Выбрать главу

— Τι θες να πεις; είπε ο Φρόντο απότομα, κοιτάζοντάς τον μ’ έκπληξη. Γιατί δε μιλησες πιο πριν;

— Μόλις τώρα το θυμήθηκα, κύριε. Έτσι έγινε: όταν γύρισα στην τρύπα μας χτες το βράδυ με το κλειδί, μου λέει ο πατέρας μου: Γεια σου, Σαμ!

Νόμιζα πως είχες φύγει με τον κύριο Φρόντο σήμερα το πρωί. Ήρθε ένας παράξενος τύπος που γύρευε τον κύριο Μπάγκινς του Μπαγκ Εντ κι έφυγε τώρα δα μόλις. Τον έστειλα στο Μπάκλμπερι. Όχι πως μ’ άρεσε η φάτσα του. Φάνηκε πως πολύ συγχύστηκε, όταν του ’πα πως ο κύριος Μπάγκινς είχε φύγει απ’ το παλιό του σπίτι για πάντα. Μου μιλούσε σφυριχτά, ναι, σου λέω. Μ’ έκανε να τρέμω απ’ το φόβο μου. Τι σόι πράγμα ήταν; λέω στον Γκάφερ. Δεν ξέρω, μου λέει· μα δεν ήταν χόμπιτ. Ήταν ψηλός και μαυριδερός κι έγερνε από πάνω μου. Λέω πως θα ’ταν κανένας απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους, ξενομερίτης. Μίλαγε παράξενα.

» Δεν μπορούσα να κάτσω ν’ ακούσω περισσότερα, κύριε, μιας και με περιμένατε· και δεν του ’δωσα σημασία. Ο Γκάφερ γερνάει και δεν καλοβλέπει και πρέπει να ’ταν σκοτεινά όταν αυτός ο τύπος ανέβηκε το Λόφο και τον βρήκε να παίρνει τον αέρα του στην άκρη του δρόμου μας. Δε φαντάζομαι να ’κανε κανένα κακό αυτός, κύριε, ή εγώ;

— Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Γκάφερ, είπε ο Φρόντο. Κι εγώ τον άκουσα να μιλάει μ’ έναν ξένο, που φαινόταν να ζητάει πληροφορίες για μένα και σχεδόν πήγα να τον ρωτήσω ποιος ήταν. Μακάρι να το ’χα κάνει, ή να μου το ’χες πει πιο πριν. Θα μπορούσα ίσως να ήμουν πιο προσεκτικός στο δρόμο.

— Όμως, μπορεί και να μην υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν τον καβαλάρη και τον άγνωστο του Γκάφερ, είπε ο Πίπιν. Φύγαμε απ’ το Χόμπιτον αρκετά κρυφά και δε βλέπω πώς θα μπορούσε να μας ακολουθήσει.

— Και τι λέτε που οσφριζόταν, κύριε; είπε ο Σαμ. Κι ο Γκάφερ είπε πως ήταν μαύρος.

— Μακάρι να είχα περιμένει τον Γκάνταλφ, μουρμούρισε ο Φρόντο. Αλλά ίσως τα πράγματα να χειροτέρευαν.

— Ξέρεις, λοιπόν, ή μαντεύεις κάτι γι’ αυτόν τον καβαλάρη; είπε ο Πίπιν, που είχε ακούσει το μουρμουρητό.

— Δεν ξέρω και δε θα ’θελα να κάνω υποθέσεις, είπε ο Φρόντο.

— Εντάξει, ξάδελφε Φρόντο! Μπορείς να κρατήσεις το μυστικό σου προς το παρόν, αν θέλεις να κάνεις το μυστηριώδη. Στο μεταξύ τι θα κάνουμε; Θα προτιμούσα να βάλω κάτι στο στόμα μου, αλλά έχω την εντύπωση πως καλά θα κάναμε να φύγουμε απ’ εδώ. Τα λεγόμενά σας για καβαλάρηδες, που οσφρίζονται μ’ αόρατη μύτη μ’ έχουν αναστατώσει.

