— Ζυγίζει ποιος δρόμος είναι ο πιο απελπισμένος, νομίζω, είπε ο Άραγκορν. Και καλά κάνει. Τώρα είναι ακόμα περισσότερο παρά ποτέ χωρίς ελπίδα να πάει η Ομάδα ανατολικά, μιας και μας έχει εντοπίσει το Γκόλουμ και πρέπει να φοβόμαστε πως το μυστικό του ταξιδιού μας είναι κιόλας προδομένο. Αλλά η Μίνας Τίριθ δε μας φέρνει πιο κοντά στη Φωτιά και στην καταστροφή του Φορτίου.
» Μπορεί να μείνουμε εκεί για λίγο και ν’ αντισταθούμε γενναία· αλλά ο Άρχοντας Ντένεθορ κι οι άντρες του δεν μπορούν να ελπίζουν πως θα πετύχουν αυτό που ακόμα κι ο Έλροντ είπε πως ξεπερνά τη δύναμή του: ή να κρατήσει μυστικό το Φορτίο, ή ν’ αντισταθεί σ’ ολόκληρη τη δύναμη του Εχθρού σαν έρθει να το πάρει. Ποιο δρόμο θα διαλέγαμε εμείς στη θέση του Φρόντο; Δεν ξέρω. Τώρα είναι που πραγματικά μου λείπει περισσότερο ο Γκάνταλφ.
— Η απώλειά μας βαριά, είπε ο Λέγκολας. Αλλά έτσι όπως έχουν τα πράγματα πρέπει ν’ αποφασίσουμε χωρίς τη βοήθειά του. Γιατί δεν αποφασίζουμε, βοηθώντας έτσι το Φρόντο; Ελάτε να τον φωνάξουμε κι ύστερα να ψηφίσουμε! Εγώ θα ψήφιζα για τη Μίνας Τίριθ.
— Κι εγώ το ίδιο, είπε ο Γκίμλι. Εμείς βέβαια είμαστε σταλμένοι να βοηθήσουμε τον Κουβαλητή στο δρόμο και να μην πάμε πιο κάτω απ’ όσο θέλουμε· και κανείς από μας δε βρίσκεται κάτω από όρκο ή διαταγή να ψάξει να βρει το Βουνό του Χαμού. Σκληρά αποχωρίστηκα το Λοθλόριεν. Έχω όμως φτάσει ως εδώ και σας λέω αυτό: τώρα που πρέπει να διαλέξουμε για τελευταία φορά, βλέπω πως δεν μπορώ να εγκαταλείψω το Φρόντο. Εγώ θα διάλεγα τη Μίνας Τίριθ, αλλά αν αυτός δεν τη διαλέξει, τότε θα τον ακολουθήσω.
— Το ίδιο κι εγώ θα πάω μαζί του, είπε ο Λέγκολας. Δε θα ’μαατε πιστοί αν τον αποχαιρετούσαμε τώρα.
— Θα ήταν στ’ αλήθεια προδοσία, αν τον εγκαταλείπαμε όλοι, είπε ο Άραγκορν. Αλλά αν πάει ανατολικά, τότε δε χρειάζεται να πάμε όλοι μαζί του· ούτε νομίζω πως πρέπει. Αυτή η απόπειρα είναι χωρίς ελπίδες: το ίδιο και για οχτώ ή για τρεις, δύο ή κι ένα μονάχο. Αν θ’ αφήνατε εμένα να διαλέξω τότε θα διάλεγα τρεις συντρόφους: το Σαμ, που δε θ’ άντεχε διαφορετικά· τον Γκίμλι και τον εαυτό μου. Ο Μπορομίρ θα γυρίσει πίσω στην πόλη του που τον χρειάζεται ο πατέρας του κι ο λαός του· και μαζί του πρέπει να πάνε κι οι άλλοι, ή τουλάχιστον ο Μέριαντοκ κι ο Πέρεγκριν, αν ο Λέγκολας δε θέλει να μας αφήσει.
