Выбрать главу

— Ό,τι κι αν σου κάνει θα είναι αργό, αργό στο κακό, αν το κρατήσεις μ’ αυτό το σκοπό, είπε ο Γκάνταλφ.

— Μακάρι, είπε ο Φρόντο. Μα εύχομαι να βρεις γρήγορα κάποιον άλλο καλύτερο φύλακα. Στο μεταξύ όμως φαίνεται πως είμαι επικίνδυνος για όλους όσοι ζουν κοντά μου. Δεν μπορώ να κρατήσω το Δαχτυλίδι και να μείνω εδώ. Πρέπει ν’ αφήσω το Μπαγκ Εντ, ν’ αφήσω το Σάιρ, να τ’ αφήσω όλα και να φύγω μακριά.

» Θα ’θελα να σώσω το Σάιρ, αν μπορούσα — αν κι έχουν έρθει φορές που σκέφτηκα πως οι κάτοικοι του είναι απερίγραπτα ανόητοι και βαρετοί κι έχω νιώσει πως ένας σεισμός ή μια εισβολή δράκων ίσως να ’τανε καλό γι’ αυτούς. Μα δεν το σκέφτομαι τώρα πια. Νιώθω πως όσο το Σάιρ βρίσκεται πίσω, ασφαλισμένο και καλοζωισμένο, θ’ αντέχω καλύτερα την περιπλάνηση: θα ξέρω πως κάπου υπάρχει ένα σίγουρο μέρος, ακόμα κι αν τα πόδια μου δεν μπορούν να ξαναπατήσουν εκεί.

» Φυσικά, μερικές φορές έχω σκεφτεί να φύγω μακριά, το φανταζόμουν όμως κάτι σαν διακοπές, μια σειρά περιπέτειες σαν του Μπίλμπο ή καλύτερες, που να τελειώνουν ειρηνικά. Μ’ αυτό εδώ θα σημαίνει εξορία, φευγιό από κίνδυνο σε κίνδυνο, που θα τον τραβώ πίσω μου. Κι υποθέτω πως πρέπει να φύγω μόνος μου, αν είναι να το κάνω και να σώσω το Σάιρ. Μα νιώθω πολύ μικρός και πολύ ξεριζωμένος και — και απελπισμένος. Ο Εχθρός είναι δυνατός και τρομερός.

Δεν το είπε στον Γκάνταλφ, μα την ώρα που μίλαγε, μια μεγάλη επιθυμία ν’ ακολουθήσει τον Μπίλμπο άναψε στην καρδιά του — ν’ ακολουθήσει τον Μπίλμπο κι ίσως ίσως να τον ξαναβρεί. Ήταν τόσο δυνατή που νίκησε το φόβο του: σχεδόν μπορούσε την ίδια εκείνη τη στιγμή να κατηφορίσει τρέχοντας το δρόμο και να φύγει, χωρίς το καπέλο του, ακριβώς όπως είχε κάνει ο Μπίλμπο ένα παρόμοιο πρωινό πολύ παλιά.

— Καλέ μου Φρόντο! φώναξε ο Γκάνταλφ. Οι χόμπιτ είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικά πλάσματα, όπως έχω ξαναπεί. Μπορεί κανείς να μάθει τα πάντα γύρο) από τους τρόπους τους σ’ ένα μήνα, κι όμως, μετά από εκατό χρόνια, σε μια δυσκολία, μπορούν να σ’ αφήσουν με το στόμα ανοιχτό. Δεν περίμενα να πάρω τέτοια απάντηση ούτε κι από σένα. Μα ο Μπίλμπο δεν έκανε λάθος όταν διάλεγε κληρονόμο, αν και λίγο σκέφτηκε πόσο σπουδαίο θα ’ταν. Φοβάμαι πως έχεις δίκιο. Το Δαχτυλίδι δε θα μπορέσει να μείνει κρυμμένο στο Σάιρ για πολύ ακόμα· και, για το δικό σου το καλό, όσο και για των άλλων, θα πρέπει να φύγεις και ν’ αφήσεις τ’ όνομα Μπάγκινς πίσω σου. Μ’ αυτό τ’ όνομα δε θα ’σαι ασφαλισμένος έξω απ’ το Σάιρ ή στην Ερημιά. Θα σου δώσω τώρα ένα όνομα για να ταξιδέψεις. Όταν φύγεις, να φύγεις σαν κύριος Κατωλοφίτης.

