Αλλά όπου κι αν κοίταζε έβλεπε τα σημάδια του πολέμου. Τα Ομιχλιασμένα Βουνά ήταν σωστές μυρμηγκοφωλιές: Ορκ μπαινόβγαιναν από χιλιάδες τρύπες. Κάτω απ’ τα κλαδιά του Δάσους της Σκοτεινιάς πολεμούσαν κι έπεφταν Ξωτικά κι Άνθρωποι και απαίσια ζώα. Η χώρα των Αρκιδών καιγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη· ένα σύννεφο σκέπαζε τη Μόρια· καπνός ανέβαινε στα σύνορα του Λόριεν.
Καβαλάρηδες κάλπαζαν στα λιβάδια του Ρόαν· λύκοι ξεχύνονταν απ’ το Ίσενγκαρντ. Απ’ τα λιμάνια του Χάραντ ξεκινούσαν πολεμικά πλοία και στην Ανατολή Άνθρωποι κυκλοφορούσαν: πεζικό και τοξότες πάνω σ’ άλογα και άρματα οπλαρχηγών και αμάξια φορτωμένα ως πάνω. Όλη η δύναμη του Μαύρου Άρχοντα βρισκόταν επί ποδός πολέμου. Ύστερα κοιτάζοντας πάλι νότια είδε τη Μίνας Τίριθ. Έδειχνε μακρινή κι όμορφη: με άσπρα τείχη και πολλούς πύργους, περήφανη και θαυμαστή πάνω στη βουνίσια της θέση· οι πολεμίστρες της γυάλιζαν από ατσάλι κι οι πυργίσκοι της ήταν ζωηρόχρωμοι γεμάτοι σημαίες. Η ελπίδα αναθάρρεψε μέσα του. Αλλά ενάντια στη Μίνας Τίριθ ορθωνόταν ένα άλλο κάστρο, πιο μεγάλο και δυνατό. Κατά κει, ανατολικά, άθελά του, στράφηκαν τα μάτια του. Πέρασαν τις γκρεμισμένες γέφυρες της Οσγκίλιαθ, τις πύλες της Μίνας Μόργκουλ που χαμογελούσαν απαίσια και κοίταζαν το Γκόργκοροθ, την κοιλάδα του τρόμου στη Γη της Μόρντορ. Σκοτάδι απλωνόταν κάτω από τον Ήλιο εκεί. Φωτιές φεγγοβολούσαν ανάμεσα σε καπνούς. Το Βουνό του Χαμού φλεγόταν κι ανέβαζε μεγάλη αποφορά. Και τότε η ματιά του στάθηκε: τείχος στο τείχος και πολεμίστρα στην πολεμίστρα, αμέτρητα πανίσχυρο, σιδερένιο βουνό, ατσαλένια πύλη, διαμαντένιος πύργος, το είδε: το Μπαράντ-ντουρ, το Κάστρο του Σόρον. Κάθε ελπίδα έσβησε μέσα του.
Και ξαφνικά ένιωσε το Μάτι. Στο Μαύρο Πύργο είχε ένα μάτι που δεν κοιμόταν. Κατάλαβε πως είχε αντιληφθεί τη ματιά του. Μια άγρια ακοίμητη θέληση βρισκόταν εκεί. Τινάχτηκε προς το μέρος του· σχεδόν σαν δάχτυλο την ένιωσε που τον έψαχνε. Άγγιξε το Άμον Λόου. Κοίταξε το Τολ Μπράντιρ — ο Φρόντο πετάχτηκε απ’ το κάθισμα, μαζεύτηκε και σκέπασε το κεφάλι του με την γκρίζα του κουκούλα.
Άκουσε τον εαυτό του να ξεφωνίζει: Ποτέ, ποτέ! Ή μήπως ήταν: Στ’ αλήθεια, έρχομαι, έρχομαι σε σένα; Δεν ήταν σε θέση να το πει. Τότε σαν αστραπή από κάποιο άλλο σημείο δύναμης πέρασε απ’ το μυαλό του μια άλλη σκέψη: Βγάλ’ το! Βγάλ’ το! Ανόητε, βγάλ’ το! Βγάλε το Δαχτυλίδι!
