Выбрать главу

» Πίσω απ’ αυτό ενεργούσε κάτι άλλο, πέρα από κάθε σχέδιο του κατασκευαστή του Δαχτυλιδιού. Δεν μπορώ να το εκφράσω με πιο απλά λόγια. Μπορώ μονάχα να πω ότι ο Μπίλμπο ήταν προορισμένος να βρει το Δαχτυλίδι και μάλιστα όχι από τον κατασκευαστή του. Στην περίπτωση δε αυτή ήσουν κι εσύ προορισμένος να το πάρεις στα χέρια σου. Κι αυτό ίσως να ’ναι μια ενθαρρυντική σκέψη.

— Δεν είναι καθόλου, είπε ο Φρόντο. Αν και δεν είμαι σίγουρος πως σε καταλαβαίνω. Μα πώς τα ’μαθες όλ’ αυτά για το Δαχτυλίδι και για το Γκόλουμ; Τα ξέρεις όλα στ’ αλήθεια ή κάνεις υποθέσεις ακόμα;

Ο Γκάνταλφ κοίταξε το Φρόντο και τα μάτια του σπίθισαν.

— Ήξερα πολλά κι έχω μάθει πολλά, απάντησε. Αλλά δεν πρόκειται να δώσω αναφορά για όλα όσα έχω κάνει σ’ εσένα. Η ιστορία του Έλεντιλ και του Ισίλντουρ και του Ενός Δαχτυλιδιού είναι γνωστή σ’ όλους τους Σοφούς. Το δαχτυλίδι σου φαίνεται πως είναι το Ένα Δαχτυλίδι από τα πύρινα γράμματα του και μόνο, πέρα από κάθε άλλη απόδειξη.

— Και πότε το ανακάλυψες αυτό; αντίσκοψε ο Φρόντο.

— Τώρα δα, σ’ αυτό το δωμάτιο, φυσικά, απάντησε ο μάγος απότομα. Μα ήμουν σίγουρος πως θα το ’βρισκα. Έχω γυρίσει από σκοτεινά ταξίδια και μακρόχρονο ψάξιμο, για να κάνα) αυτή την τελευταία δοκιμή. Είναι η τελευταία απόδειξη κι όλα τώρα φαίνονται καθαρά πέρα για πέρα. Εκείνο που χρειάστηκε αρκετή σκέψη ήταν το να μαντέψω το ρόλο του Γκόλουμ και να τον προσθέσω στα κενά της ιστορίας. Μπορεί ν’ άρχισα με υποθέσεις για το Γκόλουμ, τώρα όμως δεν υποθέτω πια. Γνωρίζω. Το συνάντησα.

— Το συνάντησες; ξεφώνισε ο Φρόντο απορημένος.

— Ναι, ήταν το πρώτο που έπρεπε να γίνει, φυσικά, αν κανείς μπορούσε να το καταφέρει. Προσπάθησα και παλιότερα· μα τώρα, τα κατάφερα επιτέλους.

— Δηλαδή, τι έγινε όταν ο Μπίλμπο, του ξέφυγε; Το ξέρεις αυτό;

— Όχι τόσο καθαρά. Ό,τι σου έχω πει είναι ό,τι το Γκόλουμ ήταν πρόθυμο να πει — αν κι όχι φυσικά με τον τρόπο που το είπα. Το Γκόλουμ είναι ψεύτης και πρέπει να κοσκινίζεις τα λόγια του. Πάρε παράδειγμα το Δαχτυλίδι: αποκαλούσε το Δαχτυλίδι «δώρο των γενεθλίων του» και δεν το άλλαζε. Έλεγε πως προερχόταν απ’ τη γιαγιά του, που είχε ένα σωρό τέτοια ωραία πράγματα. Γελοία ιστορία. Δεν αμφιβάλλω πως η γιαγιά του Σμήγκολ ήταν αρχηγός τής φυλής, ένα σπουδαίο πρόσωπο με τον τρόπο της. Όσο για τα λεγόμενά του, πως αυτή είχε πολλά δαχτυλίδια των Ξωτικών, αυτά ήταν ανοησίες. Κι όσο για την ιστορία πως τα χάριζε, ήταν πέρα για πέρα ψέμα. Ψέμα όμως μ’ έναν κόκκο αλήθειας. Η δολοφονία του Ντήγκολ βασάνιζε το Γκόλουμ, κι είχε φτιάξει μια δικαιολογία που την επαναλάμβανε στο «πολύτιμό» του ξανά και ξανά, καθώς μασούσε κόκαλα στο σκοτάδι, μέχρι που σχεδόν την πίστεψε. Ήταν τα γενέθλιά του. Ο Ντήγκολ ήταν υποχρεωμένος να του ’χει δώσει το δαχτυλίδι. Ήταν φανερό πως είχε παρουσιαστεί για να γίνει δώρο. Ήταν το δώρο των γενεθλίων του... και τα ρέστα.

» Το άντεξα όσο μπορούσα, μα η αλήθεια ήταν απελπιστικά σπουδαία και στο τέλος αναγκάστηκα να φερθώ σκληρά. Του έβαλα το φόβο της φωτιάς μέσα του και του έβγαλα την πραγματική ιστορία λίγη λίγη, μαζί με πολλά μυξοκλάματα και άγριες φωνές. Νόμιζε πως το παρεξηγούσαν και το κακομεταχειρίζονταν. Μα όταν μου είχε, επιτέλους, πει την ιστορία του, μέχρι το τέλος του Παιγνιδιού με τα Αινίγματα και το πώς ξέφυγε ο Μπίλμπο, δεν ήθελε να πει τίποτα περισσότερο, εκτός από σκοτεινούς υπαινιγμούς. Κάποιος άλλος φόβος το κρατούσε, που ήταν μεγαλύτερος απ’ το δικό μου. Μουρμούριζε πως θα μας δείξει. Ο κόσμος θα ’βλεπε αν θα καθόταν να το κλοτσάνε και να το στριμώχνουν και μετά να το ληστεύουν. Το Γκόλουμ είχε καλούς φίλους τώρα, καλούς φίλους και πολύ δυνατούς. Ο Μπάγκινς θα του το πλήρων»;. Αυτή ήταν βασικά η σκέψη του, Μισούσε τον Μπίλμπο και καταριόταν τ’ όνομά του. Και ήξερε ακόμα κι από πού καταγόταν.

— Αλλά πώς το ανακάλυψε; ρώτησε ο Φρόντο.

— Λοιπόν, το όνομά του, ο ίδιος ο Μπίλμπο, το είπε ανόητα στο Γκόλουμ· μετά απ’ αυτό δεν ήταν δύσκολο ν’ ανακαλύψει τη χώρα του, μιας και το Γκόλουμ βγήκε έξω. Ω, ναι, βγήκε έξω. Ο πόθος του για το Δαχτυλίδι αποδείχτηκε δυνατότερος απ’ το φόβο του για τους Ορκ και γι’ αυτό το φως ακόμα. Μετά από ένα δυο χρόνια άφησε τα βουνά. Βλέπεις, αν κι ακόμα ήταν δεμένο με τον πόθο του γι’ αυτό, το Δαχτυλίδι δεν το κατάτρωγε πια· άρχισε να συνέρχεται λιγάκι. Ένιωθε γέρικο, τρομερά γέρικο, λιγότερο δειλό όμως και πεινούσε θανάσιμα.