Выбрать главу

» Είχε ένα φίλο που τον έλεγαν Ντήγκολ, στον ίδιο τύπο, πιο αετομάτη, αλλά όχι τόσο γρήγορο και δυνατό. Μια φορά πήραν μια βάρκα και κατέβηκαν στο Φλαμπουρότοπο. που είχε μέρη γεμάτα κρινάκια κι ανθισμένες καλαμιές. Εκεί ο Σμήγκολ βγήκε έξω κι άρχισε να ψάχνει με τη μύτη στις όχθες γύρω, ο Ντήγκολ όμως κάθισε στη βάρκα και ψάρευε. Ξαφνικά ένα μεγάλο ψάρι πιάστηκε στ’ αγκίστρι του και πριν καλά καλά το καταλάβει, τον τράβηξε έξω και τον έριξε στο νερό κι έφτασε στον πάτο. Τότε άφησε την πετονιά του γιατί του φάνηκε πως είδε κάτι να γυαλίζει στην κοίτη του ποταμού και, βαστώντας την αναπνοή του, το άρπαξε.

» Μετά βγήκε επάνω πλατσουρίζοντας και φτύνοντας, με φύκια στα μαλλιά και μια χούφτα λάσπη στο χέρι. Βγήκε έξω κολυμπώντας. Και να! όταν ξέπλυνε τη λάσπη, εκεί μες στο χέρι του έμεινε ένα υπέροχο χρυσό δαχτυλίδι: άστραφτε κι έλαμπε στον ήλιο έτσι που αναγάλλιαζε η καρδιά του. Ο Σμήγκολ όμως παραμόνευε πίσω απ’ το δέντρο κι όπως ο Ντήγκολ χαιρόταν το δαχτυλίδι, ο Σμήγκολ πήγε σιγά πίσω του.

» — Δώσ’ τό μας αυτό, Ντήγκολ, αγάπη μου, είπε ο Σμήγκολ πάνω απ’ τον ώμο του φίλου του.

» — Γιατί; είπε ο Ντήγκολ.

» — Γιατί είναι τα γενέθλιά μου, αγάπη μου, και το θέλω, είπε ο Σμήγκολ.

» — Δε με νοιάζει, είπε ο Ντήγκολ. Σου ’δωσα κιόλας ένα δώρο, κι ακριβό μάλιστα. Εγώ το βρήκα αυτό κι εγώ θα το κρατήσω.

» — Ω! είσαι σίγουρος, αγάπη μου; είπε ο Σμήγκολ· κι άρπαξε τον Ντήγκολ απ’ το λαιμό και τον στραγγάλισε, γιατί το χρυσάφι φαινόταν πολύ λαμπερό κι υπέροχο. Μετά έβαλε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό του.

» Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απόγινε ο Ντήγκολ. Δολοφονήθηκε μακριά απ’ το σπίτι του και το πτώμα του κρύφτηκε με πανουργία. Ο Σμήγκολ όμως γύρισε μόνος· και ανακάλυψε πως κανείς απ’ την οικογένειά του δεν μπορούσε να τον δει όταν φορούσε το δαχτυλίδι. Χάρηκε πολύ μ’ αυτή την ανακάλυψη και δεν το ’πε σε κανένα- Χρησιμοποιούσε το δαχτυλίδι για ν’ ανακαλύπτει μυστικά κι αυτά που μάθαινε τα χρησιμοποιούσε για μοχθηρούς και καθόλου τίμιους σκοπούς. Έγινε άφθαστος στο ν’ ακούει και να βλέπει ό,τι ήταν βλαβερό. Το δαχτυλίδι του είχε δώσει δύναμη σύμφωνα με το ηθικό του ανάστημα. Και δεν είναι ν’ απορείς που έγινε πολύ αντιδημοτικός και τον απόφευγαν (όταν ήταν ορατός) όλοι οι συγγενείς του. Τον κλοτσούσαν κι αυτός δάγκωνε τα πόδια τους. Άρχισε να κλέβει και να πηγαίνει εδώ κι εκεί μουρμουρίζοντας μόνος του και να γλουγλουκίζει μες στο λαιμό του. Γι’ αυτό τον είπαν Γκόλουμ και τον καταράστηκαν και του είπαν να φύγει μακριά· κι η γιαγιά του, που ήθελε ειρήνη, τον έδιωξε απ’ την οικογένεια και τον πέταξε έξω απ’ την τρύπα της.

» Περιπλανήθηκε στη μοναξιά του, έκλαψε και λίγο για τη σκληράδα του κόσμου και ταξίδεψε ανεβαίνοντας τον Ποταμό, μέχρι που έφτασε σ’ ένα ρυάκι που κατέβαινε απ’ τα βουνά και τράβηξε κατά κει. Έπιανε μ’ αόρατα δάχτυλα ψάρια σε βαθιές λιμνούλες και τα ’τρωγε ωμά. Μια μέρα έκανε πολλή ζέστη και, όπως έσκυβε πάνω από μια λιμνούλα, ένιωσε ένα κάψιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ένα εκθαμβωτικό φως απ’ το νερό έκανε να πονούν τα υγρά του μάτια. Αναρωτήθηκε τι να ’ταν, γιατί είχε σχεδόν ξεχάσει τον Ήλιο. Τότε για τελευταία φορά κοίταξε ψηλά κι έσεισε τη γροθιά του εναντίον του.

»Μα, όπως χαμήλωνε τα μάτια του. είδε, πέρα μπροστά του, τις κορφές των Ομιχλιασμένων Βουνών, απ’ όπου ερχόταν το ρυάκι. Και σκέφτηκε ξαφνικά: “Θα είναι δροσιά κι ίσκιος κάτω απ’ εκείνα τα βουνά. Ο ήλιος δε θα με βλέπει εκεί. Οι ρίζες εκείνων των βουνών θα πρέπει να ’ναι ρίζες μια φορά· πρέπει να υπάρχουν μεγάλα μυστικά θαμμένα εκεί, που δεν έχουν ποτέ ανακαλυφθεί”.

» Κι έτσι τις νύχτες ταξίδεψε στα υψώματα και βρήκε μια μικρή σπηλιά απ’ όπου ξεπηδούσε το σκοτεινό ρυάκι· έσκαψε σαν σκουλήκι κι έφτασε στην καρδιά των λόφων και χάθηκε και κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό. Το Δαχτυλίδι πήγε στα σκοτάδια μαζί του, έτσι που ούτε κι ο κατασκευαστής του, όταν η δύναμή του άρχισε να μεγαλώνει πάλι, δεν μπόρεσε να μάθει τίποτα γι’ αυτό.

— Το Γκόλουμ! φώναξε ο Φρόντο. Γκόλουμ; Θες να πεις πως αυτό είναι το τερατάκι το Γκόλουμ, που συνάντησε ο Μπίλμπο; Τι αηδιαστικό!

— Νομίζω πως είναι μια λυπητερή ιστορία, είπε ο μάγος, που θα μπορούσε να είχε συμβεί σ’ άλλους, ακόμα και σε μερικούς χόμπιτ που ξέρω.