Выбрать главу

Η αλεπού είχε πολύ δίκιο, μα ποτέ δεν έμαθε περισσότερα.

Το πρωινό ήρθε, χλωμό και νοτισμένο. Ο Φρόντο ξύπνησε πρώτος κι ανακάλυψε πως μια ρίζα είχε ανοίξει τρύπα στην πλάτη του και πως ο σβέρκος του είχε μουδιάσει.

«Πεζοπορία, λέει, για ευχαρίστηση! Γιατί δεν πήγα με την άμαξα;» σκέφτηκε, όπως το συνήθιζε στην αρχή μιας εκδρομής. «Και να σκέφτομαι πως όλα μου τα ωραία τα πουπουλένια κρεβάτια είναι πουλημένα στους Σάκβιλ-Μπάγκινς! Τούτες δω οι ρίζες των δέντρων θα τους έκαναν καλό». Τεντώθηκε.

— Ξυπνάτε, χόμπιτ! φώναξε. Το πρωινό είναι υπέροχο.

— Και τι του βρίσκεις υπέροχο; είπε ο Πίπιν, μισοκοιτάζοντας πάνω απ’ την άκρη της κουβέρτας του με το ένα μάτι, Σαμ! Ετοίμασε πρωινό για τις ενιάμισι! Ζέστανες το νερό του μπάνιου;

Ο Σαμ πήδηξε πάνω κοιτάζοντας μάλλον θολωμένος.

— Όχι. κύριε, δεν το ζέστανα, κύριε! είπε.

Ο Φρόντο τράβηξε τις κουβέρτες από τον Πίπιν και τον γύρισε απ’ την άλλη μεριά, μετά περπάτησε ως την άκρη του δάσους. Μακριά στην ανατολή, ο ήλιος ξεπρόβαλε κόκκινος μέσ’ απ’ την καταχνιά που απλωνόταν πηχτή πάνω στη γη. Χρυσά και κόκκινα φθινοπωρινά δέντρα φαίνονταν να πλέουν χωρίς ρίζες σε μια σκιερή θάλασσα. Λίγο πιο κάτω απ’ το Φρόντο, προς τ’ αριστερά, ο δρόμος κατηφόριζε απότομα και χανόταν. Όταν γύρισε πίσω, ο Σαμ κι ο Πίπιν είχαν ανάψει μια καλή φωτιά.

— Νερό! φώναξε ο Πίπιν. Πού ’ναι το νερό;

— Δε φυλάω νερό στις τσέπες μου, είπε ο Φρόντο.

— Νομίσαμε πως πήγες για να βρεις, είπε ο Πίπιν, ενώ ετοίμαζε το φαγητό και τα φλιτζάνια. Καλά θα κάνεις να πας τώρα.

— Μπορείς να έρθεις κι εσύ, είπε ο Φρόντο, και φέρε όλα τα παγούρια. Στα ριζά του λόφου υπήρχε ένα ποταμάκι. Γέμισαν τα παγούρια τους και το μικρό εκδρομικό τσαγιερό, σ’ ένα μικρό καταρράκτη, απ’ όπου το νερό έπεφτε από λίγα πόδια ύψος, πάνω από μια προεξοχή του γκρίζου βράχου. Ήταν κρύο, παγωμένο και τσαλαβούτηξαν και ξεφύσηξαν, πλένοντας τα πρόσωπα και τα χέρια τους.

Σαν τέλειωσαν το πρωινό τους και ξανάδεσαν τα σακίδιά τους, ήταν περασμένες δέκα κι η μέρα άρχισε να γίνεται όμορφη και ζεστή. Κατέβηκαν την πλαγιά, πέρασαν απέναντι το ποταμάκι στο μέρος που βουτούσε κάτω από το δρόμο κι ανέβηκαν την επόμενη πλαγιά κι ανεβοκατέβηκαν άλλη μια πλαγιά των λόφων· κι όταν έγιναν αυτά, οι μπέρτες, οι κουβέρτες, το νερό, το φαγητό και τ’ άλλα τους πράγματα τους φαίνονταν κιόλας βαρύ φορτίο.