Οι δυο δυνάμεις πάλευαν μέσα του. Για μια στιγμή, τέλεια ισορροπημένος ανάμεσα στις διαπεραστικές τους αιχμές, σφάδαζε, βασανιζόταν. Ξαφνικά όμως ένιωσε τον εαυτό του ξανά. Το Φρόντο, ούτε τη Φωνή ούτε το Μάτι: ελεύθερο να διαλέξει και μ’ ένα δευτερόλεπτο μόνο στη διάθεσή του για ν’ αποφασίσει. Έβγαλε το Δαχτυλίδι απ’ το δάχτυλό του. Ήταν γονατισμένος στο καθάριο φως του ήλιου μπροστά απ’ την ψηλή θέση. Μια μαύρη σκιά φάνηκε να περνάει σαν χέρι από πάνω του· παράβλεψε το Άμον Χεν, έψαξε δυτικά και ξεθώριασε. Ύστερα όλος ο ουρανός φάνηκε πεντακάθαρος και γαλάζιος και πουλιά κελαηδούσαν σ’ όλα τα δέντρα.
Ο Φρόντο σηκώθηκε όρθιος. Ένιωθε πολύ κουρασμένος, αλλά η θέλησή του ήταν σταθερή κι η καρδιά του ξαλαφρωμένη. Μίλησε δυνατά στον εαυτό του:
— Τώρα θα κάνω ό,τι πρέπει, είπε. Τουλάχιστον ένα είναι φανερό: το κακό του Δαχτυλιδιού έχει αρχίσει να δουλεύει και στην Ομάδα ακόμα, και το Δαχτυλίδι πρέπει να τους αφήσει πριν κάνει περισσότερο κακό. Θα πάω μονάχος. Μερικούς δεν τους εμπιστεύομαι κι εκείνους που μπορώ να εμπιστευτώ τους αγαπώ πάρα πολύ: καημένε μου Σαμ, Μέρι και Πίπιν. Κι ο Γοργοπόδαρος επίσης: η καρδιά του ποθεί τη Μίνας Τίριθ κι εκεί θα τον χρειαστούν, τώρα που ο Μπορομίρ έπεσε στο κακό. Θα πάω μονάχος. Τώρα αμέσως.
Κατηφόρισε γρήγορα το μονοπάτι κι έφτασε πίσω στην απλωσιά που τον είχε βρει ο Μπορομίρ. Σταμάτησε κι αφουγκράστηκε. Του φάνηκε πως άκουσε φωνές στο δάσος κοντά και κάτω στην παραλία.
— Θα με γυρεύουν, είπε. Πόσο άραγε να ’λειψα; Πολλές ώρες, φαντάζομαι. Δίστασε. Τι μπορώ να κάνω; μουρμούρισε. Πρέπει τώρα να φύγω αλλιώς δε θα φύγω ποτέ. Δε θα ξαναβρώ την ευκαιρία. Δε θέλω να τους αφήσω και μάλιστα δίχως εξήγηση. Αλλά σίγουρα θα καταλάβουν. Τουλάχιστον ο Σαμ. Και τι άλλο μπορώ να κάνω;
Αργά τράβηξε έξω το Δαχτυλίδι και το φόρεσε για άλλη μια φορά. Εξαφανίστηκε και κατέβηκε το λόφο κάνοντας λιγότερο θόρυβο κι απ’ το θρόισμα του ανέμου.
Οι άλλοι έμειναν για πολλή ώρα στην ακροποταμιά. Για αρκετό διάστημα είχαν μείνει σιωπηλοί, πηγαίνοντας πέρα δώθε νευρικά· αλλά τώρα ήταν καθισμένοι ένα γύρο και κουβέντιαζαν. Πότε πότε έκαναν προσπάθειες να μιλήσουν γι’ άλλα πράγματα, για το μεγάλο τους δρόμο και τις πολλές περιπέτειες. Ρωτούσαν τον Άραγκορν σχετικά με το βασίλειο της Γκόντορ και την αρχαία του ιστορία και για τα υπολείμματα απ’ τα μεγάλα του έργα που υπήρχαν ακόμα σ’ αυτή την παράξενη παραμεθόρια περιοχή του Έμιν Μιούιλ: για τους πέτρινους βασιλιάδες και τις θέσεις στο Λόου και στο Χεν και τη μεγάλη Σκάλα πλάι στους καταρράκτες του Ράουρος. Αλλά πάντα οι σκέψεις τους και τα λόγια τους γύριζαν πίσω στο Φρόντο και στο Δαχτυλίδι. Τι θ’ αποφάσιζε να κάνει ο Φρόντο; Γιατί δίσταζε;