν παραγγείλει): οι Μπάγκινς και οι Μπόφιν, οι Μπόλγκερ και οι Τουκ κι άλλοι ξένοι που ζούσαν ή τους φιλοξενούσαν εκεί κοντά. Ως το μεσημέρι, όταν ακόμα κι οι πιο καλοφαγωμένοι ήταν πάλι στο πόδι, στο Μπαγκ Εντ είχε μαζευτεί ένα σωρό κόσμος, απρόσκλητοι, όχι όμως και απρόσμενοι.
Ο Φρόντο περίμενε στο κατώφλι χαμογελαστός, φαινόταν όμως κάπως κουρασμένος, Καλωσόρισε όλους τους επισκέπτες, δεν είχε όμως τίποτα περισσότερο να προσθέσει. Η απάντησή του σ’ όλες τις ερωτήσεις ήταν απλώς αυτή: «Ο κύριος Μπίλμπο Μπάγκινς έχει φύγει κι απ’ όσο ξέρω, μια για πάντα». Κάλεσε μερικούς απ’ τους επισκέπτες μέσα, γιατί ο Μπίλμπο είχε αφήσει κάτι «μηνύματα» γι’ αυτούς.
Μες στο χολ ήταν μαζεμένα ένα σωρό πακέτα, δέματα και μικρά έπιπλα. Σε κάθε κομμάτι ήταν δεμένη μια ταμπελίτσα. Υπήρχαν πολλές αυτού του είδους:
«Για τον ΑΝΤΕΡΑΛΝΤ ΤΟΥΚ, εντελώς ΔΙΚΗ ΤΟΥ, απ’ τον Μπίλμπο», σε μια ομπρέλα. Ο Άντεραλντ είχε φύγει πολλές φορές παίρνοντας άλλες χωρίς ταμπελίτσα.
«Για την ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΓΚΙΝΣ, σ’ ανάμνηση μιας ΜΕΓΑΛΗΣ αλληλογραφίας, απ’ τον Μπίλμπο, με αγάπη»· σ’ ένα μεγάλο καλάθι γι’ άχρηστα. Η Ντόρα ήταν η αδελφή του Ντρόγκο και ήταν η πιο ηλικιωμένη ζωντανή συγγενής του Μπίλμπο και του Φρόντο· ήταν ενενήντα εννιά κι είχε γράψει χιλιάδες σελίδες με καλές συμβουλές εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια.
«Για το ΜΙΛΟ ΤΡΥΠΩΤΗ, με την ελπίδα πως θα του φανεί χρήσιμο, από τον Μ.Μ.» σε μια χρυσή πένα και μελανοδοχείο. Ο Μίλο δεν απαντούσε ποτέ σε γράμματα.
«Για να τον χρησιμοποιεί η ΑΝΤΖΕΛΑ, απ’ το θείο Μπίλμπο»· σ’ ένα στρογγυλό κυρτό καθρέφτη. Αυτή ήταν μια νεαρή Μπάγκινς που θεωρούσε, βέβαια, το πρόσωπό της πολύ καλοσχηματισμένο.
«Για τη συλλογή του ΧΙΟΥΓΚΟ ΖΩΣΤΟΥ, από ένα συνεισφέροντα»· σε μια (άδεια) βιβλιοθήκη. Ο Χιούγκο αγαπούσε πολύ να δανείζεται βιβλία που ποτέ σχεδόν δεν τα έφερνε πίσω.
«Για τη ΛΟΜΠΕΛΙΑ ΣΑΚΒΙΛ-ΜΠΑΓΚΙΝΣ, ως ΑΩΡΟ»· σε μια θήκη με ασημένια κουτάλια. Ο Μπίλμπο πίστευε πως είχε βολέψει κάμποσα απ’ τ’ ασημένια του κουτάλια τον καιρό που έλειπε στο πρώτο του ταξίδι. Η Λομπέλια αυτό το ήξερε καλά. Όταν έφτασε αργότερα εκείνη τη μέρα, αμέσως μπήκε στο νόημα, τα κουτάλια όμως τα πήρε.
Αυτά είναι μόνο μερικά απ’ τα συγκεντρωμένα δώρα. Το σπίτι του Μπίλμπο είχε κάπως παραγεμίσει με διάφορα πράγματα στη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του, Οι χομπιτότρυπες την είχαν αυτή την τάση, δηλαδή να παραγεμίζουν: και γι’ αυτό κυρίως έφταιγε το έθιμο να δίνουν τόσα πολλά δώρα γενεθλίων. Όχι, βέβαια, πως τα δώρα γενεθλίων ήταν πάντοτε καινούρια· υπήρχαν κανένα δυο παλιά μάθομ, που η χρήση τους είχε ξεχαστεί, που είχαν κυκλοφορήσει σ’ όλη την περιοχή· ο Μπίλμπο όμως συνήθως έδινε καινούρια δώρα κι αυτά που λάβαινε τα κρατούσε. Τώρα ξεκαθάριζε λιγάκι η παλιά η τρύπα.