Ξαφνικά ο Μπορομίρ ήρθε και κάθισε δίπλα του.
— Είσαι σίγουρος πως δεν υποφέρεις άδικα; είπε. Θέλω να σε βοηθήσω. Χρειάζεσαι συμβουλές στη δύσκολη εκλογή σου. Γιατί να μην ακούσεις τις δικές μου;
— Νομίζω πως ξέρω κιόλας τι συμβουλές θα μου δώσεις, Μπορομίρ, είπε ο Φρόντο. Και θα φαίνονταν σοφές αν δε με προειδοποιούσε η καρδιά μου.
— Προειδοποιούσε; Τι προειδοποίηση; είπε ο Μπορομίρ απότομα.
— Να μην καθυστερήσω. Να μην πάρω τον ευκολότερο δρόμο. Να μην αρνηθώ το φορτίο που σηκώνω. Να μην— να, αν πρέπει να το πω, να μην εμπιστεύομαι τη δύναμη και την αλήθεια των Ανθρώπων.
— Όμως αυτή η δύναμη σ’ έχει για καιρό προστατέψει στη μακρινή σου χώρα κι ας μην το ξέρεις.
— Δεν αμφιβάλλω για την ανδρεία του λαού σου. Ο κόσμος όμως αλλάζει. Τα τείχη της Μίνας Τίριθ μπορεί να ’ναι ισχυρά, αλλά όχι όσο πρέπει. Αν πέσουν, τότε τι γίνεται;
— Θα πέσουμε αντρειωμένα στη μάχη. Αλλά υπάρχει κι ελπίδα πως μπορεί και να μην πέσουν.
— Καμιά όσο υπάρχει το Δαχτυλίδι, είπε ο Φρόντο.
— Α! Το Δαχτυλίδι! είπε ο Μπορομίρ και τα μάτια του άστραψαν. Το Δαχτυλίδι! Δεν είναι παράξενη μοίρα να υποφέρουμε τόσους φόβους κι αμφιβολίες για ένα τόσο μικρό πραγματάκι; Τόσο μικρό πραγματάκι! Κι εγώ το είδα μόνο για μια στιγμή στο Σπίτι του Έλροντ. Θα μπορούσα να το ’βλεπα ξανά;
Ο Φρόντο σήκωσε το κεφάλι. Η καρδιά του πάγωσε ξαφνικά. Έπιασε μια παράξενη λάμψη στα μάτια του Μπορομίρ, το πρόσωπό του όμως εξακολουθούσε να είναι καλοσυνάτο και φιλικό.
— Καλύτερα κρυμμένο, είπε.
— Όπως θέλεις, είπε ο Μπορομίρ. Αλλά δεν επιτρέπεται ούτε και να μιλάω γι’ αυτό; Γιατί εσύ φαίνεται να σκέφτεσαι μονάχα τη δύναμή του, αν πέσει στα χέρια του Εχθρού: για τις κακές του χρήσεις κι όχι για τις καλές. Λες πως ο κόσμος αλλάζει. Η Μίνας Τίριθ θα πέσει αν το Δαχτυλίδι μείνει. Αλλά γιατί; Βέβαια, έτσι είναι αν το Δαχτυλίδι το είχε ο Εχθρός. Αλλά γιατί, αν το είχαμε εμείς;
— Μα δεν ήσουν στο Συμβούλιο; απάντησε ο Φρόντο. Γιατί δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε· κι ό,τι γίνεται μ’ αυτό μετατρέπεται σε κακό.
Ο Μπορομίρ σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει ανυπόμονα.
