Ο Φρόντο το έβγαλε απ’ την τσέπη του παντελονιού του, που το ’χε περασμένο σε μια αλυσιδούλα που κρεμόταν απ’ τη ζώνη του. Την ξεκούμπωσε και το έδωσε αργά στο μάγο. Ξαφνικά το ’νιωθε πολύ βαρύ, λες και, είτε αυτό είτε ο Φρόντο ο ίδιος, ήταν κατά κάποιο τρόπο απρόθυμοι να το αγγίξει ο Γκάνταλφ.
Ο Γκάνταλφ το κράτησε ψηλά. Φαινόταν να είναι καμωμένο από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι.
— Βλέπεις τίποτα σημάδια απάνω του; ρώτησε.
— Οχι, είπε ο Φρόντο. Δεν υπάρχει τίποτα. Είναι εντελώς σκέτο, ποτέ του δεν έδειξε μια γρατσουνιά ή σημάδια πως φθείρεται.
— Τότε λοιπόν, κοίτα! και, για μεγάλη έκπληξη και στενοχώρια του Φρόντο, ο μάγος το έριξε ξαφνικά στη μέση της φωτιάς. Ο Φρόντο έβγαλε μια φωνή κι έψαξε για την τσιμπίδα, μα ο Γκάνταλφ τον συγκράτησε.
— Περίμενε! είπε με προστακτική φωνή, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο Φρόντο κάτω απ’ τα πεταχτά του φρύδια.
Καμιά φανερή αλλαγή δεν έγινε στο δαχτυλίδι. Μετά από λίγο ο Γκάνταλφ σηκώθηκε, έκλεισε τα παντζούρια και τράβηξε τις κουρτίνες. Το δωμάτιο έγινε σκοτεινό και σιωπηλό, αν και το ψαλίδισμα απ’ το κλαδευτήρι του Σαμ, τώρα πιο κοντά στα παράθυρα, ακόμα ακουγόταν αμυδρά απ’ τον κήπο. Για μια στιγμή ο μάγος στάθηκε κοιτάζοντας τη φωτιά· έπει- . τα, έσκυψε και παραμέρισε το δαχτυλίδι απ’ τη φωτιά με την τσιμπίδα κι αμέσως το ’πιασε. Ο Φρόντο κοντανάσαινε.
— Είναι τελείως κρύο, είπε ο Γκάνταλφ. Πάρ’ το!
Ο Φρόντο το δέχτηκε με φόβο στην παλάμη του: φαινόταν να είχε γίνει πιο χοντρό και πιο βαρύ από κάθε άλλη φορά.
— Κράτα το ψηλά! είπε ο Γκάνταλφ. Και κοίταξέ το από κοντά.
Καθώς υπάκουσε ο Φρόντο, είδε τώρα λεπτές γραμμές, πιο λεπτές απ’ τις λεπτότερες γραμμές μιας πένας, γύρω γύρω στο δαχτυλίδι κι από μέσα κι απέξω: γραμμές από φωτιά, που φαίνονταν να σχηματίζουν τα γράμματα μιας καλλιγραφικής γραφής. Έλαμπαν ζωηρά και διαπεραστικά και, παρ’ όλα αυτά, μακρινά, λες κι έβγαιναν από μεγάλο βάθος.
— Δεν μπορώ να διαβάσω τα καυτά γράμματα, είπε ο Φρόντο με τρεμάμενη φωνή.
— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ, εγώ όμως μπορώ. Τα γράμματα είναι της αρχαίας γραφής των Ξωτικών, η γλώσσα όμως είναι της Μόρντορ και δε θα την προφέρω εδώ. Αλλά όμως αυτό περίπου λέει στην Κοινή Γλώσσα:
Είναι μόνο δυο γραμμές από ένα ποίημα, που είναι από πολύ παλιά γνωστό στα Ξωτικά:
Έπαψε, κι έπειτα είπε αργά με βαθιά φωνή:
— Αυτό είναι το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι, το Ένα Δαχτυλίδι, που τα κυβερνά όλα. Αυτό είναι το Ένα Δαχτυλίδι, που αυτός έχασε πολλούς αιώνες πριν κι η δύναμή του μίκρυνε πολύ. Αυτό ποθεί τώρα πολύ — μα δεν πρέπει να το πάρει.
Ο Φρόντο καθόταν σιωπηλός κι ακίνητος. Σαν ένα πελώριο χέρι ο φόβος έμοιαζε ν’ απλώνεται, σαν ένα μαύρο σύννεφο ν’ ανεβαίνει απ’ την ανατολή και να απελεί να τον τυλίξει.
— Αυτό το δαχτυλίδι! κόμπιασε. Πώς, πώς στο καλό τα κατάφερε να ’ρθκι σε μένα;
— Α! είπε ο Γκάνταλφ. Είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Οι αρχές της βρίσκονται στο παρελθόν, στα Μαύρα Χρόνια, που τα Θυμούνται τώρα μόνο αυτοί που ξέρουν καλά τις παραδόσεις. Αν άρχιζα να σου πω όλη αυτή την ιστορία, θα έφευγε η άνοιξη, θα ’φτανε χειμώνας κι εμείς εδώ θα ’μαστε ακόμα.
»Χτες βράδυ όμως σου μίλησα για το Σόρον το Μεγάλο, το Σκοτεινό Άρχοντα. Οι φήμες που έχεις ακούσει είναι αληθινές: έχει στ’ αλήθεια σηκωθεί ξανά κι έχει αφήσει το λημέρι του στο Δάσος της Σκοτεινιάς κι έχει ξαναγυρίσει στο παλιό του φρούριο, το Μαύρο Πύργο, στη Μόρντορ. Αυτό τ’ όνομα ακόμα κι εσείς οι χόμπιτ το έχετε ακούσει, σαν μια σκοτεινιά στα σύνορα των παλιών θρύλων. Και πάντα μετά από μια ήττα και σαν ξαποστάσει, η Σκιά ξαναπαίρνει σχήμα καν ξαναμεγαλώνει.
— Μακάρι να μη γινόταν αυτό στον καιρό μου, είπε ο Φρόντο.
— Κι εγώ συμφωνώ, είπε ο Γκάνταλφ, κι όλοι όσοι ζουν και βλέπουν τέτοιους καιρούς. Αλλά η απόφαση δεν είναι δική τους. Το μόνο που εμείς πρέπει ν’ αποφασίσουμε είναι το τι θα κάνουμε το χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας. Και, Φρόντο, ο καιρός μας αρχίζει κιόλας να φαίνεται μαύρος. Ο Εχθρός γρήγορα αποκτά μεγάλη δύναμη. Τα σχέδιά του δεν είναι ακόμα ώριμα, νομίζω, αλλά ωριμάζουν. Θα βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση. Θ’ αντιμετωπίζαμε ένα σωρό δυσκολίες, ακόμα κι αν δε συνέβαινε η φοβερή αυτή σύμπτωση.