Выбрать главу

Για λίγο ακολούθησαν το μονοπάτι δυτικά. Έπειτα, αφήνοντάς το, έστριψαν δεξιά και ξαναπήραν ήσυχα τα χωράφια. Βάδιζαν ο ένας πίσω απ’ τον άλλο ακολουθώντας τους φράχτες και τις άκρες στις λόχμες. Η νύχτα έπεσε σκοτεινή γύρω τους. Με τις σκούρες μπέρτες τους ήταν αόρατοι, λες κι όλοι είχαν μαγικά δαχτυλίδια. Κι αφού ήταν όλοι τους χόμπιτ και προσπαθούσαν να ’ναι σιωπηλοί, δεν έκαναν θόρυβο που να μπορούν να τον ακούσουν ούτε και χόμπιτ. Ακόμα και τ’ αγρίμια στα χωράφια και στα δάση μόλις και παίρναν είδηση το πέρασμά τους.

Μετά από αρκετή ώρα πέρασαν το Νερό, δυτικά του Χόμπιτον, πάνω από μια σανιδογέφυρα. Το ποταμάκι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μαύρη ελικωτή κορδέλα, που δεξιά κι αριστερά του έγερναν σκλήθρες. Ένα δυο μίλια παρακάτω προς το νοτιά, διασχίσανε βιαστικά το μεγάλο δρόμο απ’ τη γέφυρα του Μπράντιγουάιν. Τώρα βρίσκονταν στο Τούκλαντ, και στρίβοντας ανατολικά κατευθύνθηκαν προς τους Πράσινους Λόφους, Καθώς άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τις πρώτες πλαγιές, κοίταξαν πίσω κι είδαν τα φώτα του Χόμπιτον πέρα μακριά που τρεμόπαιζαν στην ήμερη κοιλάδα του Νερού, που γρήγορα χάθηκε στις πτυχές της νυχτωμένης γης και την ακολούθησε το Νεροχώρι δίπλα στην γκρίζα λιμνούλα του. Όταν το φως κι από την τελευταία φάρμα βρισκόταν πίσω μακριά, ο Φρόντο, κρυφοκοιτάζοντας ανάμεσα απ’ τα δέντρα, γύρισε και κούνησε σ’ αποχαιρετισμό το χέρι του.

— Αναρωτιέμαι αν ποτέ μου θα ξαναδώ εκείνη την κοιλάδα, είπε χαμηλόφωνα.

Αφού περπάτησαν για τρεις ώρες περίπου, αναπαύτηκαν. Η νύχτα ήταν ασυννέφιαστη, δροσερή κι αστροφώτιστη. Κάτι συννεφάκια ομίχλης σέρνονταν στις πλαγιές των λόφων, ανεβαίνοντας απ’ τα ποταμάκια και τα βαθιά λιβάδια. Λεπτοντυμένες σημύδες λυγιόνταν στ’ αεράκι πάνω απ’ τα κεφάλια τους κι έπλεκαν ένα μαύρο δίχτυ στο χλωμό ουρανό. Έφαγαν ένα πολύ λιτό δείπνο (για χόμπιτ) και συνέχισαν το δρόμο τους. Σύντομα βρήκαν ένα στενό δρόμο που πήγαινε κυματιστά, πάνω κάτω, σβήνοντας γκρίζος στο σκοτάδι μπροστά: ο δρόμος που πήγαινε στο Γούντχολ, στο Στοκ και στο Φέρι Μποτ του Μπάκλμπερι. Σκαρφάλωνε μακριά απ’ τον κύριο δρόμο στη Νεροκοιλάδα και πήγαινε γύρω γύρω στα ριζά των Πράσινων Λόφων προς το Γούντι Εντ, μια άγρια γωνιά της Ανατολικής Μοίρας.

Μετά από λίγο έπεσαν σ’ ένα βαθύ μονοπάτι ανάμεσα σε ψηλά δέντρα, που θρόιζαν τα ξερά τους φύλλα μες στη νύχτα. Ήταν πολύ σκοτεινά. Στην αρχή μιλούσαν ή μουρμούριζαν κάποιο σκοπό σιγά σιγά μαζί, μια και τώρα βρίσκονταν μακριά από περίεργα αυτιά. Έπειτα συνέχισαν να περπατούν σιωπηλοί κι ο Πίπιν άρχισε να μένει πίσω. Τέλος, σαν άρχισαν να σκαρφαλώνουν μιαν απόκρημνη πλαγιά, σταμάτησε και χασμουρήθηκε.

— Είμαι τόσο νυσταγμένος, είπε, που, όπου να ’ναι, θα πέσω στο δρόμο. Σκοπεύετε να κοιμηθείτε όρθιοι; Είναι σχεδόν μεσάνυχτα.

— Νόμιζα πως σ’ άρεσε να περπατάς στο σκοτάδι, είπε ο Φρόντο, Αλλά δεν υπάρχει βία. Ο Μέρι μας περιμένει μεθαύριο. Αυτό μας αφήνει σχεδόν δυο μέρες παραπάνω. Θα σταματήσουμε στο πρώτο κατάλληλο μέρος.

— Ο αέρας είναι απ’ τη Δύση, είπε ο Σαμ. Αν βγούμε στην άλλη μεριά αυτού του λόφου, θα βρούμε μέρος απάγκιο κι αρκετά ήσυχο, κύριε. Υπάρχει ένα στενό ελατόδασο ακριβώς μπροστά μας, αν θυμάμαι καλά.

Ο Σαμ ήξερε την περιοχή πολύ καλά σε απόσταση είκοσι μιλίων απ’ το Χόμπιτον, μ’ αυτό ήταν και το τέλος της γεωγραφίας του.

Μόλις πέρασαν την κορυφή του λόφου, βρήκαν το μικρό δάσος με τα έλατα. Αφήνοντας το δρόμο μπήκαν κάτω απ’ τη βαθιά σκοτεινιά των δέντρων που μύριζαν ρετσίνι και μάζεψαν ξερά κλαριά και κουκουνάρια για ν’ ανάψουν φωτιά. Πολύ γρήγορα οι φλόγες άρχισαν να τρίζουν χαρούμενα κάτω από ένα μεγάλο έλατο. Κάθισαν γύρω γύρω για κάμποση ώρα, μέχρι που άρχισαν να πέφτουν τα κεφάλια τους απ’ τη νύστα. Τότε, ο καθένας με το κεφάλι στις ρίζες του μεγάλου δέντρου, κουλουριάστηκαν μες στις μπέρτες τους και στις κουβέρτες τους και γρήγορα αποκοιμήθηκαν. Δεν έβαλαν φρουρό· ούτε κι ο Φρόντο δε φοβόταν από τώρα για κίνδυνο, γιατί βρίσκονταν ακόμα στην καρδιά του Σάιρ. Μερικά ζώα ήρθαν και τους κοίταξαν όταν έσβησε η φωτιά. Μια αλεπού, περνώντας απ’ το δάσος για δουλειές της, σταμάτησε μερικά λεπτά κι οσφράνθηκε.

«Χόμπιτ! σκέφτηκε. Για να δούμε τι άλλο τώρα; Έχω ακούσει πως γίνονται παράξενα πράγματα σ’ αυτή τη χώρα, μα σπάνια έχω ακούσε για χόμπιτ να κοιμάται στο ύπαιθρο κάτω απ’ τα δέντρα. Και τώρα τρεις μαζεμένοι! Κάτι πολύ παράξενο κρύβεται πίσω απ’ αυτό».