Ξαφνικά το μεγάλο τόξο του Λόριεν τραγούδησε. Το βέλος έφυγε στριγκλίζοντας απ’ την ξωτικοχορδή. Ο Φρόντο κοίταξε ψηλά. Σχεδόν από πάνω του το φτερωτό πλάσμα άλλαξε δρόμο. Ακούστηκε ένα βραχνό άγριο κρώξιμο ενώ έπεφτε στον αέρα και χάθηκε κάτω στη σκοτεινιά της ανατολικής ακτής. Ο ουρανός καθάρισε πάλι. Ακούστηκε μεγάλη οχλοβοή και φωνές πέρα μακριά, βρισιές και θρήνοι στο σκοτάδι κι ύστερα σιωπή. Ούτε βέλος ούτε φωνή δεν ξανάρθαν απ’ την ανατολή εκείνη τη νύχτα.
Ύστερα από λίγη ώρα ο Άραγκορν οδήγησε τις βάρκες αντίθετα στο ρεύμα πιο πίσω. Πήγαν ψαχουλευτά ακολουθώντας την όχθη για κάμποσο, ώσπου βρήκαν ένα μικρό ρηχό κόλπο. Λίγα χαμηλά δέντρα φύτρωναν εκεί κοντά στο νερό και πίσω τους σηκωνόταν μια απόκρημνη όχθη. Εκεί η Ομάδα αποφάσισε να μείνει και να περιμένει την αυγή: θα ήταν ματαιοπονία να προσπαθήσουν να προχωρήσουν όσο ήταν νύχτα. Δεν κατασκήνωσαν ούτε άναψαν φωτιά, αλλά μαζεύτηκαν ο ένας κοντά στον άλλο μες στις βάρκες, που τις είχαν δέσει κοντά κοντά.
— Πολλά μπράβο πρέπει να πούμε στο τόξο της Γκαλάντριελ και στο χέρι και στο μάτι του Λέγκολας! είπε ο Γκίμλι, μασουλώντας ένα λεπτό κομμάτι λέμπας. Ήταν φοβερή σαϊτιά μες στο σκοτάδι, φίλε μου!
— Αλλά ποιος μπορεί να μας πει τι χτύπησε; είπε ο Λέγκολας.
— Εγώ δεν μπορώ, είπε ο Γκίμλι. Αλλά χαίρομαι που η σκιά δεν ήρθε πιο κοντά. Δε μ’ άρεσε καθόλου. Μου θύμιζε πολύ τη σκιά που είδαμε στη Μόρια — τη σκιά του Μπάρλονγκ, είπε κι η φωνή του έγινε ψίθυρος.
— Δεν ήταν Μπάρλονγκ, είπε ο Φρόντο, που ακόμα έτρεμε απ’ την παγωνιά που είχε απλωθεί πάνω του. Ήταν κάτι ακόμα πιο παγωμένο. Νομίζω πως ήταν ...
Ύστερα σταμάτησε κι έμεινε σιωπηλός.
— Τι νομίζεις; ρώτησε ο Μπορομίρ όλος περιέργεια κι έγειρε από τη βάρκα του, λες και προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπο του Φρόντο.
— Νομίζω — Όχι, δε θα το πω, απάντησε ο Φρόντο. Ό,τι κι αν ήταν, το πέσιμό του απέλπισε τους εχθρούς μας.
— Έτσι φαίνεται, είπε ο Άραγκορν. Αλλά δεν ξέρουμε ούτε πού είναι, ούτε πόσοι είναι, ούτε τι σκοπεύουν να κάνουν. Αυτή τη νύχτα κανείς μας δεν πρέπει να κοιμηθεί. Μας κρύβει τώρα το σκοτάδι. Αλλά ποιος ξέρει τι θα δείξει η μέρα; Να ’χετε τα όπλα σας πρόχειρα!
Ο Σαμ καθόταν και χτυπούσε με τα δάχτυλά του τη λαβή του σπαθιού του, λες και μετρούσε· και κοίταζε τον ουρανό.
