Η μέρα ξημέρωσε σαν φωτιά και καπνός. Χαμηλά στην Ανατολή είχε μαύρες κολόνες σύννεφα σαν καπνούς από μεγάλη φωτιά. Ο ήλιος που έβγαινε τα φώτιζε από κάτω με θολές κόκκινες φλόγες· γρήγορα όμως ανέβηκε ψηλότερα στον καθαρό ουρανό. Η κορφή του Τολ Μπράντιρ ήταν χρυσωμένη. Ο Φρόντο κοίταξε ανατολικά κατά το ψηλό νησί. Οι πλευρές του ανέβαιναν απόκρημνες απ’ το νερό που κυλούσε. Πιο πάνω απ’ τους ψηλούς γκρεμούς, είχε απόκρημνες πλαγιές όλο δέντρα, το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο και πάνωθέ τους ξανά ήταν γκρίζοι απρόσιτοι βράχοι που είχαν για κορόνα τους μια θεόρατη μυτερή πέτρα. Πολλά πουλιά πετούσαν κάνοντας κύκλους γύρω της, αλλά κανένα άλλο σημάδι ζωής δε φαινόταν.
Σαν έφαγαν, ο Άραγκορν μάζεψε την Ομάδα.
— Έφτασε επιτέλους η μέρα, είπε: η μέρα της εκλογής που για πολύ την αναβάλλαμε. Τι θα γίνει η Ομάδα μας που ταξίδεψε ως εδώ μαζί; Θα πάμε δυτικά με τον Μπορομίρ στους πολέμους της Γκόντορ, ή θα πάμε ανατολικά στο Φόβο και στη Σκιά, ή θα διαλύσουμε την εταιρία μας και θα πάμε εδώ κι εκεί όπου διαλέγει ο καθένας μας; Ό,τι κι αν κάνουμε όμως, πρέπει να γίνει γρήγορα. Δεν μπορούμε να σταθούμε πολύ εδώ. Ο Εχθρός βρίσκεται στην ανατολική ακτή, το ξέρουμε· αλλά φοβάμαι πως οι Ορκ μπορεί κιόλας να βρίσκονται από τούτη τη μεριά.
Έπεσε σιωπή και κανείς δε μιλούσε ούτε κουνιόταν.
— Λοιπόν, Φρόντο, είπε τέλος ο Άραγκορν. Φοβάμαι πως το βάρος πέφτει σε σένα. Εσύ είσαι ο Κουβαλητής που όρισε το Συμβούλιο. Μόνο εσύ μπορείς να διαλέξεις το δρόμο σου. Σ’ αυτό δεν μπορώ να σε συμβουλέψω. Δεν είμαι Γκάνταλφ και, αν κι έχω προσπαθήσει να επωμισθώ το ρόλο του, δεν ξέρω τι σχέδιο ή ελπίδα είχε γι’ αυτή την ώρα, αν βέβαια είχε. Το πιο πιθανό είναι πως ακόμα κι αν ήταν τώρα εδώ, η εκλογή πάλι θα ήταν δική σου. Αυτή είναι η μοίρα σου,
Ο Φρόντο δεν απάντησε αμέσως. Ύστερα είπε αργά:
— Ξέρω πως πρέπει να βιαστούμε, αλλά δεν μπορώ να διαλέξω. Το φορτίο είναι βαρύ. Δώστε μου μια ώρα ακόμα και θα σας πω. Αφήστε με μόνο μου!
Ο Άραγκορν τον κοίταξε με λύπηση και καλοσύνη.
— Πολύ καλά, Φρόντο, γιε του Ντρόγκο, είπε. Θα έχεις μια ώρα και θα είσαι μόνος σου. Θα μείνουμε για λίγο εδώ. Αλλά μην πας μακριά έτσι που να μη μας ακούσεις αν φωνάξουμε.
Ο Φρόντο έμεινε για μια στιγμή καθιστός με το κεφάλι σκυμμένο. Ο Σαμ που κοίταζε τον κύριό του με μεγάλη προσοχή, κούνησε το κεφάλι του και μουρμούρισε:
— Μωρέ, φαίνεται από δω και πέρα, μα δε θα κερδίσει τίποτα ο Σαμ ο Γκάμγκη αν μιλήσει τώρα.
