Κάπνιζε τώρα σιωπηλά, γιατί ο Φρόντο καθόταν ακίνητος ακόμα, βυθισμένος σε σκέψεις. Ακόμα και στο φως του πρωινού ένιωθε τη σκοτεινή σκιά απ’ τα νέα που είχε φέρει ο Γκάνταλφ. Τέλος, έκοψε τη σιωπή.
— Χτες βράδυ άρχισες να μου λες παράξενα πράγματα για το δαχτυλίδι μου, Γκάνταλφ, είπε. Και μετά σταμάτησες, γιατί είπες πως τέτοια πράγματα καλύτερα να μένουν για το πρωί. Δε νομίζεις πως είναι καλά να τελειώνεις τώρα; Λες πως το δαχτυλίδι είναι επικίνδυνο, πολύ πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι μαντεύω. Με τι τρόπο όμως;
— Με πολλούς τρόπους, απάντησε ο μάγος. Είναι πολύ πιο ισχυρό απ’ ό,τι ποτέ τόλμησα να φανταστώ στην αρχή, τόσο ισχυρό που στο τέλος θα. μπορούσε τελείως να υποτάξει όποιον, από θνητή γενιά, κι αν το είχε. Θα τον κυριαρχούσε.
» Στην Ερέγκιον, πολύ παλιά, έφτιαξαν πολλά Ξωτικά δαχτυλίδια, μαγικά δαχτυλίδια, όπως τα λες, κι αυτά ήταν, βέβαια, διαφόρων ειδών: μερικά πιο δυνατά και μερικά πιο λίγο. Τα πιο αδύνατα δαχτυλίδια ήταν μόνο δοκιμές στην τέχνη αυτή, πριν να εξελιχθεί τελείως και, για τα Ξωτικά-με-ταλλουργούς, ήταν ασήμαντα τελείως, όμως ακόμα, κατά τη γνώμη μου, επικίνδυνα για θνητούς. Τα Μεγάλα όμως Δαχτυλίδια, τα Δαχτυλίδια της δύναμης, αυτά ήταν πάρα πολύ επικίνδυνα, φοβερά.
» Ένας θνητός, Φρόντο, που κρατάει ένα απ’ τα Μεγάλα Δαχτυλίδια, δεν πεθαίνει, αλλά ούτε και μεγαλώνει ή παίρνει περισσότερη ζωή, απλώς συνεχίζει, μέχρι που τέλος το κάθε λεπτό γίνεται κούραση και ταλαιπωρία Κι αν χρησιμοποιεί συχνά το Δαχτυλίδι για να γίνεται αόρατος, ξεθωριάζει: γίνεται τέλος αόρατος παντοτινά και περπατάει στο λυκόφως κάτω απ’ το βλέμμα της σκοτεινής δύναμης που κυβερνά τα Δαχτυλίδια. Ναι, αργά ή γρήγορα — αργά, αν είναι δυνατός ή καλοθέλητος στην αρχή, αλλά ούτε η δύναμη ούτε ο καλός σκοπός θ’ αντέξουν — αργά ή γρήγορα η σκοτεινή δύναμη θα τον κατασπαράξει.
— Τι φοβερό! είπε ο Φρόντο.
Ακολούθησε κι άλλη μεγάλη σιωπή. Απ’ τον κήπο ερχόταν ο θόρυβος που έκανε ο Σαμ Γκάμγκη κόβοντας το γρασίδι.
— Πόσο καιρό το ξέρεις αυτό; ρώτησε τέλος ο Φρόντο. Και τι ήξερε ο Μπίλμπο;
— Ο Μπίλμπο δεν ήξερε τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι σου είπε, είμαι βέβαιος, είπε ο Γκάνταλφ. Γιατί σίγουρα ποτέ δε θα σου κληροδοτούσε κάτι που θα το θεωρούσε επικίνδυνο, αν και του υποσχέθηκα πως θα προσέχω. Νόμιζε ότι το δαχτυλίδι ήταν πολύ ωραίο και πολύ χρήσιμο στην ανάγκη· κι αν κάτι ήταν στραβό ή περίεργο, ήταν αυτός ο ίδιος. Μου είπε πως «μεγαλώνει μες στο μυαλό του» και πως συνεχώς νοιαζόταν γι’ αυτό, αλλά δεν υποψιαζόταν πως ήταν το δαχτυλίδι αυτό που έφταιγε. Αν κι είχε ανακαλύψει πως έπρεπε να το προσέχει· δε φαινόταν να έχει πάντοτε το ίδιο μέγεθος ή βάρος· μάζευε ή φάρδαινε περίεργα και μπορούσε να σου γλιστρήσει ξαφνικά απ’ το δάχτυλο που λίγο πριν ήταν σφιχτό.