— Μυστήριο, μουρμούρισε. Το Φεγγάρι είναι το ίδιο και στο Σάιρ και στη Χώρα της Ερημιάς, ή τουλάχιστον έπρεπε να είναι. Αλλά ή αυτό πάει στραβά ή εγώ έχω μπερδέψει τους υπολογισμούς μου. Θα θυμάσαι, κύριε Φρόντο, το Φεγγάρι ήταν στη χάση του τότε που κοιμηθήκαμε στο φλετ σ’ εκείνο το δέντρο: μιας εβδομάδας μετά την πανσέληνο, υπολογίζω. Και βρισκόμαστε μια βδομάδα στο δρόμο ως χτες το βράδυ και να και ξεπετάγεται Νέο Φεγγάρι, ψιλούτσικο σαν κομμένη άκρη νυχιού, λες και δε μείναμε καθόλου στη χώρα των Ξωτικών,
» Βέβαια, μπορώ σίγουρα να θυμηθώ τρεις νύχτες εκεί και μου φαίνεται πως θυμάμαι αρκετές ακόμα, αλλά όρκο θα ’παιρνα πως δεν ήταν μήνας ολόκληρος. Θα ’λεγε κανείς πως η ώρα δε μετρούσε εκεί!
— Ίσως και να ’ταν έτσι, είπε ο Φρόντο. Σ’ εκείνη τη γη, ίσως, να βρισκόμαστε σε κάποια εποχή που έχει αλλού περάσει από καιρό. Και δεν ήταν, νομίζω, παρά όταν ο Ασημόφλεβος μας έριξε στον Άντουιν, που ξαναμπήκαμε στο χρόνο που κυλά στη γη των θνητών ως τη Μεγάλη Θάλασσα. Και δε θυμάμαι να είδα Φεγγάρι, είτε παλιό είτε νέο, στο Κάρας Γκαλάντον: μόνο αστέρια τη νύχτα και ήλιο τη μέρα.
Ο Λέγκολας αναδεύτηκε στη βάρκα του.
— Όχι, ο χρόνος ποτέ δεν καθυστερεί, είπε· αλλά η αλλαγή κι η αύξηση δεν είναι σ’ όλα τα πράγματα και σ’ όλους τους τόπους η ίδια. Για τα Ξωτικά ο κόσμος κινείται· και κινείται και πολύ γρήγορη και, ταυτόχρονα, πολύ αργά. Γρήγορα, γιατί τα ίδια τα Ξωτικά πολύ λίγο αλλάζουν κι όλα τ’ άλλα φεύγουν και περνούν γρήγορα: κι αυτό για τα Ξωτικά είναι μεγάλη λύπη. Αργά, γιατί, για τα ίδια, δε μετράνε τα χρόνια που φεύγουν. Οι εποχές π’ αλλάζουν δεν είναι παρά ρυτίδες που συνεχώς επαναλαμβάνονται στο μακρύ μακρύ ποτάμι. Όμως κάτω απ’ τον Ήλιο όλα τα πράγματα πρέπει να φθαρούν και να φτάσουν στο τέλος κάποτε.
— Αλλά η φθορά είναι πολύ αργή στο Λόριεν, είπε ο Φρόντο. Η δύναμη της Κυράς το σκεπάζει. Οι ώρες είναι πλούσιες κι ας φαίνονται μικρές, στο Κάρας Γκαλάντον, που η Γκαλάντριελ εξουσιάζει το Ξωτικό δαχτυλίδι.
— Αυτό δε θα ’πρεπε να το ξεστομίσεις έξω απ’ το Λόριεν, ούτε και σε μένα, είπε ο Άραγκορν. Μην ξαναμιλήσεις γι’ αυτό! Αλλά έτσι είναι, Σαμ: σ’ εκείνη τη γη έχασες το λογαριασμό. Εκεί ο καιρός κυλούσε γρήγορα και για μας όπως και για τα Ξωτικά. Το παλιό Φεγγάρι πέρασε και το νέο γέμισε και χάθηκε στον κόσμο έξω, όσο εμείς καθυστερούσαμε εκεί. Και χτες το βράδυ βγήκε νέο Φεγγάρι. Ο χειμώνας τέλειωσε σχεδόν. Ο καιρός κυλάει για την άνοιξη με τη λίγη ελπίδα.