Ο Γκίμλι δεν απάντησε: κουτουλούσε εκεί που καθότανε.
— Ας ξεκουραστούμε όσο πιο πολύ μπορούμε τώρα, είπε ο Άραγκορν. Αύριο πρέπει να ταξιδέψουμε μέρα ξανά. Εκτός κι αλλάξει γι’ άλλη μια φορά ο καιρός και μας κοροϊδέψει, θα μπορέσουμε να ξεγλιστρήσουμε, χωρίς να μας δει κανένα μάτι απ’ την ανατολική ακτή. Αλλ’ απόψε πρέπει να φυλάμε με τη σειρά δυο δυο φρουροί: τρεις ώρες ξεκούραση και μία σκοπιά.
Τίποτα χειρότερο δεν έγινε εκείνη τη νύχτα εκτός από μια ψιλή βροχή μια ώρα πριν την αυγή. Μόλις έφεξε καλά ξεκίνησαν. Η ομίχλη είχε κιόλας αρχίσει ν’ αραιώνει. Ταξίδευαν όσο γινόταν πιο κοντά στη δυτική πλευρά και μπορούσαν να δουν τις θαμπές σιλουέτες των χαμηλών λόφων να σηκώνονται όλο και πιο ψηλά σαν σκιεροί τοίχοι με τα πόδια βουτηγμένα στο βιαστικό νερό. Κατά τις δέκα η ώρα τα σύννεφα χαμήλωσαν περισσότερο κι άρχισε να βρέχει για τα καλά. Άπλωσαν δερμάτινα καλύμματα πάνω απ’ τις βάρκες τους, για να μην πλημμυρίσουν, και συνέχισαν. Πολύ λίγα πράγματα μπορούσαν να δουν μπροστά ή γύρω τους ανάμεσα απ’ τις γκρίζες κουρτίνες της βροχής που ’πεφτε.
Η βροχή όμως δεν κράτησε πολύ. Αργά αργά ο ουρανός από πάνω τους φώτισε κι ύστερα, ξαφνικά, τα σύννεφα κομματιάστηκαν κι οι ξεσχισμένες τους άκρες τραβήχτηκαν πίσω στο Βοριά. Η ομίχλη κι η καταχνιά χάθηκαν. Μπροστά στους ταξιδιώτες παρουσιάστηκε ένα πλατύ φαράγγι, με μεγάλα πέτρινα πλευρά που πάνω τους, σε μικρά πλατώματα και στενές σχισμάδες, ήταν γαντζωμένα μερικά ταλαιπωρημένα δέντρα. Το φαράγγι στένεψε και το ρεύμα του Ποταμού έγινε πιο γρήγορο. Τώρα έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα και μ’ ελάχιστες ελπίδες πως θα μπορούσαν να σταματήσουν ή ν’ αλλάξουν πορεία, ό,τι κι αν έβρισκαν μπροστά τους. Ψηλά έβλεπαν μια κορδέλα χλωμό γαλάζιο ουρανό, γύρω τους βρισκόταν σκοτεινιασμένος ο Ποταμός και μπροστά τους, μαύροι, δίχως ήλιο, οι λόφοι του Έμιν Μιούιλ που ανάμεσά τους δε φαινόταν πουθενά κανένα άνοιγμα.
Ο Φρόντο κοιτάζοντας μπροστά είδε σε κάποια απόσταση δυο θεόρατους βράχους να πλησιάζουν. Έμοιαζαν με μεγάλες κορφές ή πέτρινες κολόνες. Ψηλοί κι απόκρημνοι και απειλητικοί υψώνονταν αντικριστά στις δυο όχθες του Ποταμού. Ανάμεσά τους φάνηκε ένα στενό άνοιγμα κι ο Ποταμός παράσυρε τις βάρκες προς τα εκεί.
— Δείτε το Άργκοναθ, τις Στήλες των Βασιλέων! φώναξε ο Άραγκορν. Σε λίγο τις φτάνουμε. Κρατήστε τις βάρκες στη μέση του ποταμού!
