Выбрать главу

— Το τελευταίο μας γεύμα στο Μπαγκ Εντ! είπε ο Φρόντο, σπρώχνοντας πίσω την καρέκλα του.

Άφησαν τα πιάτα να τα πλύνει η Λομπέλια. Ο Πίπιν κι ο Σαμ έδεσαν τα λουριά στα τρία σακίδια τους και τα σώριασαν στη βεράντα. Ο Πίπιν βγήκε έξω για μια τελευταία βόλτα στον κήπο. Ο Σαμ εξαφανίστηκε.

Ο ήλιος έπεσε. Το Μπαγκ Εντ έδειχνε λυπημένο, σκυθρωπό κι ακατάστατο. Ο Φρόντο πλανήθηκε στα γνώριμα δωμάτια κι είδε το φως του ηλιοβασιλέματος να σβήνει στους τοίχους και τις σκιές να σέρνονται βγαίνοντας απ’ τις γωνιές. Σιγά σιγά σκοτείνιασε μέσα. Βγήκε έξω και κατηφόρισε στην εξώπορτα στο τέλος του μονοπατιού κι έπειτα προχώρησε λίγο κατηφορίζοντας το Δρόμο του Λόφου. Μισοπερίμενε να δει τον Γκάνταλφ να ’ρχεται περπατώντας μες στο λυκόφωτο.

Ο ουρανός ήταν καθαρός και τ’ αστέρια άρχισαν να λάμπουν.

— Θα ’ναι ωραία νύχτα, είπε δυνατά. Καλή αρχή. Έχω, όρεξη για πεζοπορία. Δεν αντέχω πια να περιμένω. Θα ξεκινήσω κι ο Γκάνταλφ πρέπει να μ’ ακολουθήσει.

Γύρισε να πάει πίσω και τότε σταμάτησε, γιατί άκουσε φωνές, ακριβώς πίσω απ’ τη γωνία στην άκρη του Μπάγκσοτ Ρόου. Η μια φωνή ήταν σίγουρα του γερο-Γκάφερ· η άλλη ήταν παράξενη και κάπως δυσάρεστη. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι έλεγε, μα άκουσε τις απαντήσεις του Γκάφερ, που ήταν μάλλον τσιριχτές. Ο γέρος φαινόταν συγχυσμένος.

— Όχι, ο κύριος Μπάγκινς έχει φύγει. Έφυγε σήμερα το πρωί κι ο Σαμ ο δικός μου πήγε μαζί του; κι έφυγαν κι όλα του τα πράγματα. Ναι, τα πούλησε κι έφυγε, σου λέω. Γιατί; Το γιατί δεν είναι ούτε δική μου δουλειά, μαθές, ούτε δική σου. Πού πάει; Αυτό δεν είναι μυστικό· μετακόμισε στο Μπάκλμπερι ή κάτι τέτοιο, πέρα μακριά. Ναι, είναι κάμποσος δρόμος. Εγώ ποτές μου δεν έχω πάει τόσο μακριά· είναι παράξενοι αυτοί που μένουν στο Μπάκλαντ. Όχι, δεν μπορώ να δώσω καμιά παραγγελία. Καληνύχτα, σ’ εσένα!

Τα βήματα ξεμάκρυναν κατηφορίζοντας το Λόφο. Ο Φρόντο αναρωτήθηκε γιατί του φάνηκε μεγάλη ανακούφιση που δεν ανέβηκαν το. Λόφο.

«Σιχάθηκα μάλλον τις ερωτήσεις και την περιέργεια γύρω απ’ ό,τι κάνω, σκέφτηκε. Τι περίεργοι που σου είναι όλοι τους!»

Μισοσκέφτηκε να πάει και να ρωτήσει τον Γκάφερ, ποιος ζητούσε τις πληροφορίες· μα το ξανασκέφτηκε καλύτερα (ή χειρότερα) κι έστριψε και πήγε γρήγορα πίσω στο Μπαγκ Εντ.

Ο Πίπιν καθόταν πάνω στο σακίδιό του στη βεράντα. Ο Σαμ δεν ήταν εκεί. Ο Φρόντο μπήκε στη σκοτεινή πόρτα.

— Σαμ! φώναξε. Σαμ! Ώρα να φεύγουμε!

— Έρχομαι, κύριε! έφτασε η απάντηση από κάπου στο βάθος και γρήγορα ακολούθησε κι ο ίδιος ο Σαμ, σκουπίζοντας το στόμα του.

