— Τότε ο Χάλ δεν μπορεί να είδε λεύκα, είπε ο Τεντ.
Μερικοί γέλασαν και χειροκρότησαν; το ακροατήριο φαινόταν να πιστεύει πως ο Τεντ τον είχε αποστομώσει.
— Όμως, είπε ο Σαμ, ούτε συ μπορείς ν’ αρνηθείς πως κι άλλοι εξόν απ’ το Χάλφαστ μας, έχουν δει περίεργο κόσμο να διασχίζει το Σάιρ — να το διασχίζει, σημείωσέ το: υπάρχουν ακόμα περισσότεροι που τους γυρίζουν πίσω στα σύνορα. Ποτέ ως τώρα δεν είχαν τόση δουλειά οι οριοφύλακες στα σύνορα. Κι άκουσα να λένε πως τα Ξωτικά φεύγουν δυτικά. Λένε πως πάνε στα λιμάνια, πέρα μακριά, πίσω απ’ τους Λευκούς Πύργους.
Ο Σαμ κούνησε αόριστα το χέρι του: ούτε αυτός, ούτε κανείς τους δεν ήξερε πόσο μακριά ήταν ως τη Θάλασσα, μετά απ’ τους παλιούς πύργους πέρα απ’ τα δυτικά σύνορα του Σάιρ. Αλλά υπήρχε η παράδοση πως, πέρα μακριά εκεί, ήταν τα Γκρίζα Λιμάνια, απ’ όπου πότε πότε τα πλοία των Ξωτικών άνοιγαν πανιά, για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ.
— Ανοίγουν πανιά, ταξιδεύουν, ταξιδεύουν πάνω στη Θάλασσα, πάνε στη Δύση και μας αφήνουν, είπε ο Σαμ μισοψέλνοντας τις λέξεις, κουνώντας το κεφάλι του λυπημένα και σοβαρά.
Αλλά ο Τεντ γέλασε.
— Λοιπόν, αυτό δεν είναι δα και νέο, αν πιστέψεις τις παλιές τις ιστορίες. Και δε βλέπω εσένα κι εμένα τι μας κόφτει. Άσ’ τα να ταξιδεύουν! Είμαι σίγουρος πως δεν τα είδες να ταξιδεύουν, ούτε και κανείς άλλος στο Σάιρ.
— Ναι, δεν ξέρω, είπε ο Σαμ σκεφτικά.
Πίστευε πως μια φορά είχε δει ένα Ξωτικό στο δάσος κι ακόμα είχε την ελπίδα μήπως δει περισσότερα κάποια μέρα. Όλοι οι θρύλοι που είχε ακούσει όταν ήταν μικρός, κομμάτια από παραμύθια και μισοξεχασμένες ιστορίες για Ξωτικά, όσα ήξεραν οι χόμπιτ, πάντα τον συγκινούσαν βαθιά.
— Υπάρχουν μερικοί, ακόμη και σ’ αυτά τα μέρη, που ξέρουν καλά τα Ωραία Πλάσματα και μαθαίνουν νέα τους, είπε. Πάρε τον κύριο Μπάγκινς που δουλεύω. Αυτός μου είπε πως μπαρκάρουν και, όσο να ’ναι, κάτι ξέρει αυτός για Ξωτικά. Κι ο γερο-κύριος Μπίλμπο ήξερε περισσότερα: πολλές συζητήσεις είχα μαζί του, όταν ήμουν πιτσιρικάς.
— Μπα! Κι οι δυο τους είναι λοξοί, είπε ο Τεντ. Δηλαδή ο γερο-Μπίλμπο ήταν λοξός κι ο Φρόντο τον ακολουθεί. Αν από κει έχεις τις πληροφορίες σου, δε θα σου λείψουν τα παραμύθια. Λοιπόν, φίλε μου, πάω σπίτι. Στην υγειά σας!
Άδειασε μέχρι τον πάτο την μπίρα του κι έφυγε με θόρυβο.
Ο Σαμ κάθισε σιωπηλός και δεν πρόσθεσε τίποτα πια. Είχε πολλά να σκεφτεί. Και, πρώτα πρώτα, είχε ένα σωρό δουλειά στον κήπο του Μπαγκ Εντ και θα ’ταν ως το λαιμό, όλη τη μέρα αύριο, αν ξάνοιγε ο καιρός. Το γρασίδι μεγάλωνε γρήγορα. Ο Σαμ όμως είχε άλλες σκοτούρες στο κεφάλι του έξω απ’ την κηπουρική. Σε λίγο αναστέναξε και σηκώθηκε και βγήκε έξω.
