Выбрать главу

» Στόν Εχθρό ακόμα λείπει ένα πράγμα για να του δώσει δύναμη και γνώση να κατανικήσει κάθε αντίσταση, να σπάσει και την τελευταία άμυνα και να σκεπάσει τις χώρες μια δεύτερη σκοτεινιά. Του λείπει το Ένα Δαχτυλίδι.

» Τα Τρία. τα ωραιότερα απ’ όλα, οι άρχοντες των Ξωτικών τού τα έχουν κρυμμένα και το χέρι του ποτέ δεν τ’ άγγιξε ούτε τα μόλυνε. Τα Εφτά τα κάτεχαν οι βασιλιάδες των Νάνων, αλλά αυτός έχει ξαναπάρει πίσω τρία και τ’ άλλα τα έχουν φάει οι δράκοι. Εννιά έδωσε σε Θνητούς Ανθρώπους, υπερήφανους και μεγάλους κι έτσι τους έπιασε στα δίχτυα του. Από πολύ παλιά αυτοί σκλαβώθηκαν κάτω απ’ την κυριαρχία του Ενός κι έγιναν Δαχτυλιδοφαντάσματα, σκιές κάτω απ’ τη μεγάλη Σκιά του, οι πιο φοβεροί υπηρέτες του. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που για τελευταία φορά είχαν βγει οι Εννιά. Όμως, ποιος ξέρει; Τώρα που η Σκιά ξαναμεγαλώνει, μπορεί να ξαναβγούν κι αυτοί. Φτάνει όμως! Δε θα μιλάμε για τέτοια πράγματα, ούτε κι όταν ο πρωινός ήλιος λάμπει στο Σάιρ.

» Κι έτσι τώρα: τα Εννιά τα έχει ξαναμαζέψει· το ίδιο και τα Εφτά, εκτός κι είναι χαμένα. Τα Τρία είναι ακόμα κρυμμένα. Αυτό όμως δεν τον νοιάζει πια. Τώρα χρειάζεται μόνο το Ένα· γιατί το ’φτιαξε το Δαχτυλίδι αυτό ο ίδιος, είναι δικό του κι άφησε ένα μεγάλο μέρος της αλλοτινής του δύναμης να μπει σ’ αυτό, έτσι που να μπορεί να εξουσιάζει όλα τ’ άλλα. Αν το ξαναπάρει στα χέρια του. τότε θα τα εξουσιάσει όλα πάλι, όπου κι αν είναι, ακόμα και τα Τρία, όλα όσα έχουν γίνει μ’ αυτά θ’ απογυμνωθούν κι αυτός θα γίνει δυνατός όσο ποτέ.

» Κι αυτή είναι η φοβερή σύμπτωση, Φρόντο. Πίστευε πως το Ένα είχε αφανιστεί· ότι τα Ξωτικά το είχαν καταστρέψει, όπως και θα πρεπε να είχε γίνει. Τώρα όμως ξέρει πως δεν έχει χαθεί και πως έχει βρεθεί. Κι έτσι τώρα το ψάχνει, το γυρεύει κι όλη η σκέψη του είναι στραμμένη σ’ αυτό. Είναι η μεγάλη του ελπίδα κι ο μεγάλος μας φόβος.

— Γιατί, γιατί δεν το κατάστρεψαν; φώναξε ο Φρόντο. Και πώς έγινε κι ο Εχθρός το ’χασε, αφού ήταν τόσο δυνατός κι αυτό του ήταν τόσο πολύτιμο;

Έσφιξε το Δαχτυλίδι στο χέρι του, λες κι έβλεπε κιόλας ν’ απλώνονται σκοτεινά δάχτυλα να το αρπάξουν.

— Του το πήραν, είπε ο Γκάνταλφ. Η δύναμη των Ξωτικών παλιά να του αντισταθούν ήταν πιο μεγάλη· κι όλοι οι Άνθρωποι δεν ήταν αποξενωμένοι απ’ τα Ξωτικά. Οι Άνθρωποι της Δύσης ήρθαν και τους βοήθησαν. Αυτό είναι ένα κεφάλαιο της αρχαίας ιστορίας που θα ήταν καλό να το ξαναθυμηθούμε· γιατί και τότε ήταν καιρός θλίψης και πύκνωνε το σκοτάδι, αλλά ήταν και καιρός μεγάλης αντρειοσύνης και κατορθωμάτων, που δεν πήγαν πέρα για πέρα χαμένα. Μια μέρα, ίσως, θα σου πω όλη την ιστορία ή θα την ακούσεις απ’ την αρχή ως το τέλος από κανένα που να την ξέρει πολύ καλά.

