Выбрать главу

Ξαφνικά ο Γκάνταλφ έβαλε τα γέλια.

— Έλα μέσα! φώναξε και απλώνοντας τα χέρια σήκωσε τον έκπληκτο Σαμ, μαζί με την ψαλίδα, τις κομμένες τούφες απ’ το γρασίδι κι όλα, τον έμπασε μέσα απ’ το παράθυρο και τον έστησε στο πάτωμα. Να σε πάρει στα Ξωτικά, ε; είπε κοιτάζοντας από κοντά το Σαμ, μα ένα χαμόγελο τρεμοφαινόταν στο πρόσωπό του. Λοιπόν, άκουσες πως ο κύριος Φρόντο φεύγει;

— Μάλιστα, κύριε. Και γι’ αυτό πνίγηκα και μ’ ακούσατε. Προσπάθησα να κρατηθώ, κύριε, μα μου ξέφυγε: πολύ συγχύστηκα.

— Δε γίνεται αλλιώς, Σαμ, είπε ο Φρόντο λυπημένα.

Είχε ξαφνικά νιώσει πως η φυγή του απ’ το Σάιρ θα σήμαινε πιο οδυνηρούς χωρισμούς απ’ το ν’ αποχαιρετίσει απλά τις γνωστές βολές του στο Μπαγκ Εντ.

— Θα πρέπει να φύγω. Μα — κι εδώ κοίταξε άγρια το Σαμ — αν στ’ αλήθεια νοιάζεσαι για μένα, θα το κρατήσεις τελείως μυστικό. Κατάλαβες; Αν δεν το κάνεις, αν σου ξεφύγει και η παραμικρή κουβέντα απ’ όσα άκουσες εδώ, τότε μακάρι ο Γκάνταλφ να σε κάνει έναν πιτσιλωτό βάτραχο και να γεμίσει τον κήπο με φίδια.

Ο Σαμ έπεσε στα γόνατα τρέμοντας.

— Σήκω επάνω, Σαμ, είπε ο Γκάνταλφ. Σκέφτηκα κάτι πολύ καλύτερο. Κάτι που θα σου κλείσει το στόμα και θα σε τιμωρήσει όπως πρέπει, που κρυφάκουγες. Θα πας μαζί με τον κύριο Φρόντο!

— Εγώ, κύριε; ρώναξε ο Σαμ, πηδώντας όρθιος σαν το σκύλο που τον φωνάζουν για να τον πάνε περίπατο. Εγώ να πάω και να δω τα Ξωτικά κι όλ’ αυτά! Ζήτω! φώναξε και μετά ξέσπασε σε δάκρυα.

Κεφάλαιο III

ΤΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ

— Θα πρέπει να φύγεις αθόρυβα και θα πρέπει να φύγεις γρήγορα, είπε ο Γκάνταλφ.

Δυο ή τρεις βδομάδες είχαν περάσει κι ακόμα ο Φρόντο δεν έδειχνε σημάδια πως ετοιμάζεται να φύγει.

— Το ξέρω. Μα είναι δύσκολο να τα καταφέρω και τα δυο, αντίλεγε. Αν εξαφανιστώ σαν τον Μπίλμπο, θα το μάθουν όλοι στο Σάιρ ώσπου να πεις αλεύρι.

— Και φυσικά δεν πρέπει να εξαφανιστείς! είπε ο Γκάνταλφ. Ούτε να το σκέφτεσαι! Είπα γρήγορα, όχι τώρα δα. Αν μπορέσεις να βρεις τρόπο να ξεγλιστρήσεις απ’ το Σάιρ χωρίς να το μάθουν όλοι, αξίζει μια μικρή καθυστέρηση. Αλλά δεν πρέπει να παρακαθυστερήσεις.

— Τι θα ’λεγες για το φθινόπωρο, τη μέρα των Γενεθλίων Μας ή λίγο μετά; ρώτησε ο Φρόντο. Νομίζω πως έχω πιθανότητες να το οργανώσω ως τότε.

Για να λέμε την αλήθεια, δεν είχε καμιά διάθεση να ξεκινήσει τώρα, που είχε φτάσει η ώρα. Το Μπαγκ Εντ, έπειτα από πολλά χρόνια, του φαινόταν σαν την πιο επιθυμητή κατοικία κι ήθελε ν’ απολαύσει όσο πιο πολύ μπορούσε το τελευταίο του καλοκαίρι στο Σάιρ. Όταν θα ερχόταν το φθινόπωρο, ήξερε πως, τουλάχιστον ένα μέρος της καρδιάς του, θα αντιμετώπιζε πιο ευχάριστα το ταξίδι, όπως πάντα γινόταν εκείνη την εποχή. Και πραγματικά είχε μέσα του αποφασίσει να φύγει τη μέρα που θα ’κλεινε τα πενήντα κι ο Μπίλμπο τα εκατόν είκοσι οκτώ. Του φαινόταν πως, κάπως, θα ’ταν η κατάλληλη μέρα για να ξεκινήσει και να τον ακολουθήσει. Γιατί, το ν’ ακολουθήσει τον Μπίλμπο, ήταν η σκέψη που κυριαρχούσε μέσα του και το μόνο πράγμα που έκανε υποφερτή τη σκέψη της φυγής του. Σκεφτόταν όσο μπορούσε πιο λίγο το Δαχτυλίδι και το πού μπορούσε να τον οδηγήσει στο τέλος. Μα δεν έλεγε όλες του τις σκέψεις στον Γκάνταλφ. Το τι μάντευε ο μάγος ήταν πάντοτε δύσκολο να το πει κανείς. Κοίταξε το Φρόντο και χαμογέλασε.

— Πολύ καλά, είπε. Εντάξει. Μα δεν πρέπει ν’ αργήσεις περισσότερο. Αρχίζω ν’ ανησυχώ. Στο μεταξύ, πρόσεχε πολύ και μη σου ξεφύγει κουβέντα για το πού πας! Και κοίτα να μη μιλήσει ο Σαμ Γκάμγκη. Αν μιλήσει, θα τον κάνω στ’ αλήθεια βάτραχο.

— Όσο για το πού πάω, είπε ο Φρόντο, θα ’ναι δύσκολο να μου ξεφύγει και να το πω, γιατί δεν το ’χω ούτε κι εγώ καλά καλά αποφασίσει ακόμα.

— Μη λες ανοησίες! είπε ο Γκάνταλφ. Δε σε προειδοποιώ, μην τυχόν κι αφήσεις τη διεύθυνσή σου στο ταχυδρομείο! Αλλά φεύγεις απ’ το Σάιρ — κι αυτό δεν πρέπει να γίνει γνωστό, μέχρι που να βρίσκεσαι μακριά. Και πρέπει να φύγεις ή τουλάχιστο να ξεκινήσεις για το Βοριά, το Νοτιά, τη Δύση ή την Ανατολή — και η κατεύθυνση πρέπει σίγουρα να παραμείνει άγνωστη.

— Τόσο πολύ μ’ έχουν απορροφήσει οι σκέψεις που θα φύγω απ’ το Μπαγκ Εντ και που θα πω αντίο, που ούτε και σκέφτηκα καθόλου την κατεύθυνση, είπε ο Φρόντο. Γιατί πού να πάω; Και τι πυξίδα ν’ ακολουθήσω; Ποια θα ’ναι η αποστολή μου; Ο Μπίλμπο πήγε να βρει ένα θησαυρό. Πήγε και γύρισε πάλι· μα εγώ πάω να χάσω έναν και να μη γυρίσω απ’ ό,τι βλέπω.