Ήταν αρχές του Απρίλη κι ο ουρανός ξεκαθάριζε τώρα μετά από μια γερή βροχή. Ο ήλιος ήταν πεσμένος και το δροσερό χλωμό δειλινό ήσυχα έσβηνε στη νύχτα. Περπάτησε σπίτι του, κάτω απ’ τα πρώτα αστέρια, διασχίζοντας το Χόμπιτον κι ανέβηκε το Λόφο σφυρίζοντας σιγανά και σκεφτικά.
Τότε ακριβώς ήταν που ξαναφάνηκε ο Γκάνταλφ μετά τη μακρόχρονη απουσία του. Για τρία χρόνια μετά το Πάρτι έλειπε μακριά. Μετά έκανε μια σύντομη επίσκεψη στο Φρόντο, κι αφού τον κοίταξε καλά έφυγε πάλι. Στα επόμενα δύο χρόνια εμφανιζόταν αρκετά συχνά. Ερχόταν χωρίς να τον περιμένεις μετά το σούρουπο κι έφευγε χωρίς προειδοποίηση πριν βγει ο ήλιος. Δεν του άρεσε να μιλάει για τις δουλειές και τα ταξίδια του και φαινόταν κυρίως να τον ενδιαφέρουν τα μικρά νέα γύρω απ’ την υγεία τού Φρόντο και την καθημερινή του ζωή.
Έπειτα ξαφνικά οι επισκέψεις του σταμάτησαν. Ήταν πάνω από εννιά χρόνια που ο Φρόντο είχε να τον δει ή να πάρει νέα του, κι είχε αρχίσει να σκέφτεται πως ο μάγος δε θα ξαναγύριζε και πως θα ’χε πάψει να ενδιαφέρεται για τους χόμπιτ. Αλλά εκείνο το βράδυ, την ώρα που ο Σαμ πήγαινε σπίτι του και το λυκόφωτο έσβηνε, ακούστηκε το, από παλιά γνωστό, χτύπημα στο παράθυρο του γραφείου.
Ο Φρόντο καλωσόρισε το γερο-φίλο του μ’ έκπληξη και χαρά. Κοίταξαν προσεχτικά ο ένας τον άλλο.
— Λοιπόν, όλα καλά, ε; είπε ο Γκάνταλφ. Είσαι πάντα ο ίδιος, Φρόντο.
— Το ίδιο κι εσύ, απάντησε ο Φρόντο.
Μέσα του όμως σκέφτηκε πως ο Γκάνταλφ φαινόταν πιο γερασμένος και κουρασμένος απ’ τις φροντίδες. Τον πίεσε να του πει νέα του έξω κόσμου και δικά του, και γρήγορα πιάσαν την κουβέντα για τα καλά και ξενύχτησαν μέχρι αργά.
Το άλλο πρωί, μετά από ένα καθυστερημένο πρωινό, ο μάγος κάθισε με το Φρόντο δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο του γραφείου. Μια ζωηρή φωτιά έκαιγε στο τζάκι, ο ήλιος όμως ήταν ζεστός κι ο καιρός στο Νοτιά. Όλα φαίνονταν φρέσκα και το καινούριο πράσινο της άνοιξης λαμπύριζε στα χωράφια και στ’ ακροδάχτυλα των δέντρων.
Ο Γκάνταλφ θυμόταν μια άνοιξη, εδώ κι ογδόντα χρόνια, που ο Μπίλμπο έφυγε τρέχοντας απ’ το Μπαγκ Εντ χωρίς μαντίλι. Τα μαλλιά του ήταν ίσως πιο άσπρα, απ’ ό,τι ήταν τότε, και η γενειάδα και τα φρύδια του ήταν ίσως μακρύτερα και το πρόσωπό του πιο χαρακωμένο απ’ τις φροντίδες και τη σοφία. Τα μάτια του όμως ήταν ζωηρά όπως πάντα και κάπνιζε και ξεφυσούσε δαχτυλίδια από καπνό με την ίδια ζωντάνια κι απόλαυση.