Ο Σαμ πέρασε το χέρι του πάνω απ’ τα μάτια του, σκουπίζοντας τα δάκρυα.
— Έλα, Γκάμγκη! είπε. Σκέψου, αν μπορείς! Δεν μπορεί ούτε να πετάξει πάνω από ποτάμια, ούτε να πηδήξει καταρράκτες. Δεν έχει ούτε αποσκευές. Άρα πρέπει να πάει πίσω στις βάρκες. Πίσω στις βάρκες! Πίσω στις βάρκες. Σαμ, τρέχα σαν αστραπή!
Ο Σαμ γύρισε και τρεχάλισε τον κατήφορο. Έπεσε και χτύπησε τα γόνατά του. Σηκώθηκε και συνέχισε να τρέχει. Έφτασε στην άκρη του λιβαδιού του Παρθ Γκάλεν στην ακρογιαλιά, που ήταν οι βάρκες τραβηγμένες έξω απ’ το νερό. Κανείς δεν ήταν εκεί. Του φάνηκε πως άκουσε φωνές στο δάσος πίσω, αλλά δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Στάθηκε για μια στιγμή πετρωμένος, χάσκοντας. Μια βάρκα γλιστρούσε στην όχθη από μόνη της. Με μια φωνή ο Σαμ άρχισε να τρέχει στο χορτάρι, Η βάρκα γλίστρησε στο νερό.
— Έρχομαι, κύριε Φρόντο! Έρχομαι! φώναξε ο Σαμ και πήδηξε απ’ την όχθη, προσπαθώντας ν’ αρπάξει τη βάρκα που έφευγε.
Δεν τα κατάφερε όμως. Του ξέφυγε για μια γυάρδα. Με μια φωνή κι ένα πλατς έπεσε με το κεφάλι στο βαθύ γρήγορο νερό. Γουργουρίζοντας βούλιαξε κι ο Ποταμός σκέπασε το σγουρό του κεφάλι.
Ένα επιφώνημα απελπισίας ακούστηκε απ’ την άδεια βάρκα. Το κουπί δούλεψε κι η βάρκα γύρισε. Ο Φρόντο μόλις που πρόλαβε κι άρπαξε το Σαμ απ’ τα μαλλιά καθώς βγήκε πάνω, πλατσουρίζοντας και γουργουρίζοντας. Τα καστανά στρογγυλά του μάτια ήταν γεμάτα φόβο.
— Έλα πάνω, Σαμ νεαρέ μου! είπε ο Φρόντο. Πιάσε το χέρι μου!
— Σώσε με, κύριε Φρόντο! φώναξε πνιχτά ο Σαμ. Πνίγομαι. Δε βλέπω το χέρι σου.
— Εδώ είναι. Μη με σφίγγεις έτσι, βρε παιδάκι μου! Δε σ’ αφήνω. Κούνα τα πόδια σου και μη σπαρταράς, γιατί θ’ αναποδογυρίσεις τη βάρκα. Έλα τώρα, πιάσου απ’ το πλάι κι άσε με να δουλέψω το κουπί!
Με μερικές κουπιές ο Φρόντο έφερε τη βάρκα ξανά στην όχθη κι ο Σαμ μπόρεσε, όπως όπως, να βγει έξω, μούσκεμα ως το κόκαλο. Ο Φρόντο έβγαλε το Δαχτυλίδι και βγήκε πάλι στη στεριά.
— Μωρέ απ’ όλους τους μπελάδες, εσύ είσαι ο χειρότερος, Σαμ! Είπε.
— Ω, κύριε Φρόντο, ήταν σκληρό! είπε ο Σαμ τρέμοντας. Πολύ σκληρό, να προσπαθήσεις να φύγεις χωρίς εμένα. Αν δεν είχα μαντέψει σωστά, πού θα ήσουνα τώρα;
— Ασφαλισμένος στο δρόμο μου.
— Ασφαλισμένος! είπε ο Σαμ. Καταμόναχος και χωρίς εμένα να σε βοηθάω: Εγώ δε θα το άντεχα, θα πέθαινα.
— Μπορεί και να πεθάνεις, αν έρθεις μαζί μου, Σαμ, είπε ο Φρόντο, κι αυτό δε θα το άντεχα εγώ.
