Έβαλε το χέρι του στον ώμο του χόμπιτ φιλικά· αλλά ο Φρόντο το ένιωσε να τρέμει με συγκρατημένη έξαψη. Πισωπάτησε γρήγορα και κοίταξε με τρόμο τον Άνθρωπο, που ήταν σχεδόν διπλός απ’ αυτόν στο ύψος και πολλές φορές πιο δυνατός.
— Γιατί είσαι τόσο εχθρικός; είπε ο Μπορομίρ. Εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος, δεν είμαι ούτε κλέφτης ούτε έμπορος. Χρειάζομαι το Δαχτυλίδι σου: αυτό το ξέρεις τώρα· αλλά σου δίνω το λόγο μου πως δεν επιθυμώ να το κρατήσω. Τουλάχιστο δε θα μ’ αφήσεις να δοκιμάσω το σχέδιο μου; Δάνεισέ μου το Δαχτυλίδι!
— Όχι! Όχι! φώναξε ο Φρόντο. Το Συμβούλιο το εμπιστεύτηκε σε μένα.
— Απ’ τη δική μας ανοησία θα μας νικήσει ο Εχθρός, φώναξε ο Μπορομίρ. Να γιατί θυμώνω! Ανόητε! Πεισματάρη ανόητε! Πού πας τρέχοντας με τη θέλησή σου στο θάνατο και καταστρέφεις το σκοπό μας. Αν κάποιοι έχουν δικαιώματα πάνω στο Δαχτυλίδι, αυτοί είναι ο λαός του Νούμενορ κι όχι οι Μικρούληδες. Δεν είναι δικό σου παρά από κακή συγκυρία. Θα μπορούσε να ήταν και δικό μου. Δώσ’ το μου!
Ο Φρόντο δεν απάντησε, αλλά απομακρύνθηκε ώσπου η μεγάλη επίπεδη πέτρα βρέθηκε ανάμεσά τους.
— Έλα, έλα, φίλε μου! είπε ο Μπορομίρ με μαλακότερη φωνή. Γιατί να μην το ξεφορτωθείς; Γιατί να μην απαλλαγείς απ’ τις αμφιβολίες και τους φόβους σου; Μπορείς να ρίξεις την ευθύνη σε μένα, αν θέλεις. Μπορείς να πεις πως ήμουν πιο δυνατός και σ’ το πήρα με τη βία. Γιατί είμαι πιο δυνατός από σένα, μικρούλη, φώναξε· και ξαφνικά πήδηξε πάνω απ’ την πέτρα και όρμησε στο Φρόντο.
Το όμορφο και καλοσυνάτο του πρόσωπο ήταν απαίσια αλλοιωμένο· φωτιά μαινόταν στα μάτια του.
Ο Φρόντο τραβήχτηκε στο πλάι και ξανάφερε την πέτρα ανάμεσά τους. Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να κάνει: τρέμοντας τράβηξε έξω το Δαχτυλίδι στην αλυσίδα του και γρήγορα το πέρασε στο δάχτυλό του, τη στιγμή ακριβώς που ο Μπορομίρ πηδούσε ξανά καταπάνω του. Ο Άνθρωπος ξαφνιάστηκε, γούρλωσε τα μάτια του για μια στιγμή απορημένος κι ύστερα άρχισε να τρέχει ξέφρενα γύρω γύρω, ψάχνοντας εδώ κι εκεί ανάμεσα στις πέτρες και στα δέντρα.
— Άθλιε απατεώνα! φώναξε. Μη σε πιάσω στα χέρια μου! Τώρα βλέπω το σκοπό σου. Θα πας το Δαχτυλίδι στο Σόρον και θα μας πουλήσεις όλους. Περίμενες μόνο την ευκαιρία για να μας αφήσεις σύξυλους. Κατάρα και θάνατος σ’ όλους τους μικρούληδες!
