Выбрать главу

— Λοιπόν, ο Δρόμος δε θα με παρασύρει πουθενά, τουλάχιστο για μια ώρα, είπε ο Πίπιν και ξεφορτώθηκε το σακίδιό του.

Οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, ακουμπώντας τα σακίδιά τους στο ανάχωμα και κρεμώντας τα πόδια τους προς το δρόμο. Αφού ξεκουράστηκαν, έφαγαν καλά για μεσημέρι, κι έπειτα ξαναξεκουράστηκαν.

Ο ήλιος άρχιζε να κατεβαίνει και το φως του απομεσήμερου φώτιζε τη γη καθώς κατέβαιναν το λόφο. Μέχρι τώρα δεν είχαν συναντήσει ψυχή στο δρόμο. Αυτόν το δρόμο δεν τον χρησιμοποιούσαν πολύ, γιατί ήταν ακατάλληλος για κάρα και, για το Γούντι Εντ, η κίνηση ήταν λίγη. Βάδιζαν καμιά ώρα ή και παραπάνω όταν ο Σαμ σταμάτησε μια στιγμή λες κι αφουγκραζόταν. Τώρα βρίσκονταν σ’ ίσιωμα κι ο δρόμος, μετά από πολλές στροφές, απλωνόταν ίσιος μπροστά, διασχίζοντας λιβάδια με χορτάρι που είχαν τόπους τόπους ψηλά δέντρα, πρόδρομους του δάσους που πλησίαζαν.

— Ακούω ένα πόνυ ή άλογο να ’ρχεται πίσω μας στο δρόμο, είπε ο Σαμ. Κοίταξαν πίσω, μα η στροφή του δρόμου τους εμπόδιζε να δούνε μακριά.

— Λέτε να είναι ο Γκάνταλφ, που έρχεται πίσω μας; είπε ο Φρόντο· μα την ίδια ώρα που το ’λεγε, ένιωθε πως δεν ήταν έτσι και τον πλημμύρισε μια ξαφνική επιθυμία να κρυφτεί απ’ τα μάτια του καβαλάρη.

— Ίσως να μην έχει μεγάλη σημασία, είπε απολογητικά, μα δε θα ’θελα να με δει στο δρόμο κανείς. Σιχάθηκα να παρατηρούν και να κουτσομπολεύουν ό,τι κάνω. Κι αν είναι ο Γκάνταλφ, πρόσθεσε σαν δεύτερη σκέψη, μπορούμε να του κάνουμε μια μικρή έκπληξη, να του το ξεπληρώσουμε που άργησε τόσο πολύ. Πάμε να κρυφτούμε!

Οι άλλοι δύο έτρεξαν γρήγορα αριστερά σ’ ένα μικρό βαθούλωμα, όχι μακριά απ’ το δρόμο. Εκεί έπεσαν κάτω. Ο Φρόντο δίστασε μια στιγμή: περιέργεια ή κάποιο άλλο συναίσθημα ανταγωνιζόταν την επιθυμία να κρυφτεί. Ο ήχος απ’ τα πέταλα πλησίασε, Την τελευταία στιγμή, ρίχτηκε σε κάτι ψηλά χορτάρια πίσω απ’ ένα δέντρο, που σκίαζε το δρόμο. Έπειτα σήκωσε το κεφάλι του και κρυφοκοίταξε με πολλή προσοχή πάνω από μια απ’ τις μεγάλες ρίζες.

Ένα μαύρο άλογο φάνηκε να στρίβει τη γωνία, όχι πόνυ των χόμπιτ, αλλά μεγάλο άλογο· κι απάνω του καθόταν ένας μεγάλος άνθρωπος, που φαινόταν μαζεμένος στη σέλα, τυλιγμένος σ’ ένα μεγάλο μανδύα με κουκούλα έτσι, που μόνο οι μπότες του φαίνονταν πάνω στους ψηλούς αναβατήρες. Το πρόσωπό του ήταν σκεπασμένο και αόρατο.

Όταν έφτασε στο δέντρο κι ήταν στο ίδιο ύψος με το Φρόντο, το άλογο σταμάτησε. Ο καβαλάρης καθόταν ακίνητος με το κεφάλι σκυμμένο, λες κι άκουγε. Μέσα απ’ την κουκούλα ακούστηκε ένας θόρυβος λες και κάποιος οσμιζόταν για να εντοπίσει κάποια απροσδιόριστη μυρωδιά. Το κεφάλι γύριζε από δω κι από κει στο δρόμο.

Ένας ξαφνικός, παράλογος φόβος, πως θα τον ανακαλύψουν, έπιασε το Φρόντο και σκέφτηκε το Δαχτυλίδι του. Μόλις που τολμούσε ν’ αναπνέει κι όμως η επιθυμία να το βγάλει απ’ την τσέπη του έγινε τόσο δυνατή, που άρχισε σιγά σιγά να κουνάει το χέρι του. Ένιωθε πως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να το φορέσει κι έπειτα θα ήταν ασφαλής. Οι συμβουλές του Γκάνταλφ του φαίνονταν παράλογες. Ο Μπίλμπο το ’χε χρησιμοποιήσει το Δαχτυλίδι. «Είμαι ακόμα στο Σάιρ» σκέφτηκε, όπως το χέρι του άγγιξε την αλυσίδα που κρεμόταν. Εκείνη τη στιγμή ο καβαλάρης ανασηκώθηκε και τίναξε τα χαλινάρια. Το άλογο έφυγε μπροστά, πηγαίνοντας αργά στην αρχή και μετά με γρήγορο τριποδισμό.

«Λοιπόν, αυτό το λέω πολύ παράξενο και στ’ αλήθεια ανησυχαστικό», είπε στον εαυτό του ο Φρόντο, πηγαίνοντας στους συντρόφους του.

Ο Πίπιν κι ο Σαμ είχαν μείνει πεσμένοι στο χορτάρι και δεν είχαν δει τίποτα· έτσι ο Φρόντο τους περιέγραψε τον καβαλάρη και την παράξενη συμπεριφορά του.

— Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, μα ένιωθα σίγουρος πως κοιτούσε ή μυριζόταν για μένα κι επίσης ένιωθα σίγουρος πως δεν ήθελα να με βρει. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είδα ούτε ένιωσα κάτι τέτοιο μες στο Σάιρ.

— Μα τι δουλειά έχει μ’ εμάς ένας απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους; είπε ο Πίπιν. Και τι γυρεύει σ’ αυτό το μέρος του κόσμου;

— Κυκλοφορούν Άνθρωποι, είπε ο Φρόντο. Κάτω στη Νότια Μοίρα είχαν φασαρίες με τους Μεγάλους Ανθρώπους, νομίζω. Μα ποτέ μου δεν έχω ακούσει για κάτι σαν κι αυτόν τον καβαλάρη. Από πού να ’ρχεται άραγε;

— Με το συμπάθιο, κύριε, έκοψε ο Σαμ ξαφνικά. Εγώ ξέρω από πού έρχεται. Είναι απ’ το Χόμπιτον, που αυτός εδώ ο καβαλάρης έρχεται, εκτός κι είναι πιο πολλοί από έναν. Και ξέρω και πού πάει.