Καθώς ο Φρόντο τις πλησίαζε, οι μεγάλες στήλες υψώθηκαν σαν πύργοι να τον ανταμώσουν. Του φαίνονταν γιγάντιες, θεόρατες γκρίζες μορφές, σιωπηλές μα απειλητικές. Τότε είδε πως πραγματικά ήταν λαξεμένες και είχαν μορφή: η τέχνη και η δύναμη των παλιών τις είχαν σκαλίσει και διατηρούσαν ακόμα, παρά τους ήλιους και τις βροχές ξεχασμένων χρόνων, τις πανίσχυρες μορφές που ήταν λαξεμένες πάνω τους. Σε μεγάλα βάθρα θεμελιωμένα στα βαθιά νερά στέκονταν δυο μεγάλοι πέτρινοι βασιλιάδες: κι ακόμα, μόλο που τα μάτια τους δε διακρίνονταν και τα μέτωπά τους ήταν όλο ραγισματιές, κοίταζαν συνοφρυωμένοι το Βοριά. Το αριστερό χέρι του καθενός ήταν σηκωμένο με την παλάμη προς τα έξω σε μια κίνηση προειδοποίησης· στο δεξί χέρι τους κρατούσαν ένα πελέκι· στα κεφάλια τους είχαν σπασμένα κράνη και κορόνες. Κι ήταν ακόμα όλο μεγαλοπρέπεια και δύναμη, οι σιωπηλοί φρουροί ενός από καιρούς χαμένου βασίλειου. Θαυμασμός και φόβος κυρίεψαν το Φρόντο και μαζεύτηκε κάτω, κλείνοντας τα μάτια, δίχως να τολμά να κοιτάξει ψηλά καθώς πλησίαζε η βάρκα. Ακόμα κι ο Μπορομίρ έσκυψε το κεφάλι, καθώς οι βάρκες περιδινίζονταν. εύθραυστες και περαστικές σαν φυλλαράκια κάτω απ’ την ανίκητη σκιά των φρουρών του Νούμενορ. Έτσι πέρασαν μέσα στο σκοτεινό χάσμα των Πυλών.
Κι απ’ τις δυο πλευρές υψώνονταν φοβεροί γκρεμοί σ’ ανυπολόγιστα ύψη. Πολύ μακριά ο ουρανός μόλις που φαινόταν. Τα μαύρα νερά μούγκριζαν κι αντηχούσαν κι ο αέρας ούρλιαζε πάνω τους. Ο Φρόντο γονατιστός άκουσε το Σαμ μπροστά του να μουρμουρίζει και ν’ αναστενάζει:
— Τι τόπος! Τι φοβερός τόπος! Μωρέ, ας βγω από τούτη εδώ τη βάρκα και δε θα ξαναβρέξω ποτέ τα δάχτυλά μου ούτε σε νερόλακκο, όχι σε ποτάμι!
— Μη φοβάστε! είπε μια παράξενη φωνή πίσω του.
Ο Φρόντο στράφηκε και είδε το Γοργοπόδαρο κι όμως, όχι το Γοργοπόδαρο· γιατί ο ταλαιπωρημένος απ’ τους καιρούς Περιφερόμενος Φύλακας δεν ήταν πια εκεί. Στην πρύμνη καθόταν ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν, περήφανος και στητός, οδηγώντας τη βάρκα μ’ επιδέξιες κουπιές· η κουκούλα του ήταν ριγμένη πίσω και τα μαύρα του μαλλιά κυμάτιζαν στον αέρα· ένα φως έλαμπε στα μάτια του: ο βασιλιάς που γύριζε απ’ την εξορία στη χώρα του.
— Μη φοβάστε! είπε, Για πολύ καιρό επιθυμούσα να δω τις μορφές του Ισίλντουρ και του Ανάριον, των αρχαίων μου προγόνων. Κάτω απ’ τη σκιά τους ο Ελέσαρ, ο Λιθούχος, ο γιος του Άραθορν του Οίκου του Βάλαντιλ, γιου του Ισίλντουρ, κληρονόμου του Έλεντιλ, δεν έχει τίποτα να φοβάται!