Η πορεία της μέρας υποσχόταν να ’ναι ζεστή και κουραστική δουλειά. Μετά από μερικά μίλια όμως, ο δρόμος έπαψε ν’ ανεβοκατεβαίνει: σκαρφάλωνε στην κορυφή μιας απόκρημνης πλαγιάς μ’ ένα κουρασμένο ζικ ζακ και μετά ετοιμαζόταν να κατηφορίσει για τελευταία φορά. Μπροστά τους είδαν τα χαμηλά μέρη σημειωμένα με μικρές συστάδες δέντρων, που χάνονταν μακριά στο βάθος, σε μια καφετιά δασένια θολούρα. Κοίταζαν πέρα απ’ το Γούντι Εντ προς τον Ποταμό Μπράντιγουάιν. Ο δρόμος στριφογύριζε πέρα εμπρός τους, σαν ένα κομμάτι σπάγκος.

— Ο δρόμος είναι πάντα μπροστά, είπε ο Πίπιν· όχι όμως κι εγώ, χωρίς να ξεκουραστώ. Είναι καιρός για το μεσημεριανό.

Κάθισε στο ανάχωμα στην άκρη του δρόμου και κοίταξε μακριά, ανατολικά στο θάμπωμα, που πέρα του βρισκόταν ο Ποταμός και το τέλος του Σάιρ, που ’χε περάσει όλη του τη ζωή. Ο Σαμ στάθηκε δίπλα του, Τα στρογγυλά μάτια του ήταν τεντωμένα — γιατί αντίκριζε μέρη που ποτέ δεν είχε δει, έναν καινούριο ορίζοντα.

— Ζουν Ξωτικά σ’ εκείνα τα δάση; ρώτησε.

— Δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο, είπε ο Πίπιν.

Ο Φρόντο ήταν σιωπηλός. Κοίταξε κι αυτός ανατολικά στο δρόμο, λες και δεν τον είχε δει ποτέ του πριν. Ξαφνικά μίλησε δυνατά, μα λες και τα ’λεγε στον εαυτό του, αργά:

Χωρίς σταματημό ο Δρόμος μας τραβάει μπροστά, Κατηφορίζοντας απ’ το κατώφλι που ξεκίνησε. Και τώρα πια ο Δρόμος έχει φτάσει μακριά Και λέω εγώ στον εαυτό μου «Ακολούθησε!» Κυνήγησε τον! Βαριά κι αν είν’ τα πόδια, Σε κάποια στράτα μεγαλύτερη θα βγεις, Όπ’ ανταμώνουνε αμέτρητοι σκοποί και μονοπάτια. Και πού μετά; Ποιος να το ξέρει τάχα!

— Μοιάζει σαν τις ρίμες του γερο-Μπίλμπο, είπε ο Πίπιν. Ή είναι δική σου μίμηση; Δεν ακούγεται και πολύ ενθαρρυντικό.

— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο. Μου ήρθε τώρα, λες και το ’φτιαξα εγώ· μπορεί όμως και να το ’χα ακούσει παλιά. Οπωσδήποτε μου θυμίζει πολύ τον Μπίλμπο στα τελευταία χρόνια πριν φύγει. Συχνά συνήθιζε να λέει πως υπάρχει ένας μόνο Δρόμος· πως είναι σαν ένα μεγάλο ποτάμι· οι πηγές του είναι σε κάθε κατώφλι και κάθε μονοπάτι είναι παρακλάδι. «Είναι επικίνδυνη δουλειά, Φρόντο, να βγαίνεις απ’ την πόρτα σου» συνήθιζε να λέει. «Μπαίνεις στο Δρόμο και, αν δε συγκρατήσεις τα πόδια σου, δεν μπορείς να ξέρεις πού μπορεί να παρασυρθείς. Το ’χεις καταλάβει πως αυτό εδώ το δρομάκι περνάει απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς και πως, αν τ’ άφηνες, μπορούσε να σε πάει στο Βουνό της Μοναξιάς ή και σ’ άλλα χειρότερα μέρη;» Συνήθιζε να το λέει αυτό στο δρομάκι, που περνούσε έξω απ’ τη μπροστινή πόρτα του Μπαγκ Εντ, ιδιαίτερα ύστερα από κάποιο μακρινό περίπατο.