Выбрать главу

Όταν νίκησε το Σάντσο και τον έσπρωξε έξω, ο Φρόντο κατάρρευσε πάνω σε μια καρέκλα στο χολ.

— Ώρα να το κλείσουμε το μαγαζί, Μέρι, είπε. Κλείδωσε την πόρτα και μην ανοίγεις σε κανένα σήμερα, ούτε ακόμα κι αν φέρουν πολεμικό έμβολο να τη σπάσουν. Μετά πήγε να πιει ένα καθυστερημένο φλιτζάνι τσάι για να συνέλθει.

Μόλις είχε καθίσει κάτω, όταν ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στην μπροστινή πόρτα.

«Σίγουρα η Λομπέλια θα ’ναι, σκέφτηκε. Θα πρέπει να βρήκε κάτι πολύ τσουχτερό κι ήρθε πίσω πάλι για να το πει. Ασ’ το να περιμένει.»

Συνέχισε να πίνει το τσάι του. Το χτύπημα επαναλήφθηκε πιο δυνατά, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ξαφνικά, το κεφάλι του μάγου φάνηκε στο παράθυρο.

— Αν δε μ’ ανοίξεις να μπω, Φρόντο, θ’ ανατινάξω την πόρτα σου μες στην τρύπα σου και θα βγει απ’ την άλλη μεριά του Λόφου, είπε.

— Αγαπητέ μου Γκάνταλφ! Μισό λεπτό! φώναξε ο Φρόντο τρέχοντας απ’ το δωμάτιο στην πόρτα. Έλα μέσα! Έλα μέσα! Νόμιζα πως ήταν η Λομπέλια.

— Τότε συγχωρεμένος να ’σαι. Αλλά την είδα λίγη ώρα πριν σ’ ένα πόνι μ’ ένα κάρο να πηγαίνει κατά το Νεροχώρι μ’ ένα πρόσωπο τόσο άγριο που θα έπηζε και φρέσκο γάλα.

— Εμένα μ’ είχε κιόλας πήξει, σχεδόν. Ειλικρινά, παραλίγο να φορέσω το δαχτυλίδι του Μπίλμπο. Τόσο ένιωθα την ανάγκη να εξαφανιστώ.

— Το νου σου, μη σου ξεφύγει και το κάνεις αυτό! είπε ο Γκάνταλφ ενώ καθόταν. Πρόσεχε το αυτό το δαχτυλίδι, Φρόντο. Γιατί αλήθεια, ως ένα σημείο, γι’ αυτό είναι που έχω έρθει να σου πα) μια τελευταία κουβέντα.

— Λοιπόν;

— Τι ξέρεις ως τώρα;

— Μόνο ό,τι μου είπε ο Μπίλμπο. Άκουσα την ιστορία του: πώς το βρήκε και πώς το χρησιμοποίησε: στο ταξίδι του, θέλω να πω.

— Αναρωτιέμαι όμως ποια ιστορία, είπε ο Γκάνταλφ.

— Α, όχι εκείνη που είπε στους νάνους και την έβαλε και στο βιβλίο του, είπε ο Φρόντο. Μου είπε την αληθινή ιστορία όταν ήρθα να μείνω εδώ. Είπε πως δεν τον άφησες σε χλωρό κλαρί μέχρι που να σου την πει κι έτσι καλό ήταν να την ξέρω κι εγώ. «Δεν πρέπει να υπάρχουν μυστικά ανάμεσά μας, Φρόντο, είπε, αλλά δεν πρέπει να πάνε παραπέρα. Γιατί, όπως και να το πάρεις, δικό μου είναι!»

— Ενδιαφέρον, είπε ο Γκάνταλφ. Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;

— Αν εννοείς όλη εκείνη την εφεύρεση για το «δώρο», λοιπόν, σκέφτηκα πως η πραγματική ιστορία ήταν πάρα πολύ πιο πιθανή και δεν μπόρεσα καθόλου να καταλάβω για ποιο λόγο να την αλλάξει. Ήταν εντελώς έξω από το χαρακτήρα του Μπίλμπο να κάνει κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και μου φάνηκε κάπως παράξενο.

— Έτσι μου φάνηκε κι εμένα. Αλλά παράξενα πράγματα μπορούν να συμβούν σ’ εκείνους που έχουν τέτοιους θησαυρούς — αν τους χρησιμοποιούν. Ας σου είναι αυτό προειδοποίηση ώστε να είσαι πολύ προσεκτικός μαζί του. Ίσως έχει κι άλλες δυνάμεις εκτός απ’ το να σε κάνει απλώς να εξαφανίζεσαι όταν θέλεις.

— Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Φρόντο.

— Ούτε κι εγώ, απάντησε ο μάγος. Απλώς έχω αρχίσει ν’ αναρωτιέμαι γι’ αυτό το δαχτυλίδι, ιδιαίτερα ύστερα από χτες το βράδυ. Δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς. Αλλά, αν θέλεις τη συμβουλή μου, να το χρησιμοποιείς πολύ σπάνια ή και καθόλου. Τουλάχιστο σε παρακαλώ να μην το χρησιμοποιήσεις έτσι που να προξενήσεις θόρυβο ή να ξυπνήσεις υποψίες. Και πάλι σου λέω: φύλαξέ το ασφαλισμένο και κρυφό.

— Είσαι πολύ μυστηριώδης! Τι φοβάσαι;

— Δεν είμαι σίγουρος, και γι’ αυτό δε θα πω περισσότερα. Ίσως να μπορέσω να σου πω κάτι σα γυρίσω. Φεύγω αμέσως· γι’ αυτό, προς το παρόν, αντίο.

Σηκώθηκε.

— Αμέσως κιόλας! φώναξε ο Φρόντο. Γιατί; Νόμιζα πως θα ’μενες τουλάχιστο για μια βδομάδα. Περίμενα να με βοηθήσεις.

— Έτσι έλεγα κι εγώ — μα χρειάζεται ν’ αλλάξω απόφαση. Μπορεί να λείψω για καιρό. Θά ’ρθω όμως να σε ξαναδώ, αμέσως μόλις μπορέσω. Να με περιμένεις, όταν με δεις. Θα γλιστρήσω μέσα χωρίς θόρυβο. Δε θα ξαναεπισκεφτώ συχνά φανερά το Σάιρ πάλι. Βρίσκω πως έχω χάσει κάπως τη δημοτικότητά μου. Λένε πως είμαι ενοχλητικός και πως τους χαλάω την ησυχία. Μερικοί μάλιστα με κατηγορούν πως εγώ εξαφάνισα τον Μπίλμπο κι άλλα χειρότερα. Κι αν θέλεις να ξέρεις, υποτίθεται πως εσύ κι εγώ συνωμοτούμε για να βάλουμε στο χέρι τα πλούτη του.

— Μερικοί! ξεφώνισε ο Φρόντο. Θες να πεις τον Όθο και τη Λομπέλια. Λυτό είναι απαίσιο! Εγώ θα τους το ’δινα το Μπαγκ Εντ κι όλα του τα καλά, αν μπορούσα να έφερνα τον Μπίλμπο πίσω και να πήγαινα μαζί του. Το Σάιρ το αγαπώ. Αλλά κάπως όμως αρχίζω να εύχομαι να είχα κι εγώ φύγει. Αναρωτιέμαι αν θα τον ξαναδώ ποτέ.