Выбрать главу

— Το ίδιο κι εγώ, είπε ο Γκάνταλφ. Κι αναρωτιέμαι ακόμα και για πολλά άλλα πράγματα. Γεια σου, τώρα! Να προσέχεις τον εαυτό σου! Και να ’χεις το νου σου για μένα, ιδιαίτερα σε ώρες ακατάλληλες. Αντίο!

Ο Φρόντο τον έβγαλε μέχρι την πόρτα. Αυτός κούνησε μια τελευταία φορά το χέρι του κι έφυγε, περπατώντας εκπληκτικά γρήγορα. Ο Φρόντο όμως είχε την εντύπωση ότι ο γερο-μάγος φαινόταν ασυνήθιστα καμπουριασμένος, λες και κουβαλούσε κάποιο μεγάλο βάρος.

Το δειλινό προχωρούσε και η σκεπασμένη με το μανδύα σιλουέτα του γρήγορα χάθηκε στο λυκόφωτο. Πέρασε πολύς καιρός για να τον δει ο Φρόντο ξανά.

Κεφάλαιο II

Η ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΩΝ

Οι συζητήσεις δεν έπαψαν ούτε σε εννιά ούτε σε ενενήντα εννιά μέρες. Η δεύτερη εξαφάνιση του κυρίου Μπίλμπο Μπάγκινς έγινε θέμα συζητήσεων στο Χόμπιτον και στ’ αλήθεια, σ’ όλο το Σάιρ, για ένα χρόνο και μια μέρα όπως λένε, και τη θυμόντουσαν δε πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Έγινε παραμύθι για τους μικρούς χόμπιτ στο παραγώνι και τελικά ο τρελο-Μπάγκινς, που εξαφανιζόταν μ’ ένα μπαμ και μια αστραπή και ξαναφανερωνόταν με σάκους γεμάτους χρυσάφι και στολίδια, έγινε αγαπημένος ήρωας σε θρύλους κι έζησε για πολύ. ακόμη κι όταν τ’ αληθινά γεγονότα είχαν πια ξεχαστεί.

Στο μεταξύ όμως, πίστευαν γενικά στη γειτονιά ότι ο Μπίλμπο, που πάντα ήταν λιγάκι λοξός, είχε τελικά αποτρελαθεί κι είχε πάρει τους δρόμους. Εκεί το δίχως άλλο θα’ ’χε πέσει σε καμιά λίμνη ή σε κανένα ποτάμι και θα ’χε βρει ένα τραγικό, αλλά όχι και πριν της ώρας του, τέλος. Και την ευθύνη τη φόρτωναν κυρίως στον Γκάνταλφ.

— Αν αυτός ο συφοριασμένος ο μάγος άφηνε ήσυχο το νεαρό το Φρόντο, ίσως και να κάτσει στ’ αυγά του και να βάλει λίγο χομπιτο-μυαλό, έλεγαν.

Και όπως φαινόταν ο μάγος άφησε το Φρόντο ήσυχο κι αυτός κάθισε στ’ αυγά του, αλλά δε φαινόταν να ’βαλε και πολύ χομπιτο-μυαλό. Γιατί στ’ αλήθεια, αυτός αμέσως άρχισε ν’ ακολουθεί τη φήμη του Μπίλμπο στην παραξενιά. Αρνήθηκε να φορέσει μαύρα και να πενθήσει και την άλλη χρονιά έκανε πάρτι για να τιμήσει τα εκατόν δώδεκα χρόνια του Μπίλμπο, που το είπε το ένα εικοστό του τόνου[6], αλλά δεν ήταν σαν το περσινό, γιατί είχε μόνο είκοσι καλεσμένους, κι έκανε τόσα γεύματα., που χιόνισε φαΐ κι έβρεξε ποτό. όπως λένε οι χόμπιτ.

Μερικοί σοκαρίστηκαν κάπως, ο Φρόντο όμως συνέχισε να κάνει το Πάρτι των Γεννεθλίων του Μπίλμπο κάθε χρόνο, μέχρι που το συνήθισαν. Ο Φρόντο έλεγε ότι δεν πίστευε πως ο Μπίλμπο ήταν πεθαμένος. Όταν όμως τον ρωτούσαν: «Πού είναι λοιπόν;» τότε σήκωνε τους ώμους.