» Πάντως δε νομίζω πως χρειάζεται να πας μόνος σου. Όχι, αν ξέρεις κανένα που να μπορείς να τον εμπιστευτείς και που να είναι πρόθυμος να σταθεί στο πλευρό σου — και που εσύ θα είσαι διατεθειμένος να τον πάρεις σ’ άγνωστους κινδύνους. Μα, αν ψάχνεις για σύντροφο, πρόσεχε στο διάλεγμα! Και πρόσεξε τι θα πεις, ακόμα και στους πιο στενούς σου φίλους! Ο εχθρός έχει πολλούς κατασκόπους και πολλούς τρόπους ν’ ακούει.

Ξαφνικά έπαψε κι αφουγκράστηκε. Ο Φρόντο πήρε είδηση πως όλα ήταν ήσυχα και μέσα κι έξω. Ο Γκάνταλφ νυχοπάτησε πλάι στο παράθυρο. Μετά, με μια απότομη κίνηση, έσκυψε στο περβάζι κι άπλωσε το μακρύ του χέρι έξω προς τα κάτω. Ακούστηκε μια τσιριξιά και ξεπρόβαλε το σγουρό κεφάλι του Σαμ Γκάμγκη, τραβηγμένο απ’ τ’ αυτί.

— Μπα! Μπα! Μα τα γένια μου! είπε ο Γκάνταλφ. Ο Σαμ Γκάμγκη δεν είναι; Τώρα πες μου τι έκανες εκεί;

— Ο Θεός να σε φυλάει, κύριε Γκάνταλφ! είπε ο Σαμ. Τίποτες! Δηλαδής κούρευα την άκρη του γρασιδιού κάτω απ’ το παράθυρο, αν με καταλαβαίνετε.

Σήκωσε την ψαλίδα του και την έδειξε γι’ απόδειξη.

— Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Γκάνταλφ αγριωπά. Είναι αρκετή ώρα τώρα που δεν άκουσα θόρυβο απ’ την ψαλίδα σου. Πόση ώρα κρυφάκουγες κάτω απ’ το γείσο της στέγης;

— Απ’ το γείσο της στέγης, κύριε; Δεν καταλαβαίνω, με το συμπάθειο δηλαδής. Δεν υπάρχει γείσο στο Μπαγκ Εντ πουθενά.

— Μη μου κάνεις τον ανόητο! Τι άκουσες και γιατί άκουγες; Τα μάτια του Γκάνταλφ άστραψαν και τα φρύδια του πετάχτηκαν έξω αγριεμένα.

— Κύριε Φρόντο! φώναξε ο Σαμ τρέμοντας. Μην τον αφήσεις να μου κάνει κακό, κύριε! Μην τον αφήσεις να με μεταμορφώσει σε τίποτα τέρας! Ο γερο-πατέρας μου πολύ θα στενοχωριόταν. Δεν το ’κανα για κακό, στο λόγο μου, κύριε!

— Δε θα σου κάνει κακό, είπε ο Φρόντο, που μόλις και μετά βίας κρατιόταν για να μη γελάσει, αν κι ο ίδιος είχε τρομάξει κι ήταν κάπως απορημένος. Το ξέρει, όσο κι εγώ, πως δεν το ’κανες για κακό. Αλλά στάσου όρθιος κι απάντησε αμέσως στις ερωτήσεις του.

— Ε, να, κύριε, είπε ο Σαμ τρεμουλιάζοντας λιγάκι. Άκουσα ένα σωρό που δεν τα κατάλαβα για έναν εχθρό και κάτι δαχτυλίδια και τον κύριο Μπίλμπο, κύριε, και για δράκους κι ένα βουνό με φωτιές και — και Ξωτικά, κύριε. Έβαλα αυτί ν’ ακούσω γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, αν με καταλαβαίνετε. Μα το θεό, κύριε, τρελαίνομαι για τέτοιες ιστορίες. Και τις πιστεύω κιόλας, ό,τι κι αν λέει ο Τεντ. Ξωτικά, κύριε! Πολύ θα ’θελα να τα δω. Δε θα μπορούσες να με πάρεις να δω τα Ξωτικά, κύριε, σα φύγεις;