— Ναι, με προειδοποίησε γι’ αυτό στο τελευταίο του γράμμα, είπε ο Φρόντο, έτσι το έχω πάντα περασμένο στην αλυσίδα του.
— Πολύ σοφό, είπε ο Γκάνταλφ, Κι όσο για τη μακροζωία του, αυτός ποτέ δεν τη συσχέτισε με το δαχτυλίδι καθόλου. Την απόδιδε στον ίδιο του τον εαυτό κι ήταν πολύ υπερήφανος γι’ αυτή, αν κι είχε αρχίσει να χάνει την ηρεμία του και ν’ ανησυχεί. Λεπτός και τεντωμένος, είχε πει. Αυτό ήταν σημάδι πως το δαχτυλίδι ξέφευγε απ’ τον έλεγχό του.
— Πόσο καιρό τα ήξερες όλ’ αυτά; ρώτησε ο Φρόντο.
— Ήξερα; είπε ο Γκάνταλφ. Ήξερα πολλά που μόνο οι Σοφοί ξέρουν, Φρόντο. Μα αν εννοείς «ήξερα γι’ αυτό το δαχτυλίδι», λοιπόν ακόμα δεν ξέρω, μπορείς να πεις. Είναι ακόμα μια τελευταία δοκιμή να κάνω. Όμως δεν αμφιβάλλω πια για την υπόθεσή μου.
» Πότε πρωτάρχισα να μαντεύω; ρέμβασε, γυρνώντας πίσω στο παρελθόν. Για να δω — ήταν η χρονιά που το Λευκό Συμβούλιο έδιωξε τη σκοτεινή δύναμη απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς, λίγο πριν τη Μάχη των Πέντε Στρατιών, που ο Μπίλμπο βρήκε το δαχτυλίδι του. Τότε μια σκιά πλάκωσε την καρδιά μου, αν και δεν ήξερα ακόμα τι φοβόμουν. Συχνά αναρωτιόμουν πώς έπεσε στα χέρια του Γκόλουμ ένα απ’ τα Μεγάλα Δαχτυλίδια, γιατί ήταν σίγουρα τέτοιο. Αυτό τουλάχιστον ήταν φανερό απ’ την αρχή. Μετά άκουσα την περίεργη ιστορία του Μπίλμπο, πώς το είχε «κερδίσει». και δεν μπορούσα να την πιστέψω. Όταν τέλος του πήρα την αλήθεια, είδα αμέσως πως προσπαθούσε ν’ αποδείξει την κυριότητα του δαχτυλιδιού, πέρα από κάθε αμφιβολία. Ακριβώς όπως και το Γκόλουμ με το «δώρο των γενεθλίων του». Τα ψέματα έμοιαζαν πολύ κι αυτό δε μ’ άρεσε. Ήταν φανερό πως το δαχτυλίδι είχε κακή επιρροή, που επιδρούσε σ’ αυτόν που το είχε στη φύλαξή του αμέσως. Αυτό ήταν η πρώτη αληθινή προειδοποίηση που είχα πως όλα δεν ήταν εντάξει. Τόνισα συχνά στον Μπίλμπο πως τέτοια δαχτυλίδια ήταν πιο καλά να μένουν αχρησιμοποίητα· αλλά του κακοφάνηκε και γρήγορα θύμωσε. Κι ήταν πολύ λίγα αυτά που μπορούσα να κάνω πέρ’ απ’ αυτό. Δεν μπορούσα να του το πάρω χωρίς να προκαλέσω μεγαλύτερο κακό. Κι έτσι κι αλλιώς, δεν είχα δικαίωμα να το κάνω. Μπορούσα μόνο να προσέχω και να περιμένω. Ίσως να έπρεπε να ζητούσα τη συμβουλή του Σάρουμαν του Λευκού, μα κάτι πάντα με συγκρατούσε.