» Προς το παρόν, επειδή πολύ πιο πολύ απ’ όλα, χρειάζεσαι να ξέρεις πώς αυτό το πράγμα έφτασε ως εσένα, κι είναι κι αυτό αρκετά μεγάλη ιστορία, θα σου πω αυτά: Ήταν ο Γκιλ-Γκάλαντ, ο βασιλιάς των Ξωτικών, κι ο Έλεντιλ της Δύσης, που ανατρέψανε το Σόρον, αν κι αυτοί οι ίδιοι χάθηκαν στον αγώνα· κι ο Ισίλντουρ, ο γιος του Έλεντιλ, έκοψε το Δαχτυλίδι απ’ το δάχτυλο του Σόρον και το πήρε για δικό του. Τότε ο Σόρον κατατροπώθηκε και το πνεύμα του ξέφυγε κι έμεινε κρυμμένο για πολλά χρόνια, μέχρι που η σκιά του ξαναπήρε σχήμα στο Δάσος της Σκοτεινιάς.

» Μα το Δαχτυλίδι ήταν χαμένο. Έπεσε στο Μεγάλο Ποταμό Άντουιν και χάθηκε. Γιατί όταν ο Ισίλντουρ βάδιζε προς το βοριά ακολουθώντας τις ανατολικές όχθες του Ποταμού, και κοντά στο Φλαμπουρότοπο, έπεσε σ’ ενέδρα των Ορκ των Βουνών και σχεδόν όλοι οι δικοί του σφάχτηκαν. Αυτός πήδηξε μες στα νερά, αλλά το Δαχτυλίδι ξεγλίστρησε απ’ το δάχτυλό του καθώς κολυμπούσε και τότε τον είδαν οι Ορκ και τον σκότωσαν με βέλη.

Ο Γκάνταλφ έκανε παύση.

— Κι εκεί στους σκοτεινούς νερόλακκους, κάπου στο Φλαμπουρότοπο, είπε, το Δαχτυλίδι πέρασε έξω απ’ τη γνώση κι απ’ το θρύλο· κι αυτά τα λίγα γύρω απ’ την ιστορία του, τα ξέρουν μόνο λίγοι και το Συμβούλιο των Σοφών δεν μπόρεσε ν’ ανακαλύψει περισσότερα. Αλλά, επιτέλους, εγώ μπορώ να συνεχίσω την ιστορία, νομίζω.

— Πολύ καιρό αργότερα, αλλ’ ακόμα πολύ πολύ παλιά, ζούσαν στις όχθες του Μεγάλου Ποταμού, στα σύνορα της Χώρας της Ερημιάς, ένας μικρός λαός μ’ επιδέξια χέρια κι αθόρυβα πόδια. Υποθέτω πως θα ’μοιαζαν με χόμπιτ: θα ήταν συγγενείς των πρώτων προγόνων των Χονδροκόκαλων, γιατί αγαπούσαν τον Ποταμό και συχνά κολυμπούσαν εκεί ή έφτιαχναν μικρές βαρκούλες από καλάμια. Ανάμεσά τους ήταν μια οικογένεια με μεγάλο όνομα, γιατί ήταν μεγάλη και πιο πλούσια απ’ τις άλλες. Αρχηγός της οικογένειας αυτής ήταν μια γιαγιά αυστηρή και σοφή, που ήξερε όλες τις παραδόσεις, όσες είχαν. Ο πιο αδιάκριτος και περίεργος αυτής της οικογένειας λεγόταν Σμήγκολ. Πάντα έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον γύρω από ρίζες κι απαρχές· βουτούσε σε βαθιές λιμνούλες· έσκαβε κάτω από δέντρα και φυτά· άνοιγε τρύπες σε πράσινα λοφάκια· κι έπαψε να κοιτάζει ψηλά τις λοφοκορφές ή τα φύλλα των δέντρων ή τα λουλούδια που άνθιζαν πάνα) στη γη: το κεφάλι και τα μάτια του ήταν γυρισμένα προς τα κάτω.