Το καθένα απ’ τα διάφορα αποχαιρετιστήρια δώρα είχε την ταμπελίτσα του, γραμμένη προσωπικά απ’ τον Μπίλμπο, κι αρκετές είχαν κάποιο ιδιαίτερο νόημα ή αστείο. Αλλά βέβαια τα πιο πολλά πράγματα πήγαιναν εκεί που υπήρχε ανάγκη και θα ήταν ευπρόσδεκτα. Οι φτωχότεροι χόμπιτ, ιδιαίτερα αυτοί που έμεναν στο Μπάγκσοτ Ρόου, βολεύτηκαν για τα καλά. Ο γερο-Γκάμγκη πήρε δυο σάκους πατάτες, ένα καινούριο φτυάρι, ένα μάλλινο γιλέκο και μια μποτίλια αλοιφή για τις κλειδώσεις που τρίζουν. Ο γερο-Ρόρι Μπράντιμπακ, σ’ ανταπόδοση της μεγάλης φιλοξενίας του, πήρε δώδεκα μποτίλιες απ’ τον Παλιό Αμπελώνα· ένα δυνατό κόκκινο κρασί απ’ τη Νότια Μοίρα, που ήταν τώρα πολύ παλιό, γιατί το είχε βάλει ο πατέρας του Μπίλμπο. Ο Ρόρι συγχώρεσε τελείως τον Μπίλμπο και δήλωσε, μετά την πρώτη μποτίλια, πως είναι σπουδαίος.
Για το Φρόντο περίσσεψαν άφθονα απ’ όλα. Και φυσικά, οι κυριότεροι θησαυροί, καθώς και τα βιβλία, εικόνες κι έπιπλα με το παραπάνω, έμειναν δικά του. Πουθενά όμως δεν υπήρχε ίχνος ή λέξη για λεφτά ή κοσμήματα: ούτε μια δεκάρα ή μια γυάλινη χάντρα δεν ήταν ανάμεσα στα δώρα.
Ο Φρόντο πέρασε δύσκολες ώρες εκείνο τ’ απόγευμα. Μια ψεύτικη διάδοση πως μοίραζαν δωρεάν όλο το νοικοκυριό απλώθηκε σαν φωτιά και σε λίγο το σπίτι γέμισε από κόσμο, που δεν είχε καμιά δουλειά εκεί, αλλά που δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν έξω. Οι ταμπελίτσες σκίστηκαν κι ανακατεύτηκαν, και ξέσπασαν καβγάδες. Μερικοί προσπάθησαν να κάνουν ανταλλαγές και συμφωνίες στο χολ κι άλλοι προσπάθησαν να το σκάσουν με μικροπράγματα που δεν ήταν γι’ αυτούς, ή με οτιδήποτε τους φαινόταν πως δεν το ήθελαν ή δεν το πρόσεχαν. Ο δρόμος στην εξώπορτα είχε πήξει από καροτσάκια και χειράμαξες.
Και μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία κατέφτασαν κι οι Σάκβιλ-Μπάγκινς. Ο Φρόντο είχε αποσυρθεί κι είχε αφήσει το φίλο του το Μέρι Μπράντιμπακ να προσέχει τα πράγματα. Όταν ο Όθο φωναχτά απαίτησε να δει το Φρόντο, ο Μέρι υποκλίθηκε ευγενικά!
— Είναι αδιάθετος, είπε. Ξεκουράζεται.
— Κρύβεται, θέλεις να πεις, είπε η Λομπέλια. Οπωσδήποτε εμείς θέλουμε να τον δούμε και σκοπεύουμε να τον δούμε. Πήγαινε και μήνυσε του το!
Ο Μέρι τους άφησε πολλή ώρα στο χολ κι έτσι είχαν τον καιρό ν’ ανακαλύψουν το αποχαιρετιστήριο δώρο των κουταλιών. Αυτό δεν έφτιαξε τη διάθεση τους. Τελικά τους πέρασαν στο γραφείο. Ο Φρόντο καθόταν σ’ ένα τραπέζι μ’ ένα σωρό χαρτιά μπροστά του. Φαινόταν κακοδιάθετος — τουλάχιστο για να δει τους Σάκβιλ-Μπάγκινς. Σηκώθηκε παίζοντας νευρικά με κάτι στην τσέπη του. Μίλησε όμως πολύ ευγενικά.
Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς φέρθηκαν μάλλον προσβλητικά. Άρχισαν προσφέροντάς του κακές τιμές ευκαιρίας (γιατί ήταν φίλοι τάχα) για διάφορα πράγματα αξίας που δεν είχαν ταμπελίτσα. Όταν ο Φρόντο απάντησε ότι έδιναν μόνο τα πράγματα που ειδικά είχε σημειώσει ο Μπίλμπο, είπαν πως όλη η υπόθεση δεν τους φαινόταν καθαρή.
— Μόνο ένα πράγμα μου είναι ξεκάθαρο εμένα, είπε ο Όθο, δηλαδή ότι εσύ βολεύεσαι μια χαρά απ’ όλη την υπόθεση. Απαιτώ να δω τη διαθήκη.
Ο Όθο θα ήταν ο κληρονόμος του Μπίλμπο, αν δε γινόταν η υιοθεσία του Φρόντο. Διάβασε τη διαθήκη προσεκτικά και ρουθούνισε. Αυτή ήταν, για κακή του τύχη, πολύ ευκολονόητη και σωστή (σύμφωνα με τα νομικά έθιμα των χόμπιτ, που απαιτούσαν, μαζί με όλα τ’ άλλα και εφτά υπογραφές μαρτύρων με κόκκινο μελάνι).
— Μας την έσκασαν πάλι! είπε στη γυναίκα του. Και περιμέναμε κι εξήντα χρόνια. Κουτάλια; Σαχλαμάρες!
Χτύπησε περιφρονητικά τα δάχτυλά του κάτω απ’ τη μύτη του Φρόντο κι έφυγε χτυπώντας τα πόδια του. Αλλά τη Λομπέλια δεν την ξεφορτωνόσουν έτσι εύκολα. Λίγο αργότερα βγήκε απ’ το γραφείο ο Φρόντο για να δει πώς πήγαιναν τα πράγματα και τη βρήκε ακόμα εκεί, να ψαχουλεύει τις γωνιές και τις γωνίτσες και να χτυπάει τα πατώματα. Τη συνόδεψε σταθερά στην εξώπορτα αφού πρώτα την ξαλάφρωσε από μερικά μικρά αλλά μάλλον πολύτιμα πράγματα, που είχαν κάπως πέσει μες στην ομπρέλα της. Το πρόσωπό της έδειχνε λες και το ’πνιγε η αγωνία να σκεφτεί να πει κάτι συντριπτικό φεύγοντας, αλλά το μόνο που βρήκε να πει, γυρίζοντας στο σκαλί, ήταν:
— Θα ζήσεις και θα το μετανιώσεις, νεαρέ! Γιατί δε φεύγεις κι εσύ; Δεν είσαι απ’ εδώ· δεν είσαι Μπάγκινς — εσύ — εσύ ’σαι ένας Μπράντιμπακ!
— Τ’ άκουσες αυτό, Μέρι; Αυτό, αν θέλεις, ήταν προσβολή, είπε ο Φρόντο, καθώς της έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα.
— Ήταν κομπλιμέντο, είπε ο Μέρι Μπράντιμπακ, κι έτσι, φυσικά, όχι αληθινό.
Έπειτα έκαναν ένα γύρο την τρύπα και πέταξαν έξω τρεις νεαρούς χόμπιτ (δυο Μπόφιν κι ένα Μπόλγκερ), που άνοιγαν τρύπες στους τοίχους σε μια απ’ τις κάβες. Ο Φρόντο αναγκάστηκε να ’ρθει στα χέρια με το νεαρό Σάντσο Μεγαλοπόδαρο (του γερο-Όντο του Μεγαλοπόδαρου τον εγγονό), που είχε αρχίσει ανασκαφές στο μεγαλύτερο κελάρι, που νόμισε πως άκουσε κούφιο ήχο. Ο θρύλος για το χρυσάφι του Μπίλμπο είχε εξάψει και την περιέργεια και την ελπίδα· γιατί θρυλικό χρυσάφι (που αποκτά κανείς με τρόπο μυστηριώδη, αν όχι και τελείως παράνομο) είναι, όπως το ξέρουν όλοι, για όποιον το βρει — εκτός και διακοπεί η έρευνα.