Выбрать главу

— Ο κίνδυνος μας παραμονεύει σε κάθε δρόμο για το Νοτιά, απάντησε ο Άραγκορν. Να μας περιμένετε μια μέρα. Αν δε γυρίσουμε, τότε θα ξέρετε πως σίγουρα μας βρήκε κακό. Σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να διαλέξετε καινούριο αρχηγό και να τον ακολουθήσετε όσο πιο καλά μπορείτε.

Με βαριά καρδιά ο Φρόντο είδε τον Άραγκορν και το Λέγκολας να σκαρφαλώνουν την απότομη όχθη και να χάνονται μες στην ομίχλη· αλλά οι φόβοι του αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Μόνο δυο τρεις ώρες πέρασαν, δεν είχε φτάσει καλά καλό μεσημέρι, κι οι θαμπές σιλουέτες των εξερευνητών φάνηκαν ξανά.

— Όλα καλά, είπε ο Άραγκορν, καθώς κατέβαινε την απότομη όχθη. Έχει ένα δρομάκι που βγάζει σε μια καλή αποβάθρα, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα. Η απόσταση δεν είναι μεγάλη: η αρχή των Υφαλοστρόβιλων δεν είναι παρά μισό μίλι πιο κάτω από δω και δε φτάνουν παραπάνω από ένα μίλι στο μάκρος. Ύστερα το ρεύμα γίνεται ξανά καθαρό κι ομαλό, αν και τρέχει γρήγορα. Η πιο μεγάλη μας δυσκολία θα είναι να ανεβάσουμε τις βάρκες και τις αποσκευές μας στο παλιό το πέρασμα. Το βρήκαμε, αλλά βρίσκεται αρκετά μακριά απ’ την ακροποταμιά εδώ και προχωράει κάτω απ’ την προστασία ενός βραχο-τοίχου, καμιά διακοσαριά γυάρδες ή και παραπάνω απ’ την όχθη. Δε βρήκαμε πού είναι η βορινή αποβάθρα. Αν υπάρχει ακόμα θα πρέπει να την προσπεράσαμε χτες τη νύχτα. Αν προσπαθήσουμε να τη βρούμε πηγαίνοντας αντίθετα στο ρεύμα τώρα. μπορεί και να τη χάσουμε μες στην ομίχλη. Πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει εδώ ν’ αφήσουμε το Ποτάμι και να τραβήξουμε για το πέρασμα όπως όπως.

— Αυτό δε θα “ναι εύκολο, ακόμα κι αν ήμασταν όλοι Άνθρωποι, είπε ο Μπορομίρ.

— Θα πρέπει όμως κι αυτοί που είμαστε να το προσπαθήσουμε, είπε ο Άραγκορν.

— Και βέβαια θα το προσπαθήσουμε, είπε ο Γκίμλι. Τα πόδια των Ανθρώπων δεν μπορούν να πάνε γρήγορα στον ανώμαλο δρόμο, ενώ οι Νάνοι προχωρούν, ακόμα κι αν το φορτίο τους είναι διπλάσιο απ’ το βάρος τους. κυρ Μπορομίρ!

Η επιχείρηση αποδείχτηκε με το παραπάνω δύσκολη, όμως στο τέλος τα κατάφεραν. Οι αποσκευές βγήκαν απ’ τις βάρκες και μεταφέρθηκαν στην κορφή της όχθης, που είχε ένα ίσωμα. Ύστερα τράβηξαν τις βάρκες έξω απ’ το νερό και τις ανέβασαν απάνω. Ήταν πολύ πιο ελαφρές απ’ ό,τι περίμεναν. Από τι δέντρο, απ’ αυτά που φύτρωναν στην ξωτικοχώρα, ήταν φτιαγμένες, ούτε κι ο Λέγκολας ήξερε· αλλά το ξύλο ήταν και γερό και παράξενα ελαφρό. Ο Μέρι κι ο Πίπιν μόνοι τους μπορούσαν να μεταφέρουν μ’ ευκολία τη βάρκα τους στο ίσιωμα. Όμως χρειάστηκε η δύναμη και των δυο Αντρών για να τις σηκώσουν και να τις περάσουν απ’ το μέρος που είχε τώρα η Ομάδα να διασχίσει. Ήταν μια ανηφοριά γεμάτη ασβεστολιθικά βράχια, όλο κρυφές τρύπες σκεπασμένες μ’ αγριόχορτα και θάμνους· ήταν γεμάτη αγκαθιές κι απόκρημνες μικρές κοιλάδες· και, μεριές μεριές, είχε μικρές λασπολίμνες που μάζευαν τα νερά που κατέβαιναν απ’ τα υψώματα στο εσωτερικό.

Μια μια ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν κουβάλησαν τις βάρκες, ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν όπως όπως με τις αποσκευές. Τέλος, όλα μεταφέρθηκαν στο πέρασμα. Ύστερα, χωρίς μεγάλα εμπόδια, εκτός από μερικές «κλοπές αγριοτριανταφυλλιές και πολλές πεσμένες πέτρες, προχώρησαν όλοι μαζί. Η ομίχλη σκέπαζε ακόμα με τα πέπλα της το μισογκρεμισμένο· βράχο-τοίχο και στ’ αριστερά τους η καταχνιά σκέπαζε το Ποτάμι· το άκουγαν να τρέχει ορμητικά και ν’ αφρίζει πάνω στα κοφτερά σκαλοπάτια και στα πέτρινα δόντια του Σαρν Γκεμπίρ, αλλά δεν μπορούσαν να το δουν. Χρειάστηκε να κάνουν δυο φορές τη διαδρομή για να τα φέρουν όλα ασφαλισμένα στη νότια αποβάθρα.

Εκεί το πέρασμα, στρίβοντας κατά την παραλία, κατηφόριζε ομαλά ως την άκρη μιας μικρής ρηχής λιμνούλας. Φαινόταν λες κι είχε σκαφτεί στο πλάι του Ποταμού, όχι από χέρια, μα απ’ το νερό που κατέβαινε στριφογυρίζοντας απ’ το Σαρν Γκεμπίρ και χτυπούσε πάνω σε μια χαμηλή βραχόγλωσσα. φυσικός λιμενοβραχίονας, που έβγαινε αρκετά μπροστά μέσα στο Ποτάμι. Πέρα απ’ τη λιμνούλα η ακτή γινόταν ένας ψηλός κάθετος γκρίζος γκρεμός και δεν υπήρχε παρακάτω πέρασμα για πεζούς.

Το γρήγορο απομεσήμερο είχε κιόλας περάσει κι ένα θαμπό συννεφιασμένο λυκόφως άρχιζε ν’ απλώνεται. Κάθισαν πλάι στο νερό κι άκουγαν το θόρυβο και το ορμητικό βούισμα των Υφαλοστρόβιλων, που ήταν κρυμμένοι μέσα στην ομίχλη· ήταν κουρασμένοι και νυσταγμένοι κι οι καρδιές τους ήταν σκυθρωπές σαν τη μέρα που ’φευγε.

— Λοιπόν, εδώ είμαστε κι εδώ πρέπει να περάσουμε άλλη μια νύχτα, είπε ο Μπορομίρ. Έχουμε ανάγκη από ύπνο ακόμα κι αν ο Άραγκορν έχει όρεξη να περάσουμε τις Πύλες του Άργκοναθ νύχτα, είμαστε όλοι πολύ κουρασμένοι — εκτός, το δίχως άλλο. απ’ το γεροδεμένο μας νάνο.