Τότε σκόνταψε το πόδι του σε μια πέτρα κι έπεσε φαρδύς πλατύς μπρούμυτα. Για λίγο έμεινε ακίνητος λες κι η κατάρα του να είχε πέσει απάνω του· ύστερα απότομα έβαλε τα κλάματα.
Σηκώθηκε και πέρασε το χέρι του πάνω απ’ τα μάτια του, διώχνοντας τα δάκρυα.
— Τι είπα; φώναξε. Τι έκανα; Φρόντο, Φρόντο! φώναξε. Έλα πίσω! Μου ’ρθε τρέλα, αλλά τώρα μου πέρασε. Έλα πίσω.
Δεν ακούστηκε απάντηση. Ο Φρόντο δεν άκουσε ούτε τις φωνές του. Ήταν κιόλας μακριά, ανέβαινε τυφλά το μονοπάτι για τη λοφοκορφή. Τρόμος και λύπη τον τάραζαν καθώς ξανάβλεπε στη σκέψη του το τρελό άγριο πρόσωπο του Μπορομίρ και τα πύρινα μάτια του.
Γρήγορα έφτασε μονάχος στην κορφή του Άμον Χεν και σταμάτησε με την ανάσα κομμένη. Είδε σαν μέσα από ομίχλη έναν φαρδύ επίπεδο κύκλο, στρωμένο με τεράστιες πλάκες και περιτριγυρισμένο με μισογκρεμισμένες πολεμίστρες· και στη μέση, στημένο πάνω σε τέσσερις σκαλιστές κολόνες, ήταν ένα ψηλό κάθισμα, που το έφτανες από μια σκάλα με πολλά σκαλοπάτια. Ανέβηκε απάνω και κάθισε στο αρχαίο θρονί, νιώθοντας σαν χαμένο παιδί που είχε σκαρφαλώσει στο θρόνο των βασιλιάδων των Βουνών.
Στην αρχή πολύ λίγα μπορούσε να δει. Του φαινόταν πως βρισκόταν σ’ έναν ομιχλιασμένο κόσμο που είχε μόνο ίσκιους: τον είχε το Δαχτυλίδι στην εξουσία του. Ύστερα, πέρα δώθε, η ομίχλη υποχώρησε κι είδε πολλά οράματα: μικρά και καθαρά, λες και βρίσκονταν κάτω από τα μάτια του σε τραπέζι, μακρινά όμως. Δεν άκουγε τίποτα, έβλεπε μόνο ζωηρές ζωντανές εικόνες. Ο κόσμος λες κι είχε ζαρώσει και σωπάσει. Καθόταν στη Θέση της Όρασης στο Άμον Χεν, στο Λόφο του Ματιού των Ανθρώπων του Νούμενορ. Ανατολικά είδε απέραντες αχαρτογράφητες περιοχές, πεδιάδες δίχως όνομα κι ανεξερεύνητα δάση. Στο Βοριά σαν κοίταξε είδε το Μεγάλο Ποταμό ν’ απλώνεται σαν κορδέλα στα πόδια του και τα Ομιχλιασμένα Βουνά υψώνονταν μικρά και σκληρά σαν σπασμένα δόντια. Δυτικά είδε τ’ απέραντα βοσκοτόπια του Ρόαν· και το Όρθανκ, την πέτρινη κορφή του Ίσενγκαρντ, σαν μαύρη αγκίδα. Στο Νοτιά είδε, ακριβώς κάτω από τα πόδια του. το Μεγάλο Ποταμό, κουλουριασμένο γυριστό κύμα, που έπεφτε απ’ τους καταρράκτες του Ράουρος σ’ ένα αφρισμένο χαντάκι· ένα γυαλιστερό ουράνιο τόξο έπαιζε στο σύννεφο του ατμού. Και είδε το Έθιρ Άντουιν το μεγάλο δέλτα του Ποταμού και μυριάδες θαλασσοπούλια να στριφογυρίζουν σαν άσπρη σκόνη στον ήλιο και κάτω μια ασημοπράσινη θάλασσα να κυματίζει ατέλειωτα.