Выбрать главу

— Όχι. Μα φαντάζομαι πως μπορεί κανείς να το σπάσει ή να το λιώσει.

— Για δοκίμασε! είπε ο Γκάνταλφ. Για δοκίμασε τώρα δα!

Ο Φρόντο τράβηξε το Δαχτυλίδι απ’ την τσέπη του πάλι και το κοίταξε. Τώρα φαινόταν σκέτο και λείο, χωρίς να φαίνεται σημάδι ή σχέδιο πάνω του. Το χρυσάφι φαινόταν πολύ όμορφο και καθαρό κι ο Φρόντο σκέφτηκε πόσο πλούσιο κι υπέροχο ήταν το χρώμα του, πόσο τέλεια η στρογγυλάδα του. Όταν το έβγαλε έξω σκόπευε να το πετάξει από πάνω του στο πιο καυτό μέρος της φωτιάς. Μα ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να το κάνει, όχι χωρίς μεγάλο αγώνα. Ζύγισε το Δαχτυλίδι στο χέρι του διστάζοντας και πιέζοντας τον εαυτό του να θυμηθεί όλα όσα του είχε πει ο Γκάνταλφ· κι έπειτα, βάζοντας μεγάλη προσπάθεια, έκανε μια κίνηση, λες να το πετάξει — μα ανακάλυψε πως το είχε ξαναβάλει στην τσέπη του.

Ο Γκάνταλφ γέλασε αγριωπά.

— Βλέπεις; Κι εσύ, Φρόντο, κιόλας δεν μπορείς εύκολα να το αφήσεις, ούτε έχεις τη θέληση να του κάνεις κακό. Κι εγώ δε θα μπορούσα να σε “αναγκάσω” — εκτός με τέτοια βία που θα σου σάλευε το μυαλό. Όσο για να το σπάσεις το Δαχτυλίδι, η δύναμη είναι άχρηστη. Ακόμα κι αν το ’παιρνες και το χτύπαγες με τη βαριά, δε θα γινόταν ούτε χαρακιά πάνω του. Δεν μπορεί να ξεγίνει, ούτε με τα χέρια σου, ούτε με τα δικά μου: Η μικρή σου φωτιά, φυσικά, δε θα ’λιωνε ούτε κοινό χρυσάφι. Το Δαχτυλίδι την πέρασε κιόλας άθικτο, ούτε καν ζεστάθηκε. Ούτε και τ’ αμόνια και τα καμίνια των Νάνων δεν μπορούν να το καταφέρουν. Έχουν πει πως η δρακο-φωτιά μπορούσε να λιώνει και να αφανίζει τα Δαχτυλίδια με τη Δύναμη, μα τώρα πια δεν έχει μείνει κανένας δράκος πάνω στη γη, που μέσα του η παλιά φωτιά να ’ναι όσο πρέπει καυτή· ούτε και υπήρξε ποτέ δράκος, ούτε κι ο ίδιος ο Ανκάλαγκον ο Μαύρος, που να μπορούσε να βλάψει το Ένα το Δαχτυλίδι, το κυρίαρχο Δαχτυλίδι, γιατί αυτό το ’φτιαξε ο ίδιος ο Σόρον.

Μόνο ένας τρόπος υπάρχει: να βρεις τις Σχισμές του Χαμού στα έγκατα του Όροντρούιν, του Βουνού της Φωτιάς, και να ρίξεις το Δαχτυλίδι μέσα, αν πραγματικά θέλεις να το καταστρέψεις, να το πετάξεις πέρα από εκεί που φτάνει το χέρι του Εχθρού, για πάντα.

— Και βέβαια θέλω να το καταστρέψω! φώναξε ο Φρόντο. Ή — να, δηλαδή, να το καταστρέψουν. Δεν είμαι φτιαγμένος εγώ για επικίνδυνες αποστολές. Μακάρι να μην είχα δει ποτέ μου το Δαχτυλίδι! Γιατί ήρθε σε μένα; Γιατί έπεσε ο κλήρος σ’ εμένα;

— Τέτοιες ερωτήσεις δεν μπορούν να πάρουν απάντηση, είπε ο Γκάνταλφ. Μπορείς να είσαι σίγουρος πως δεν ήταν γιατί είχες κανένα προτέρημα που άλλοι δεν έχουν: ούτε για τη δύναμη ή τη σοφία σου, οπωσδήποτε. Αλλά έλαχε ο κλήρος σ’ εσένα. Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιήσεις όλη τη δύναμη, το θάρρος και την εξυπνάδα που έχεις.