Έλεγε τους τελευταίους του χαιρετισμούς στο βαρέλι της μπίρας στο κελάρι.

— Όλα έτοιμα. Σαμ; είπε ο Φρόντο.

— Ναι, κύριε. Θ’ αντέξω κάμποσο τώρα, κύριε.

Ο Φρόντο έκλεισε και κλείδωσε τη στρογγυλή πόρτα κι έδωσε το κλειδί στο Σαμ.

— Τρέχα το στο σπίτι σου, Σαμ! είπε. Μετά κόψε δρόμο απ’ το Ρόου κι έλα να μας βρεις όσο πιο γρήγορα μπορείς στην πόρτα, στο δρομάκι πέρα απ’ τα λιβάδια. Δεν είναι να περάσουμε μέσ’ απ’ το χωριό απόψε. Ένα σωρό αυτιά είναι τεντωμένα κι ένα σωρό μάτια κρυφοκοιτάζουν.

Ο Σαμ έφυγε τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

— Λοιπόν, τώρα ξεκινάμε επιτέλους! είπε ο Φρόντο.

Έβαλαν τα σακίδια στις πλάτες τους, πήραν τα ραβδιά τους, προχώρησαν κι έστριψαν τη γωνία στη δυτική πλευρά του Μπαγκ Εντ.

— Αντίο! είπε ο Φρόντο, κοιτάζοντας τα σκοτεινά κι άδεια παράθυρα. Κούνησε το χέρι του κι έπειτα γύρισε και (ακολουθώντας τα βήματα του Μπίλμπο, αν το ’ξερε) βιάστηκε πίσω απ’ τον Πέρεγκριν, κατηφορίζοντας το δρομάκι του κήπου.

Πήδηξαν πάνω από ένα χαμηλό μέρος το φράχτη στην άκρη και πήραν τα χωράφια, περνώντας μες στο σκοτάδι σαν θρόισμα μες στα χορτάρια.

Στα ριζά του Λόφου στη δυτική πλευρά έφτασαν στην πύλη που άνοιγε σ’ ένα στενό δρόμο. Εκεί σταμάτησαν και τακτοποίησαν τα λουριά στα σακίδιά τους. Σε λίγο φάνηκε ο Σαμ, τρέχοντος γρήγορα λαχανιασμένος· το βαρύ του σακίδιο ήταν ανεβασμένο ψηλά στους ώμους του κι είχε βάλει στο κεφάλι του μια ψηλή ασουλούπωτη τσόχινη σακούλα, που την έλεγε καπέλο. Στη σκοτεινιά έμοιαζε πολύ με νάνο.

— Είμαι σίγουρος πως μου δώσατε όλα τα πιο βαριά πράγματα, είπε ο Φρόντο. Τα λυπάμαι τα σαλιγκάρια κι όλα τα ζώα, που κουβαλάνε τα σπίτια τους στις πλάτες τους.

— Εγώ θα μπορούσα να πάρω ένα σωρό ακόμα, κύριε. Το σακίδιό μου είναι πολύ ελαφρό, είπε ο Σαμ γενναιόκαρδα κι όχι αληθινά.

— Όχι, βέβαια, Σαμ! είπε ο Πίπιν. Του κάνει καλό. Δεν κουβαλάει παρά μόνο ό,τι μας παράγγειλε να βάλουμε μέσα. Τώρα τελευταία έχει μείνει αγύμναστος. Θα νιώθει το βάρος λιγότερο, όταν χάσει περπατώντας λίγο απ’ το δικό του.

— Λυπηθείτε ένα φτωχό γερο-χόμπιτ! γέλασε ο Φρόντο. Θ’ αδυνατίσω σαν το κλαδάκι της ιτιάς, είμαι σίγουρος, πριν να φτάσουμε στο Μπάκλαντ. Αστεία τα ’λεγα. Υποψιάζομαι όμως πως έχεις φορτωθεί περισσότερα απ’ το μερίδιό σου, Σαμ, και θα το κοιτάξω όταν ξαναμαζέψουμε πάλι τα πράγματά μας. Ξαναπήρε το ραβδί του. Λοιπόν, σ’ όλους αρέσει η νυχτερινή πεζοπορία, είπε, ας βάλουμε μερικά μίλια πίσω μας πριν κοιμηθούμε.