Выбрать главу

» Το φως, το φως του Ήλιου και της Σελήνης, το φοβόταν ακόμα και το μισούσε, και πάντοτε θα το φοβάται και θα το μισεί, νομίζω· αλλά ήταν πανούργο. Βρήκε πως μπορούσε να κρύβεται απ’ το φως της μέρας και το φεγγαρόφωτο και να προχωράει γρήγορα κι αθόρυβα τα μεσάνυχτα και με τα χλωμά παγωμένα μάτια του να πιάνει μικρά φοβισμένα ή ανύποπτα όντα. Έγινε πιο δυνατό και θαρραλέο με τη νέα τροφή και τον καινούριο αέρα. Βρήκε το δρόμο για το Δάσος της Σκοτεινιάς, όπως θα περίμενε κανείς.

— Εκεί ήταν που το βρήκες; ρώτησε ο Φρόντο.

— Το είδα εκεί, απάντησε ο Γκάνταλφ, μα πριν απ’ αυτό είχε περιπλανηθεί μακριά, ακολουθώντας τα ίχνη του Μπίλμπο. Ήταν δύσκολο να μάθει κανείς κάτι σίγουρο απ’ αυτό, γιατί στα λόγια του συνέχεια μπερδεύονταν κατάρες κι απειλές.

»“Τι είχε στιςς τσέπεςς του;” είπε. “Εγώ δεν μπορούσα να το βρω, όχι πολύτιμό μου. Το μικρό τον απατεώνα! Όχι τίμια ερώτηση. Κορόιδεψε πρώτοςς, ναι. Πάτησσε τους κανονισσμούςς. Έπρεπε να τον σστραγγαλίζαμε, ναι πολύτιμο. Και θα το κάνουμε, πολύτιμο!”.

» Αυτό είναι ένα δείγμα του τρόπου που μιλούσε. Δε νομίζω να θέλεις κι άλλο. Εγώ βαρέθηκα να το ακούω μέρες και μέρες. Αλλά από υπαινιγμούς που ξέφευγαν ανάμεσα απ’ τα σκουξίματά του, έβγαλα το συμπέρασμα πως τα πλατιά του πόδια το πήγαν τέλος στο Έσγκαροθ. Έφτασε ως τους δρόμους της Πόλης της Κοιλάδας, κρυφακούγοντας και κρυφοκοιτώντας. Λοιπόν, τα νέα των μεγάλων γεγονότων ταξίδεψαν παντού στη Χώρα της Ερημιάς και πολλοί είχαν ακούσει τ’ όνομα του Μπίλμπο κι ήξεραν από πού κατάγεται. Δεν την είχαμε κρύψει την επιστροφή μας στο σπίτι του, στη Δύση. Τα σουβλερά αυτιά του Γκόλουμ γρήγορα θα μάθαιναν αυτό που ήθελε.

— Τότε γιατί δεν ακολούθησε τα ίχνη του Μπίλμπο πιο κάτω; ρώτησε ο Φρόντο. Γιατί δεν ήρθε στο Σάιρ;

— Α, είπε ο Γκάνταλφ, τώρα φτάνουμε και σ’ αυτό. Νομίζω πως το Γκόλουμ προσπάθησε. Ξεκίνησε και ήρθε πίσω δυτικά, μέχρι το Μεγάλο Ποταμό. Μετά όμως άλλαξε δρόμο. Δε φοβήθηκε την απόσταση, είμαι βέβαιος. Όχι, κάτι άλλο το αποτράβηξε. Έτσι νομίζουν οι φίλοι μου, εκείνοι που το κυνήγησαν και το έπιασαν για μένα.

» Πρώτα τα Ξωτικά του Δάσους βρήκαν τα ίχνη του, πράγμα εύκολο γι’ αυτά, γιατί τα ίχνη του ήταν τότε ακόμα πρόσφατα. Μέσα στο Δάσος της Σκοτεινιάς τα οδήγησε και τα έβγαλε, αν και ποτέ δεν το πιάσανε. Το δάσος ήταν γεμάτο φήμες γι’ αυτό, φοβερές ιστορίες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα ζώα και στα πουλιά ακόμα. Οι Άνθρωποι του Δάσους είπαν πως κάποιος καινούριος τρόμος κυκλοφορούσε, ένα φάντασμα που έπινε αίμα. Σκαρφάλωνε δέντρα για να βρει φωλιές, σερνόταν σε τρύπες για να βρει μικρά, ξεγλιστρούσε από παράθυρα για να βρει Κούνιες.