— Δε συμφωνώ καθόλου! φώναξε ο Μέρι. Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε το Φρόντο! Ο Πίπιν κι εγώ πάντοτε σκοπεύαμε να πάμε όπου κι αν πάει και δεν αλλάξαμε γνώμη. Αλλά δεν είχαμε καταλάβει αυτό τι σήμαινε. Φαινόταν διαφορετικό μακριά στο Σάιρ, ή και στο Σκιστό Λαγκάδι. Θα ήταν παράλογο και σκληρό ν’ αφήσουμε το Φρόντο να πάει στη Μόρντορ. Γιατί δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε;
— Πρέπει να τον σταματήσουμε, είπε ο Πίπιν. Κι είμαι σίγουρος πως αυτό τον στενοχωρεί. Ξέρει πως δε θα συμφωνήσουμε να τον αφήσουμε να πάει ανατολικά. Και δε θέλει να ζητήσει από κανένα να πάει μαζί του, ο καημένος. Φανταστείτε: να πάει στη Μόρντορ μονάχος!
Ο Πίπιν ανατρίχιασε.
Αλλά ο καλός μας γερο-χόμπιτ, ο ανόητος, έπρεπε να ξέρει πως δε θα χρειαστεί να το ζητήσει. Θα ’πρεπε να ξέρει πως, αν δεν μπορέσουμε να τον σταματήσουμε, δε θα τον εγκαταλείψουμε.
— Με την άδειά σας, είπε ο Σαμ. Δε νομίζω πως καταλαβαίνετε καθόλου τον κύριο μου. Δε διστάζει για το ποιο δρόμο να διαλέξει. Και βέβαια όχι! Και τι έχει να του προσφέρει η Μίνας Τίριθ, εδώ που τα λέμε; Γι’ αυτόν, θέλω να πω, με το συμπάθιο, Άρχοντα Μπορομίρ, πρόσθεσε και γύρισε.
Τότε πήραν είδηση πως ο Μπορομίρ, που στην αρχή καθόταν σιωπηλός έξω απ’ τον κύκλο, ήταν φευγάτος.
— Πού να πήγε τώρα; φώναξε ο Σαμ ανήσυχος. Τώρα τελευταία φέρεται κάπως παράξενα, έτσι μου φαίνεται. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, αυτουνού δεν του πέφτει λόγος σ’ αυτή την υπόθεση. Αυτός πάει σπίτι του, όπως συνέχεια μας το κοπανάει· και δεν τον κατηγορώ. Αλλά ο κύριος Φρόντο ξέρει πως πρέπει να βρει τις Σχισμές του Χαμού, αν μπορεί. Αλλά φοβάται. Τώρα που έφτασε ο κόμπος στο χτένι τον έχει πιάσει φόβος και τρόμος. Να τι τον βασανίζει. Βέβαια, έχει εκπαιδευτεί λιγάκι, δηλαδή — όλοι μας έχουμε, από τότε που φύγαμε απ’ τα σπίτια μας, ειδαλλιώς θα ήταν τόσο τρομαγμένος που θα ’χε πετάξει το Δαχτυλίδι στο Ποτάμι και θα το ’χε βάλει στα πόδια. Αλλά ακόμα φοβάται για να ξεκινήσει. Και δε στενοχωριέται για μας: για το αν θα πάμε μαζί του ή όχι. Ξέρει πως σκοπεύουμε να τον ακολουθήσουμε. Κι αυτό είναι και το άλλο που τον στενοχωρεί. Αν σφιχτεί και τ’ αποφασίσει να πάει, θα θελήσει να πάει μονάχος. Θυμηθείτε τα λόγια μου! Θα ’χουμε φασαρίες σα γυρίσει. Γιατί θα σφιχτεί και θα τ’ αποφασίσει σίγουρα, ή να μην τον λένε Μπάγκινς.