— Λοιπόν, συνεχίζεις, φώναξε. Ο Γκάνταλφ, ο Έλροντ — όλοι τους αυτό σ’ έμαθαν να λες. Για τον εαυτό τους μπορεί και να ’χουν δίκιο. Αυτά τα ξωτικά, τα μισοξωτικά κι οι μάγοι μπορεί και να πάθουν κακό ίσως. Αλλ’ όμως εγώ πολλές φορές αμφιβάλλω αν είναι σοφοί κι όχι δειλοί. Αλλά ο καθένας μιλάει για λογαριασμό του. Σωστοί Άνθρωποι δε θα διαφθείρονταν. Εμείς που ζούμε στη Μίνας Τίριθ μείναμε δυνατοί μέσα από πολλά χρόνια δοκιμασιών. Δε θέλουμε τη δύναμη των μάγων-αρχόντων, μόνο τη δύναμη να υπερασπίσουμε τον εαυτό μας, δύναμη για ένα δίκαιο σκοπό. Και να! Στην ώρα της ανάγκης μας η τύχη φέρνει στο φως το Δαχτυλίδι της Δύναμης. Εγώ λέω πως είναι δώρο: δώρο στους εχθρούς της Μόρντορ. Είναι τρέλα να μη χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη του Εχθρού εναντίον του. Οι άφοβοι, οι άτεγκτοι, αυτοί μόνο θα πετύχουν τη νίκη. Τι δε θα ’κανε αυτή την ώρα ένας πολεμιστής, ένας μεγάλος αρχηγός; Τι δε θα ΄κανε ο Άραγκορν; Ή, αν αρνηθεί, γιατί όχι ο Μπορομίρ; Το Δαχτυλίδι θα μου ’δινε Εξουσία. Πώς θα ’διωχνα τα στίφη της Μόρντορ κι όλοι οι άντρες θα ’τρεχαν πίσω απ’ τη σημαία μου!
Ο Μπορομίρ βημάτιζε πάνω κάτω μιλώντας όλο και πιο δυνατά. Φαινόταν να ’χει σχεδόν ξεχάσει το Φρόντο, όσο μιλούσε για τείχη και όπλα και στρατολογίες· κι έκανε σχέδια για μεγάλες συμμαχίες κι ένδοξες νίκες· και καθυπόταζε τη Μόρντορ κι αυτός γινόταν πανίσχυρος βασιλιάς, καλόγνωμος και σοφός. Απότομα σταμάτησε κι ανέμισε τα χέρια του.
— Κι αυτοί μας λένε να το πετάξουμε! φώναξε. Εγώ όμως δε λέω καταστρέψτε το. Θα το ’λεγα, αν η λογική μού έλεγε πως υπάρχει ελπίδα να το καταφέρουμε. Αλλά δεν υπάρχει. Το μόνο σχέδιο που μας πρότειναν είναι να πάει στα τυφλά στη Μόρντορ ένα ανθρωπάκι και να δώσει έτσι στον Εχθρό κάθε ευκαιρία να το βρει και να το πάρει μόνος του. Παραλογισμός!
» Δεν το βλέπεις, φίλε μου; είπε γυρίζοντας τώρα ξαφνικά στο Φρόντο πάλι. Λες πως φοβάσαι. Κι αν είναι έτσι, κι οι πιο τολμηροί θα πρέπει να σε συχωρέσουν. Αλλά μήπως είναι ο κοινός σου νους που επαναστατεί;
— Φοβάμαι πως όχι, είπε ο Φρόντο. Απλώς φοβάμαι. Αλλά χαίρομαι που σε άκουσα να μιλάς τόσο σταράτα. Τώρα η απόφασή μου είναι πιο ξεκαθαρισμένη.
— Θα ’ρθεις, λοιπόν, στη Μίνας Τίριθ; φώναξε ο Μπορομίρ. Τα μάτια του έλαμψαν και το πρόσωπό του ζωήρεψε.
— Με αντιλαμβάνεσαι λάθος, είπε ο Φρόντο.
— Θα ’ρθεις όμως τουλάχιστο για λίγο, επέμεινε ο Μπορομίρ. Η πόλη μου τώρα δεν είναι μακριά· κι από δω στη Μόρντορ είναι μακρύτερα, παρά από κει. Βρισκόμαστε για πολύ καιρό στις ερημιές και χρειάζεσαι νέα για το τι κάνει ο Εχθρός πριν κινηθείς. Έλα μαζί μου, Φρόντο, είπε. Χρειάζεσαι ανάπαυση πριν την απόπειρά σου, αν πρέπει να πας.