» Στη δυτική άκρη του Δάσους της Σκοτεινιάς όμως, τα ίχνη άλλαξαν δρόμο. Τράβηξαν προς τη δύση και βγήκαν πέρα απ’ την επικράτεια των Ξωτικών του Δάσους και χάθηκαν. Και τότε έκανα ένα μεγάλο λάθος. Ναι, Φρόντο, κι όχι το πρώτο· αν και νομίζω πως αυτό μπορεί ν’ αποδειχτεί το χειρότερο. Σταμάτησα. Τ’ άφησα να φύγει· γιατί είχα πολλά άλλα να σκεφτώ τότε και πίστευα ακόμα στα λόγια του Σάρουμαν.

» Λοιπόν, αυτό έγινε χρόνια πριν. Έχω πληρώσει γι’ αυτό από τότε με πολλές σκοτεινές κι επικίνδυνες μέρες. Τα ίχνη είχαν από καιρό παλιώσει όταν τα αναζήτησα πάλι, μετά την αναχώρηση του Μπίλμπο. Και το ψάξιμο μου θα ήταν μάταιο, αν δεν είχα τη βοήθεια ενός φίλου: του Άραγκορν, του πιο μεγάλου ταξιδευτή και κυνηγού αυτής της εποχής του κόσμου. Μαζί αναζητήσαμε το Γκόλουμ, διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη τη Χώρα της Ερημιάς, χωρίς ελπίδα και χωρίς επιτυχία. Τέλος όμως. όταν είχα εγκαταλείψει το κυνηγητό κι είχα στραφεί σ’ άλλα μέρη, το Γκόλουμ βρέθηκε. Ο φίλος μου γύρισε, μέσα από μεγάλους κινδύνους, φέρνοντας το άθλιο πλάσμα μαζί του.

» Τι είχε κάνει μέχρι τότε, δεν έλεγε με κανένα τρόπο. Μονάχα έκλαιγε και μας έλεγε σκληρούς, κάνοντας ένα σωρό γκόλουμ μες στο λαιμό του· κι όταν το πιέσαμε κλαψούριζε και μαζευότανε απ’ το φόβο του κι έτριβε τα μακρουλά του χέρια, γλείφοντας τα δάχτυλα του, λες και το πονούσαν, λες και θυμόταν κάποιο παλιό βασανιστήριο. Αλλά φοβάμαι πως δεν υπάρχει πιθανότητα αμφιβολίας: πήγε αργά, με τον ύπουλο τρόπο του, βήμα προς βήμα, μίλι με το μίλι, νότια, κάτω στη Γη της Μόρντορ.

Βαριά σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Ο Φρόντο μπορούσε ν’ ακούει τους χτύπους της καρδιάς του. Ακόμα κι απέξω όλα φαίνονταν ακίνητα. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν τώρα απ’ την ψαλίδα του Σαμ.

— Ναι, στη Μόρντορ, είπε ο Γκάνταλφ. Αλίμονο! Η Μόρντορ τραβάει όλα τα κακοποιά στοιχεία, γιατί η Σκοτεινή Δύναμη έχει στρέψει τη θέλησή της να τα μαζέψει εκεί. Και το Δαχτυλίδι του Εχθρού ήταν φυσικό ν’ αφήσει το σημάδι του, να το αφήσει επιδεκτικό να νιώσει την πρόσκληση και να παρουσιαστεί. Κι όλος ο κόσμος τότε ψιθύριζε για τη νέα Σκιά στο Νοτιά και το μίσος της για τη Δύση, Εκεί βρίσκονταν οι σπουδαίοι καινούριοι φίλοι του, που θα το βοηθούσαν στην εκδίκησή του!