Σε λίγο ο Φρόντο σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε· κι ο Σαμ πρόσεξε πως, ενώ οι άλλοι απόφυγαν να τον κοιτάξουν, τα μάτια του Μπορομίρ ακολούθησαν το Φρόντο προσεκτικά μέχρι που χάθηκε στα δέντρα, στους πρόποδες του Άμον Χεν.
Στην αρχή ο Φρόντο πλανιόταν άσκοπα στο δάσος, αλλά είδε πως τα πόδια του τον ανέβαζαν στην πλαγιά του λόφου. Συνάντησε ένα μονοπάτι, τα απομεινάρια κάποιου παλιού δρόμου. Στις απότομες ανηφοριές είχε σκαλοπάτια κομμένα στο βράχο, που τώρα όμως ήταν ραγισμένα, φαγωμένα και σκισμένα απ’ τις ρίζες των δέντρων. Γι’ αρκετή ώρα ανέβαινε δίχως να νοιάζεται πού πηγαίνει, ώσπου έφτασε σε μια καταπράσινη απλωσιά. Γύρω φύτρωναν σουρβιές και στη μέση είχε μια φαρδιά επίπεδη πέτρα. Η μικρή βουνίσια απλωσιά έβλεπε στην Ανατολή και τώρα ήταν λουσμένη στο πρωινό φως του ήλιου. Ο Φρόντο σταμάτησε και κοίταξε πέρα, πάνω απ’ το Ποτάμι που βρισκόταν κάτω χαμηλά, στο Τολ Μπράντιρ και στα πουλιά που πετούσαν στο χώρο ανάμεσα σ’ αυτόν και στο απάτητο νησί. Η φωνή του Ράουρος ήταν ένα δυνατό μούγκρισμα ανακατεμένο με μια βαθιά παλλόμενη βουή.
Κάθισε στην πέτρα κι έπιασε το σαγόνι με τα χέρια του. Κοίταζε ανατολικά αλλά πολύ λίγα έβλεπε με τα μάτια του. Απ’ το μυαλό του περνούσαν όλα όσα είχαν γίνει από τότε που έφυγε απ’ το Σάιρ ο Μπίλμπο και τα ξανάφερε στη μνήμη του και ζύγισε σοβαρά όλα όσα μπορούσε να θυμηθεί απ’ τα λόγια του Γκάνταλφ. Η ώρα περνούσε κι ακόμα αυτός δεν είχε ούτε καν πλησιάσει σε κάποια κατάληξη.
Ξαφνικά, ξύπνησε απ’ τους συλλογισμούς του: τον κυρίεψε ένα παράξενο αίσθημα πως κάτι ήταν πίσω του και πως εχθρικά μάτια τον παρακολουθούσαν. Τινάχτηκε όρθιος και γύρισε· αλλά το μόνο που είδε έκπληκτος ήταν ο Μπορομίρ κι η όψη του ήταν χαμογελαστή και καλοσυνάτη.
— Φοβήθηκα για σένα, Φρόντο, είπε πλησιάζοντας. Αν ο Άραγκορν έχει δίκιο κι οι Ορκ είναι κοντά, τότε κανείς μας δεν πρέπει να πλανιέται μοναχός· κι εσύ λιγότερο απ’ όλους: γιατί πολλά εξαρτιόνται από σένα. Κι είναι βαριά η καρδιά μου. Να μείνω τώρα και να μιλήσω λιγάκι, μιας και σε βρήκα; Θα μ’ ανακούφιζε. Όταν είμαστε πολλοί αρχίζουμε τους λόγους δίχως τελειωμό. Αλλά δυο μαζί μπορεί ίσως να βρούμε κάτι σοφό.
— Είσαι πολύ καλός, απάντησε ο Φρόντο. Μα δε νομίζω πως οποιαδήποτε κουβέντα θα με βοηθήσει. Γιατί ξέρω τι πρέπει να κάνω, αλλά φοβάμαι να το κάνω, Μπορομίρ: φοβάμαι!