— Μα έχω τόσο λίγο απ’ όλα αυτά! Εσύ είσαι σοφός και δυνατός. Γιατί να μην πάρεις εσύ το Δαχτυλίδι;

— Όχι! ξεφώνισε ο Γκάνταλφ και πετάχτηκε όρθιος. Μ’ αυτή τη δύναμη θ’ αποκτούσα δυνάμεις πάρα πολύ μεγάλες και τρομερές. Και το Δαχτυλίδι θ’ αποκτούσε πάνω μου δύναμη ακόμα μεγαλύτερη και πιο θανατερή. Τα μάτια του άστραψαν και το πρόσωπό του φωτίστηκε από μια εσωτερική φωτιά. Μη με βάζεις στον πειρασμό! Γιατί εγώ δε θέλω να γίνω ίδιος σαν το Σκοτεινό Άρχοντα. Αυτός είναι ο δρόμος για να μπει το Δαχτυλίδι στην καρδιά μου, ο οίκτος. Οίκτος για τις αδυναμίες και πόθος για δύναμη να κάνω καλό. Μη με βάζεις στον πειρασμό! Δεν τολμώ να το πάρω, ούτε και για να το φυλάξω απ’ τους κινδύνους, αχρησιμοποίητο. Η επιθυμία να το χρησιμοποιήσω θα είναι πάνω απ’ τη δύναμή μου. Γιατί θα το χρειαστώ πολύ. Τεράστιοι κίνδυνοι βρίσκονται μπροστά μου.

Πήγε στο παράθυρο κι άνοιξε τις κουρτίνες και τα εξώφυλλα. Το φως του ήλιου ξαναμπήκε στο δωμάτιο. Ο Σαμ πέρασε απ’ το δρομάκι απέξω σφυρίζοντας.

— Και τώρα, είπε ο μάγος, ξαναγυρίζοντας προς το Φρόντο, η απόφαση είναι δική σου. Μα εγώ πάντα θα σε βοηθώ. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Φρόντο. Θα σε βοηθήσω να κουβαλήσεις το φορτίο αυτό για όσο καιρό θα το έχεις εσύ. Πρέπει όμως να κάνουμε γρήγορα. Ο Εχθρός κινείται.

Η σιωπή κράτησε ώρα. Ο Γκάνταλφ ξανακάθισε και ρουφούσε την πίπα του, λες και βυθισμένος σε σκέψεις. Τα μάτια του έμοιαζαν κλειστά, μα κάτω από τα βλέφαρά του παρακολουθούσε το Φρόντο με προσοχή. Ο Φρόντο κοίταζε με προσήλωση την κόκκινη χόβολη στο τζάκι, μέχρι που τα μάτια του γέμισαν απ’ αυτή και νόμισε πως κοιτούσε κάτω σε βαθιά πηγάδια φωτιάς. Σκεπτόταν τις θρυλικές Σχισμές του Χαμού και τη φρίκη του Φλογισμένου Βουνού.

— Λοιπόν! είπε τέλος ο Γκάνταλφ. Τι σκέφτεσαι; Αποφάσισες τι θα κάνεις;

— Όχι! απάντησε ο Φρόντο, κι όπως συνερχόταν απ’ τη σκοτεινιά, είδε έκπληκτος πως δεν ήταν σκοτάδι και πως έξω απ’ το παράθυρο φαινόταν ο ηλιόλουστος κήπος. Ή, ίσως, ναι. Απ’ όσο κατάλαβα, απ’ αυτά που είπες, υποθέτω πως πρέπει να κρατήσω το Δαχτυλίδι και να το φυλάξω τουλάχιστο προς το παρόν, ό,τι κι αν μου κάνει.