Και για να μιλήσουμε για τους Χόμπιτ του Σάιρ, που ενδιαφέρουν την ιστορία μας. τον καιρό που είχαν ειρήνη και ευημερία, ήταν ένας αμέριμνος λαός. Ντύνονταν με φανταχτερά χρώματα δείχνοντας ιδιαίτερη συμπάθεια στα κίτρινα και στα πράσινα. Αλλά σπάνια φορούσαν παπούτσια, γιατί τα πόδια τους είχαν σκληρές δερμάτινες πατούσες και σκεπάζονταν με πυκνόσγουρο τρίχωμα, που έμοιαζε πολύ με τα συνήθως καστανά μαλλιά του κεφαλιού τους. Γι’ αυτό η μόνη τέχνη που ελάχιστα ήταν γνωστή ανάμεσά τους ήταν του παπουτσή. Είχαν όμως μακριά κι επιδέξια δάχτυλα και μπορούσαν να κατασκευάζουν άλλα πολλά, πολύ όμορφα και χρήσιμα πράγματα. Τα πρόσωπά τους, γενικά, ήταν περισσότερο καλόγνωμα παρά όμορφα: πλατιά, με ζωηρά μάτια, κόκκινα μάγουλα και στόμα που ήταν εύκολο στο γέλιο, στο φαΐ και στο πιοτό. Και στ’ αλήθεια γελούσαν κι έτρωγαν κι έπιναν, συχνά και με όρεξη, αφού τους άρεσαν όλες τις ώρες τα απλοϊκά αστεία και τα έξι γεύματα τη μέρα — όταν μπορούσαν να τα έχουν. Ήταν φιλόξενοι και τρελαίνονταν για πάρτι και δώρα, που απλόχερα χάριζαν και μ’ ευχαρίστηση δέχονταν.
Είναι ολοφάνερο πως οι Χόμπιτ συγγενεύουν μ’ εμάς πιο πολύ, όσο κι αν αποξενωθήκαμε μετά. Συγγενεύουν πιο πολύ μ’ εμάς παρά με τα Ξωτικά ή ακόμη και μ’ αυτούς τους ίδιους τους Νάνους. Από παλιά μιλούσαν τις γλώσσες των Ανθρώπων, με τον τρόπο τους βέβαια, και αγαπούσαν ή αντιπαθούσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα ίδια πράγματα όπως κι οι Άνθρωποι. Αλλά τώρα πια δεν μπορεί να βρεθεί ποια είναι ακριβώς η σχέση μας. Η καταγωγή των Χόμπιτ βρίσκεται πίσω μακριά στις Παλιές Μέρες που τώρα έχουν χαθεί και ξεχαστεί. Μόνο τα Ξωτικά ακόμη κρατάνε αρχεία αυτής της χαμένης εποχής και οι παραδόσεις τους ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη δική τους ιστορία, στην οποία Άνθρωποι σπάνια εμφανίζονται και οι Χόμπιτ δεν αναφέρονται καθόλου. Είναι όμως βέβαιο πως οι Χόμπιτ ζούσαν ήσυχα για πάρα πολλά χρόνια στη Μέση-Γη χωρίς άλλοι λαοί να τους πάρουν είδηση. Κι επειδή ο κόσμος βέβαια ήταν γεμάτος από αμέτρητα παράξενα πλάσματα, αυτός ο μικρός λαός δε φαινόταν να έχει και μεγάλη σημασία. Αλλά στις μέρες του Μπίλμπο και του κληρονόμου του Φρόντο, οι Χόμπιτ ξαφνικά έγιναν άθελά τους και μεγάλοι και σπουδαίοι και μπερδεύτηκαν στα σχέδια των Σοφών και των Μεγάλων.
Εκείνες οι μέρες, η Τρίτη Εποχή της Μέσης-Γης, έχουν περάσει πια κι η όψη των τόπων έχει αλλάξει· αλλά τα μέρη που τότε ζούσαν οι Χόμπιτ ήταν. χωρίς αμφιβολία, τα ίδια μ’ αυτά που ακόμη κατέχουν, δηλαδή τα βορειοδυτικά του Παλιού Κόσμου, ανατολικά απ’ τη θάλασσα. Οι Χόμπιτ, στον καιρό του Μπίλμπο, δε θυμόνταν πια από πού είχαν ξεκινήσει. Ανάμεσά τους δεν ξεχώριζε καμιά ιδιαίτερη αγάπη για την ιστορία (εκτός απ’ τα γενεαλογικά δέντρα) αλλ’ ακόμα βρίσκονταν αρκετοί στις παλιότερες οικογένειες, που μελετούσαν τα βιβλία τους και συγκέντρωναν ιστορίες, για τον παλιό καιρό και για μακρινές χώρες, από τα Ξωτικά, τους Νάνους και τους Ανθρώπους. Τα δικά τους χρονικά άρχιζαν μόνο μετά την εγκατάστασή τους στο Σάιρ και οι πιο παλιοί τους θρύλοι δεν έφταναν πιο πίσω από τις Μέρες των Περιπλανήσεών τους. Μολαταύτα φαίνεται καθαρά μέσα απ’ αυτούς τους θρύλους και απ’ ό,τι φανερώνουν οι παράξενες λέξεις και τα έθιμά τους ότι, όμοια με πολλούς άλλους λαούς, οι Χόμπιτ είχαν στα πολύ παλιά χρόνια μεταναστεύσει δυτικά. Οι αρχαιότεροι τους μύθοι φανερώνουν πως κάποτε ζούσαν στις πιο ψηλές κοιλάδες του Άντουιν, ανάμεσα στα όρια του Μεγάλου Πράσινου Δάσους και των Ομιχλιασμένων Βουνών. Το γιατί τώρα αργότερα αποφάσισαν με τόσες δυσκολίες και κινδύνους να διασχίσουν τα βουνά και να μπουν στο Έριαντορ, δεν το ξέρει με βεβαιότητα κανείς πια. Τα δικά τους χρονικά αναφέρουν πως οι Άνθρωποι έγιναν πολλοί στη χώρα και πως μια σκιά έπεσε στο δάσος και το σκοτείνιασε τόσο, που του άλλαξαν τ’ όνομα και το ’παν Δάσος της Σκοτεινιάς.
Πριν ακόμη να διασχίσουν τα βουνά, οι Χόμπιτ είχαν κιόλας χωριστεί σε τρεις κάπως διαφορετικές ράτσες: στους Τριχοπόδαρους, Χονδροκόκαλους και Λευκόδερμους. Οι Τριχοπόδαροι ήταν πιο μελαψοί, πιο μικροί και πιο κοντοί, δεν είχαν γένια ούτε φορούσαν παπούτσια. Τα χέρια και τα πόδια τους ήταν κομψά κι ευκίνητα και προτιμούσαν τα ορεινά μέρη και τις λοφοπλαγιές. Οι Χονδροκόκαλοι ήταν φαρδύτεροι και πιο γεροδεμένοι, είχαν μεγαλύτερα χέρια και πόδια και προτιμούσαν τις πεδιάδες και τις όχθες των ποταμών. Οι Λευκόδερμοι είχαν ανοιχτότερη επιδερμίδα και μαλλιά, ήταν ψηλότεροι και πιο λεπτοί απ’ τους άλλους κι αγαπούσαν τα δέντρα και τις δασωμένες περιοχές.