Η νύχτα πέρασε σιωπηλά. Ούτε φωνή ούτε κάλεσμα δεν ακούστηκε απ’ την απέναντι μεριά του νερού. Οι ταξιδιώτες, μαζεμένοι στις βάρκες τους, ένιωσαν τον καιρό ν’ αλλάζει. Ο αέρας έγινε ζεστός και ακίνητος καν μεγάλα υγρά σύννεφα ήρθαν απ’ το Νοτιά και τις μακρινές θάλασσες. Το ορμητικό κύλισμα του Ποταμού στα βράχια των Υφαλοστρόβιλων φάνηκε να δυναμώνει και να πλησιάζει. Τα κλαδιά των δέντρων από πάνω τους άρχισαν να στάζουν.
Σαν ήρθε η μέρα, η διάθεση του κόσμου γύρω τους είχε γίνει μαλακή και λυπημένη. Αργά αργά η αυγή άπλωσε το χλωμό της φως, που ήταν διάχυτο και δε σχημάτιζε σκιές. Καταχνιά απλωνόταν στο Ποτάμι πάνω, και μια άσπρη ομίχλη τύλιξε την ακτή: η αντίπερα όχθη δε φαινόταν.
— Δεν τη χωνεύω την ομίχλη, είπε ο Σαμ· αλλ’ αυτή εδώ φαίνεται τυχερή. Τώρα μπορεί και να τα καταφέρουμε να ξεφύγουμε δίχως να μας δούνε εκείνοι οι καταραμένοι καλικάντζαροι.
— Μπορεί, απάντησε ο Άραγκορν. Αλλά θα είναι δύκολο να βρούμε το μονοπάτι αν δε σηκωθεί λίγο η ομίχλη αργότερα. Και πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε το μονοπάτι, αν είναι να περάσουμε το Σαρν Γκεμπίρ και να φτάσουμε στο Έμιν Μιούιλ.
— Εγώ δε βλέπω το λόγο γιατί θα πρέπει να περάσουμε τους Υφαλοστρόβιλους, ή ν’ ακολουθήσουμε τον Ποταμό πιο κάτω, είπε ο Μπορομίρ. Αν το Έμιν Μιούιλ βρίσκεται μπροστά μας, τότε μπορούμε να παρατήσουμε αυτά τα καρυδότσουφλα και να πάμε νοτιοδυτικά, ώσπου να φτάσουμε στο Έντγουος και να βγούμε απέναντι στη χώρα μου.
— Μπορούμε, αν πηγαίνουμε για τη Μίνας Τίριθ, είπε ο Άραγκορν, αλλ’ αυτό δεν το έχουμε ακόμα συμφωνήσει. Κι ένας τέτοιος δρόμος μπορεί να είναι πολύ πιο επικίνδυνος απ’ ό,τι φαίνεται. Η κοιλάδα του Έντγουος είναι χαμηλή, γεμάτη βάλτους και η ομίχλη είναι θανάσιμος κίνδυνος για κείνους που είναι φορτωμένοι και πεζοί. Εγώ θ’ άφηνα τις βάρκες μας μόνο όταν δε θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Ο Ποταμός είναι ένας δρόμος που, τουλάχιστο, δεν μπορεί να τον χάσουμε.
— Ναι, αλλά ο Εχθρός βρίσκεται στην ανατολική όχθη, είχε αντίρρηση ο Μπορομίρ. Και, ακόμα κι αν περάσεις τις Πύλες του Άργκοναθ και φτάσεις σώος στη Βραχοκορφή, τι θα κάνεις ύστερα; Θα πηδήσεις τους καταρράκτες και θα πέσεις στους βάλτους;
— Όχι! απάντησε ο Άραγκορν. Πες καλύτερα πως θα μεταφέρουμε τις βάρκες μας απ’ τον αρχαίο δρόμο και θα βγούμε στα πόδια του Ράουρος κι ύστερα θα μπούμε στο νερό ξανά. Δεν ξέρεις, Μπορομίρ, ή μήπως προτιμάς να ξεχνάς τη Βόρεια Σκάλα και την ψηλή θέση πάνω στο Άμον Χεν, που είναι φτιαγμένες απ’ τις μέρες των μεγάλων βασιλιάδων; Εγώ τουλάχιστο σκοπεύω να πάω να σταθώ στην ψηλή εκείνη θέση ξανά, πριν αποφασίσω τι Θα κάνουμε πιο κάτω. Εκεί ίσως να δούμε κάποιο σημάδι που θα μας οδηγήσει.
Ο Μπορομίρ για πολλή ώρα έφερνε αντιρρήσεις σ’ αυτή την απόφαση· αλλά όταν κατάλαβε πως ο Φρόντο θ’ ακολουθούσε τον Άραγκορν, όπου κι αν πήγαινε, υποχώρησε.
— Δεν το έχουν συνήθειο οι Άντρες της Μίνας Τίριθ να εγκαταλείπουν τους φίλους τους στην ανάγκη, είπε, και θα σας χρειαστεί η δύναμή μου, αν είναι να φτάσετε ποτέ στη Βραχοκορφή. Θα έρθω ως εκείνο το ψηλό νησί, αλλά όχι πιο κάτω. Από κει θα πάρω το δρόμο για την πατρίδα μου, μονάχος, αν η βοήθεια που θα σας έχω προσφέρει δεν έχει κερδίσει για μένα κάποια συντροφιά.
Η μέρα προχωρούσε τώρα και η ομίχλη σηκώθηκε λιγάκι. Αποφασίστηκε να προχωρήσουν αμέσως πιο κάτω στην παραλία ο Άραγκορν κι ο Λέγκολας, ενώ οι άλλοι θα περίμεναν στις βάρκες. Ο Άραγκορν έλπιζε να βρει κάποιο δρόμο ώστε να μπορέσουν να μεταφέρουν και τις βάρκες και τις αποσκευές τους στο μέρος που τα νερά ησύχαζαν ύστερα απ’ τους Υφαλοστρόβιλους.
— Οι βάρκες των Ξωτικών μπορεί να μη βουλιάζουν, είπε, αλλ’ αυτό δεν πάει να πει πως εμείς θα βγούμε απ’ το Σαρν Γκεμπίρ ζωντανοί. Κανείς ως τώρα δεν το ’χει καταφέρει. Οι Άνθρωποι της Γκόντορ δεν έχουν φτιάξει δρόμο σ’ αυτή την περιοχή, γιατί, ακόμα και στις μέρες της δόξας τους, το βασίλειό τους δεν έφτανε, στον Άντουιν, πιο ψηλά απ’ το Έμιν Μιούιλ· αλλά υπάρχει ένα πέρασμα κάπου στη δυτική όχθη, αν μπορέσω να το βρω. Δεν μπορεί να ’χει κιόλας χαθεί· γιατί ελαφριές βαρκούλες συνήθιζαν να έρχονται από τη Χώρα της Ερημιάς ως την Οσγκίλιαθ κι εξακολουθούσαν να το κάνουν αυτό το ταξίδι μέχρι πριν μερικά χρόνια, ώσπου οι Ορκ της Μόρντορ άρχισαν να πληθαίνουν.
— Σπάνια, απ’ όσο ξέρω, έχει φτάσει βάρκα ως εμάς απ’ το Βοριά· και οι Ορκ παραφυλάνε στην ανατολική ακτή, είπε ο Μπορομίρ. Αν προχωρήσετε μπροστά ο κίνδυνος θα μεγαλώνει σε κάθε μίλι, ακόμα κι αν βρείτε το μονοπάτι.