Ζούσε μόνος όπως κι ο Μπίλμπο, αλλά είχε πολλούς φίλους, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νεότερους χόμπιτ (κυρίως απογόνους του Γερο-Τούκ) που, όταν ήταν παιδιά, αγαπούσαν τον Μπίλμπο κι έκαναν συχνές επισκέψεις στο Μπαγκ Εντ. Ο Φόλκο Μπόφιν κι ο Φρέντεγκαρ Μπόλγκερ, ήταν δυο απ’ αυτούς. Οι πιο καλοί του φίλοι όμως ήταν ο Πέρεγκριν Τουκ που συνήθως τον έλεγαν Πίπιν κι ο Μέρι Μπράντιμπακ (το πραγματικό του όνομα ήταν Μέριαντοκ, αλλά σπάνια το θυμόντουσαν). Ο Φρόντο έβγαινε μεγάλες βόλτες στο Σάιρ μαζί τους, αλλά πιο συχνά περιπλανιόταν μόνος του κι απορούσαν, ο μυαλωμένος κόσμος, που τον έβλεπαν μερικές φορές μακριά απ’ το σπίτι του να περπατάει στους λόφους και στα δάση στην αστροφεγγιά. Ο Μέρι κι ο Πίπιν υποψιάζονταν ότι επισκεπτόταν τα Ξωτικά μερικές φορές, όπως έκανε ο Μπίλμπο.

Καθώς ο καιρός περνούσε, ο κόσμος άρχισε να προσέχει ότι κι ο Φρόντο έδειχνε σημάδια πως ήταν «καλοδιατηρημένος»: εξωτερικά διατηρούσε την εμφάνιση ενός υγιέστατου και δραστήριου χόμπιτ που μόλις μπήκε στα τριάντα. «Μερικοί έχουν την τύχη όλη», έλεγαν· αλλά δεν ήταν παρά μόνο όταν ο Φρόντο πλησίασε τη συνήθως πιο σοβαρή ηλικία των πενήντα που άρχισαν να τον βρίσκουν αλλόκοτο.

Ο Φρόντο, μετά απ’ το αρχικό σοκ, ανακάλυψε ότι το να είναι ο κύριος Μπάγκινς του Μπαγκ Εντ ήταν μάλλον ευχάριστο. Για αρκετά χρόνια ήταν εντελώς ευτυχισμένος και δεν πολυνοιαζόταν για το μέλλον. Αλλά, χωρίς κι αυτό καλά καλά να το καταλάβει, η λύπη, που δεν είχε πάει μαζί με τον Μπίλμπο, σιγά σιγά φούντωνε. Έπιασε τον εαυτό του ν’ αναρωτιέται μερικές φορές, ιδιαίτερα το φθινόπωρο, για τις άγριες χώρες, και παράξενα οράματα βουνών, που δεν τα ’χε δει ποτέ του, έρχονταν στα όνειρά του. Άρχισε να μονολογεί: «Ίσως μια μέρα να τον περάσω κι εγώ τον ποταμό». Σ’ αυτά τα λόγια όμως το άλλο μισό του μυαλό πάντοτε απαντούσε: «Όχι ακόμα».

Αυτό συνέχισε μέχρι που τα σαράντα του πέρασαν και τα γενέθλια για τα πενήντα του πλησίαζαν: Τα πενήντα ήταν ένας αριθμός που τον ένιωθε κάπως σπουδαίο (ή μοιραίο)· και, όπως και να ’χε το πράγμα, ήταν η ηλικία που είχε τύχει ξαφνικά στον Μπίλμπο η περιπέτειά του. Ο Φρόντο άρχισε να μην μπορεί να σταθεί πουθενά και τα παλιά τα μονοπάτια τού φαίνονταν πολυπατημένα. Κοίταζε διάφορους χάρτες και αναρωτιόταν τι να βρίσκεται πέρα απ’ τις άκρες τους: οι χάρτες οι φτιαγμένοι στο Σάιρ έδειχναν κυρίως άσπρες περιοχές πέρα απ’ τα σύνορά του. Άρχισε να περιπλανιέται όλο και πιο μακριά κι όλο συχνότερα μόνος του· ο Μέρι και οι άλλοι του οι φίλοι τον πρόσεχαν με ανησυχία. Συχνά τον έβλεπαν να περπατά και να μιλά με παράξενους ταξιδιώτες, που εκείνη την εποχή άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο Σάιρ.

вернуться

6

Τόνος = 2.240 λίμπρες. (Σημ. Μετ.)