Выбрать главу

» Κακορίζικο κι ανόητο! Σ’ εκείνη τη γη θα μάθαινε πολλά, παραπάνω απ’ όσα ήταν για το καλό του. Κι αργά ή γρήγορα, όπως κρυφογύριζε και κατασκόπευε στα σύνορα, θα το ’πιαναν και θα το πήγαιναν — για εξέταση. Έτσι έγιναν τα πράγματα, φοβάμαι. Όταν το βρήκαμε είχε κιόλας μείνει πολύ εκεί και βρισκόταν στο δρόμο του γυρισμού. Για κάποια βρσμοδουλειά. Αυτό όμως δεν πειράζει πολύ τώρα. Τη χειρότερή του βλάβη την είχε καμωμένη.

» Ναι, αλίμονο! Απ’ αυτό ο Εχθρός έμαθε ότι το Ένα έχει ξαναβρεθεί. Ξέρει πού έπεσε ο Ισίλντουρ. Ξέρει πού βρήκε το δαχτυλίδι του το Γκόλουμ. Ξέρει πως είναι Μεγάλο Δαχτυλίδι, γιατί έδωσε μακρόχρονη ζωή. Ξέρει πως δεν είναι ένα από τα Τρία, γιατί αυτά ποτέ δεν είχαν χαθεί κι αυτά δεν ανέχονται τίποτα κακόβουλο. Ξέρει πως δεν είναι ένα απ’ τα Εφτά ή τα Εννέα γιατί αυτά είναι λογαριασμένα. Ξέρει πως είναι το Ένα. Κι έχει, τέλος, ακούσει, νομίζω, για χόμπιτ και για το Σάιρ.

»Το Σάιρ — μπορεί και τώρα να το αναζητά, αν δεν έχει βρει κιόλας πού είναι. Στ’ αλήθεια, Φρόντο, φοβάμαι πως ο Εχθρός μπορεί να σκέφτεται ακόμα πως, το όνομα Μπάγκινς, το ασήμαντο ως τώρα, είναι πολύ σημαντικό.

— Μα αυτό είναι τρομερό! φώναξε ο Φρόντο. Πολύ χειρότερο κι απ’ το πιο χειρότερο που φανταζόμουν απ’ τους υπαινιγμούς και τις προειδοποιήσεις σου. Ω, Γκάνταλφ, καλύτερέ μου φίλε, τι να κάνω; Γιατί τώρα στ’ αλήθεια φοβάμαι. Τι να κάνω; Τι κρίμα που ο Μπίλμπο δε μαχαίρωσε εκείνο το απαίσιο πλάσμα, τότε που είχε την ευκαιρία!

— Κρίμα; Ο Οίκτος κράτησε το χέρι του. Οίκτος κι Έλεος: να μη χτυπήσει χωρίς ανάγκη. Κι έχει ανταμειφθεί καλά, Φρόντο. Να ’σαι σίγουρος πως έπαθε τόσο λίγο κακό και γλίτωσε στο τέλος, γιατί ξεκίνησε σαν απόχτησε το Δαχτυλίδι έτσι: με Οίκτο.

— Με συγχωρείς, είπε ο Φρόντο. Αλλά φοβάμαι· και δε νιώθω κανέναν οίκτο για το Γκόλουμ.

— Δεν το έχεις δει, τον έκοψε ο Γκάνταλφ.

— Όχι, κι ούτε θέλω, είπε ο Φρόντο. Δε σε καταλαβαίνω. Θες να πεις πως, εσύ και τα Ξωτικά, το αφήσατε να ζει μετά απ’ όλα αυτά τα φοβερά πράγματα; Τώρα τουλάχιστον είναι κακό σαν Ορκ και εχθρός. Του αξίζει θάνατος.

— Του αξίζει! Κι εγώ θα ’λεγα πως του αξίζει. Πολλοί απ’ αυτούς που ζουν αξίζει να πεθάνουν. Και μερικοί που πεθαίνουν, αξίζει να ζουν! Μπορείς να τους δώσεις τη ζωή; Γι’ αυτό μην είσαι πολύ πρόθυμος να κρίνεις και να σκοτώνεις. Γιατί ακόμα κι οι πολύ σοφοί δεν μπορούν να τα δουν όλα. Δεν έχω πολλές ελπίδες πως το Γκόλουμ θα γιατρευτεί πριν πεθάνει, αλλ’ όμως υπάρχει και μια πιθανότητα. Κι είναι δεμένο με τη μοίρα του Δαχτυλιδιού. Κάτι μέσα μου μού λέει πως έχει ακόμα κάποιο ρόλο να παίξει, καλό ή κακό, πριν φτάσει το τέλος· κι όταν έρθει, ο οίκτος του Μπίλμπο μπορεί να εξουσιάσει τη μοίρα πολλών — και τη δική σου ακόμα. Τώρα, έτσι κι αλλιώς, δεν το σκοτώσαμε· είναι πολύ γέρικο και πολύ αξιοθρήνητο. Τα Ξωτικά του Δάσους το έχουν φυλακισμένο, του φέρονται όμως με όση καλοσύνη μπορούν να βρουν στις σοφές καρδιές τους.

— Όμως, είπε ο Φρόντο, ακόμα κι αν ο Μπίλμπο δεν μπορούσε να σκοτώσει το Γκόλουμ, μακάρι να μην είχε κρατήσει το Δαχτυλίδι. Μακάρι να μην το ’χε βρει ποτέ και να μην το είχα πάρει εγώ! Γιατί μ’ άφησες να το κρατήσω; Γιατί δε μ’ ανάγκαζες να το πετάξω μακριά ή να το καταστρέψω;

— Να σ’ αφήσω; Να σ’ αναγκάσω; είπε ο μάγος. Δεν άκουσες αυτά που σου είπα; Μιλάς χωρίς να σκέφτεσαι. Μα είναι λάθος να το πετάξουμε μακριά. Αυτά τα Δαχτυλίδια έχουν τον τρόπο τους να μη χάνονται. Σε κακά χέρια μπορούσε να είχε κάνει μεγάλο κακό. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως μπορεί να ’πεφτε στα χέρια του Εχθρού. Όπως και σίγουρα θα ’πεφτε· γιατί είναι το Ένα κι αυτός έχει βάλει όλη του τη δύναμη να το βρει ή να το τραβήξει κοντά του.

» Και βέβαια, αγαπητέ μου Φρόντο, ήταν επικίνδυνο για σένα· κι αυτό με είχε ανησυχήσει βαθιά. Αλλά κινδύνευαν και τόσα άλλα, που αναγκάστηκα να το παίξω — αν και, ακόμα κι όταν ήμουν μακριά, δεν περνούσε μέρα που το Σάιρ να μην το φρουρούν άγρυπνα μάτια. Αν δεν το χρησιμοποίησες ποτέ, δε νομίζω πως το Δαχτυλίδι θα έχει μόνιμη επίδραση πάνω σου, τουλάχιστον όχι για κακό, για πάρα πολύ καιρό. Και πρέπει να θυμάσαι πως εννιά χρόνια πριν, όταν τελευταία σε είχα δει, ήξερα ακόμα ελάχιστα με σιγουριά.

— Αλλά γιατί να μην το καταστρέψουμε, όπως λες ότι έπρεπε να ’χε γίνει από πολύ παλιά; φώναξε ο Φρόντο πάλι. Αν με είχες προειδοποιήσει, ή αν ακόμα μου ’στελνες παραγγελία, θα το είχα καταστρέψει.

— Θα το ’χες; και πώς θα το κατάφερνες; Δοκίμασες ποτέ σου;