Ακούγονταν πολλές φήμες για παράξενα πράγματα που γίνονταν στον έξω κόσμο. Κι επειδή ο Γκάνταλφ τότε δεν είχε φανεί και δεν είχε στείλει και κανένα μήνυμα εδώ και αρκετά χρόνια, ο Φρόντο μάζευε όσα νέα μπορούσε. Τα Ξωτικά, που σπάνια περπατούσαν στο Σάιρ, τώρα τα έβλεπες να περνούν προς τη δύση ανάμεσα απ’ τα δάση τα βράδια, να περνούν και να μην ξαναγυρίζουν. Άφηναν όμως τη Μέση-Γη και δε νοιάζονταν πια για τα προβλήματά της. Υπήρχαν όμως στους δρόμους και νάνοι ασυνήθιστα πολλοί. Ο αρχαίος Ανατολικο-δυτικός δρόμος περνούσε μέσ’ απ’ το Σάιρ και τέλειωνε στα Γκρίζα Λιμάνια και οι νάνοι πάντοτε τον έπαιρναν για να πάνε στα ορυχεία τους στα Γαλάζια Βουνά.
Αυτοί ήταν και η κύρια πηγή πληροφοριών των χόμπιτ για τα μακρινά μέρη — αν ήθελαν να τα μάθουν: ο κανόνας ήταν, πως οι νάνοι έλεγαν λίγα και οι χόμπιτ δε ρωτούσαν περισσότερα. Αλλά τώρα ο Φρόντο συχνά συναντούσε ξένους νάνους από μακρινές πατρίδες, που ζητούσαν καταφύγιο στη Δύση. Είχαν στενοχώριες και μερικοί μιλούσαν ψιθυριστά για τον Εχθρό και για τη Γη της Μόρντορ.
Αυτό το όνομα οι χόμπιτ το ήξεραν μόνο από παραδόσεις για το σκοτεινό παρελθόν, σαν μια σκια στο βάθος των αναμνήσεων τους· ήταν, όμως σκοτεινό και προκαλούσε ανησυχία. Φαινόταν πως η κακόβουλη δύναμη του Δάσους της Σκοτεινιάς είχε διωχτεί απ’ το Λευκό Συμβούλιο μόνο και μόνο για να ξαναφανεί πιο δυνατή στα παλιά λημέρια της Μόρντορ. Ο Σκοτεινός Πύργος είχε ξαναχτιστεί, έλεγαν. Από εκεί η δύναμη απλωνόταν παντού και μακριά πέρα στην ανατολή και στο νοτιά γίνονταν πόλεμοι κι ο φόβος μεγάλωνε. Οι Ορκ πολλαπλασιάζονταν πάλι στα βουνά. Οι Γίγαντες γύριζαν παντού, όχι πια χαζοί, αλλά πονηροί και οπλισμένοι με φοβερά όπλα. Και κυκλοφορούσαν ψιθυριστές φήμες για κάτι πλάσματα πιο τρομερά απ’ όλα τ’ άλλα που όμως δεν είχαν όνομα.
Λίγα απ’ όλ’ αυτά, φυσικά, έφταναν στ’ αυτιά των απλών χόμπιτ. Αλλ’ όμως κι οι πιο κουφοί κι οι πιο σπιτόγατοι άρχισαν ν’ ακούνε αλλόκοτες ιστορίες. Κι αυτοί που οι δουλειές τους τούς έφερναν στα σύνορα έβλεπαν παράξενα πράγματα. Η συζήτηση στον Πράσινο Δράκο του Νεροχωριού, ένα βράδυ την άνοιξη, που ο Φρόντο γινόταν πενήντα, έδειχνε πως ακόμα και στην καλόβολη καρδιά του Σάιρ είχαν ακουστεί φήμες, αν και οι περισσότεροι χόμπιτ ακόμα τις περιγελούσαν.
Ο Σαμ Γκάμγκη καθόταν σε μια γωνιά κοντά στη φωτιά κι αντίκρυ του ήταν ο Τεντ Σάντιμαν, ο γιος του Μυλωνά· κι ήταν και διάφοροι άλλοι γεωργοί χόμπιτ κι άκουγαν την κουβέντα τους.
— Περίεργα πράγματα ακούς αυτές τις μέρες, μα την αλήθεια, είπε ο Σαμ.
— Μπα! είπε ο Τεντ, ακούς αν δώσεις σημασία. Εγώ όμως μπορώ ν’ ακούσω παραμύθια κι ιστορίες για παιδιά στο παραγώνι σπίτι μου, σα θέλω.
— Σίγουρα μπορείς, αντίσκοψε ο Σαμ, και θα ’λεγα πως υπάρχει περισσότερη αλήθεια σ’ αυτές απ’ όση νομίζεις. Γιατί, ποιος τις βρήκε τις ιστορίες; Να, πάρε τους δράκους, να πούμε.
— Όχι ευχαριστώ, είπε ο Τεντ, δεν τους παίρνω. Άκουσα να λένε γι’ αυτούς όταν ήμουνα πιτσιρικάς, αλλά για ποιο λόγο να τις πιστέψω τώρα; Υπάρχει μόνο ένας Δράκος στο Νεροχώρι κι αυτός είναι ο Πράσινος, είπε κι όλοι γέλασαν.
— Εντάξει, είπε ο Σαμ, γελώντας με τους υπόλοιπους. Αλλά τι λες γι’ εκείνους τους Δεντρανθρώπους, εκείνους που είναι γίγαντες; Λένε πως ένας, πιο μεγάλος κι από δέντρο, φάνηκε πέρα μακριά στα Βορινά Έλη, όχι πολύ καιρό πριν.
— Και ποιοι είναι αυτοί που λένε;
— Να, ένας είναι κι ο ξάδελφος μου ο Χαλ. Δουλεύει στον κύριο Μπόφιν στο Όβερχιλ και πηγαίνει πέρα στη Βόρεια Μοίρα για κυνήγι. Αυτός είδε έναν.
— Λέει πως τον είδε, ίσως. Ο Χαλ σου όμως συνέχεια λέει πως βλέπει πράγματα και θάματα· μπορεί όμως και να βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν.
— Μ’ αυτός ήταν μεγάλος σαν λεύκα και περπατούσε — περπατούσε εφτά οργιές κάθε του βήμα, να μην ήταν και παραπάνω.
— Τότε βάζω στοίχημα πως μόνο παραπάνω δεν ήταν. Το μόνο που είδε θα ’ταν καμιά λεύκα, άκου με που σου λέω.
— Μ’ αυτό περπατούσε, σου λέω· και δεν υπάρχει λεύκα ούτε για δείγμα στα Βορινά Έλη.