— Ναι. αλλά αν έμενα τότε θα πέθαινα σίγουρα, είπε ο Σαμ.
— Μα πηγαίνω στη Μόρντορ.
— Αυτό το ξέρω πολύ καλά, κύριε Φρόντο. Και βέβαια πας. Κι εγώ έρχομαι μαζί σου.
— Λοιπόν. Σαμ, είπε ο Φρόντο, μη με καθυστερείς! Οι άλλοι όπου να ’ναι θα φανούν. Αν με προλάβουν εδώ, θα πρέπει ν’ αρχίσω να τσακώνομαι και να εξηγώ και ποτέ δε θα ’χω ούτε την καρδιά ούτε την ευκαιρία να φύγω. Αλλά πρέπει να φύγω αμέσως. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος.
— Και βέβαια αυτός είναι, απάντησε ο Σαμ. Αλλά όχι μονάχος. Ή θά ’ρθω κι εγώ, ή δε θα πάει κανείς μας. Θα τρυπήσω όλες τις βάρκες.
Ο Φρόντο τότε γέλασε στ’ αλήθεια. Μια ξαφνική ζεστασιά και χαρά άγγιξαν την καρδιά του.
— Άφησε μία! είπε. Θα τη χρειαστούμε. Αλλά δεν μπορείς να ’ρθεις έτσι χωρίς τα πράγματά σου ή τρόφιμα ή τίποτα.
— Μια στιγμή μονάχα και θα τα φέρω! φώναξε ο Σαμ πρόθυμα. Είναι όλα έτοιμα. Το φανταζόμουνα πως θα φεύγαμε σήμερα.
Έτρεξε στον τόπο της κατασκήνωσης και ψάρεψε το σακίδιό του απ’ το σωρό που ο Φρόντο το είχε βάλει όταν άδειασε τη βάρκα απ’ τα πράγματα των συντρόφων του, άρπαξε μια περισσευούμενη κουβέρτα και μερικά πακέτα με τρόφιμα και γύρισε πίσω τρέχοντας.
— Έτσι όλο μου το σχέδιο χάλασε! είπε ο Φρόντο. Δεν κερδίζω τίποτα να προσπαθώ να σου ξεφύγω. Αλλά είμαι χαρούμενος, Σαμ. Δεν μπορώ να σου πω πόσο χαρούμενος. Έλα! Είναι φανερό πως η μοίρα μας είναι να πάμε μαζί. Θα πάμε και μακάρι οι άλλοι να βρουν ασφαλισμένο δρόμο! Ο Γοργοπόδαρος θα τους φροντίσει. Δε φαντάζομαι πως θα τους ξαναδούμε.
— Κι όμως μπορεί, κύριε Φρόντο. Μπορεί, είπε ο Σαμ.
Έτσι ο Φρόντο κι ο Σαμ ξεκίνησαν για την τελευταία φάση της Αποστολής μαζί. Ο Φρόντο δούλευε τα κουπιά κι ο Ποταμός τους πήρε γρήγορα μακριά, καθώς κατέβαινε τη δυτική πλευρά και προσπερνούσε τους συνοφρυωμένους γκρεμούς του Τολ Μπράντιρ. Το βουητό του μεγάλου καταρράκτη πλησίαζε. Ακόμα και μ’ όση βοήθεια μπορούσε να προσφέρει ο Σαμ, ήταν πολύ δύσκολη δουλειά να διασχίσουν το ρεύμα στη νότια άκρη του νησιού και να οδηγήσουν τη βάρκα ανατολικά στην απέναντι ακτή. Τέλος, έφτασαν σε στεριά πάλι, στις νότιες πλευρές του Άμον Λόου. Εκεί βρήκαν μια κατάλληλη μεριά και τράβηξαν έξω τη βάρκα, ψηλά έξω απ’ το νερό και την έκρυψαν όσο πιο καλά μπορούσαν πίσω από ένα βράχο. Έπειτα φορτώθηκαν τα πράγματα τους και ξεκίνησαν, γυρεύοντας ένα μονοπάτι που θα τους περνούσε πάνω απ’ τους γκρίζους λόφους του Έμιν Μιούιλ και θα τους κατέβαζε στη Γη της Σκιάς.