— Ναι, νομίζω να προχωρήσουμε τώρα, είπε ο Φρόντο· μα όχι απ’ τον δρόμο — μην τυχόν εκείνος ο καβαλάρης γυρίσει πίσω, ή κάποιος άλλος τον ακολουθήσει. Πρέπει να περπατήσουμε κάμποσο ακόμα σήμερα. Το Μπάκλαντ είναι ακόμα μίλια μακριά.

Οι σκιές των δέντρων ήταν μακριές και λεπτές στο χορτάρι σαν κίνησαν πάλι. Τώρα κρατούσαν απόσταση μιας πετριάς στ’ αριστερά του δρόμου και κρύβονταν όσο μπορούσαν.. Μα αυτό τους καθυστερούσε· γιατί τα χορτάρια ήταν τούφες τούφες, η γη ανώμαλη και τα δέντρα άρχισαν να πυκνώνουν.

Ο ήλιος κόκκινος είχε δύσει στους λόφους πίσω τους και το δειλινό έπεσε μέχρι να βρουν, στο τέλος του πλατώματος, το δρόμο, που, ως εκεί, είχε ταξιδέψει γι’ αρκετά μίλια ολόισιος. Σ’ εκείνο το σημείο έστριβε αριστερά και κατέβαινε στα χαμηλώματα του Γέηλ, τραβώντας για το Στοκ· μα ένα δρομάκι διακλαδιζόταν δεξιά, φιδογυρίζοντας μέσα σ’ ένα δάσος από πανάρχαιες βελανιδιές, πηγαίνοντας προς το Γούντχολ. — Αυτός είναι ο δρόμος μας, είπε ο Φρόντο.

Όχι μακριά απ’ το σταυροδρόμι έφτασαν σ’ έναν τεράστιο σάπιο κορμό δέντρου: ήταν ακόμα ζωντανός κι είχε φύλλα στα παρακλάδια, που είχε βγάλει γύρω απ’ τους χρόνια τώρα πεσμένους κλώνους του· ήταν όμως κούφιος και μπορούσαν να μπουν μέσα από μια σχισμάδα στο πλευρό, μακριά απ’ το δρόμο. Οι χόμπιτ σύρθηκαν μέσα και κάθισαν σ’ ένα στρώμα από παλιά φύλλα και σάπιο ξύλο. Ξεκουράστηκαν κι έφαγαν ελαφρά, κουβεντιάζοντας σιγανά και στήνοντας αυτί πότε πότε.

Το λυκόφως τούς τύλιξε μόλις γλίστρησαν πάλι έξω στο δρομάκι. Ο δυτικός άνεμος τραγουδούσε στα κλαδιά. Οι φυλλωσιές ψιθύριζαν. Σε λίγο ο δρόμος άρχισε να κατηφορίζει, μαλακά μα σταθερά στο μισοσκόταδο. Ένα αστέρι βγήκε πάνω από τα δέντρα στην Ανατολή, που σκοτείνιαζε μπροστά τους. Προχωρούσαν ο ένας πλάι στον άλλο, με το ίδιο βήμα, για να μη φοβούνται. Έπειτα από λίγο, όπως τ’ αστέρια γίνονταν πυκνότερα και πιο λαμπερά, το αίσθημα της ανησυχίας τους άφησε και δεν αφουγκράζονταν πια γι’ αλογοπέταλα. Άρχισαν να τραγουδούν μουρμουριστά, σιγαλά, με τον τρόπο που έχουν οι χόμπιτ όταν περπατούν, ιδιαίτερα σα φτάνουν σπίτι τους το βράδυ. Για τους περισσότερους χόμπιτ είναι τραγούδι βραδινού φαγητού ή τραγούδι ύπνου. Μα αυτοί οι χόμπιτ μουρμούριζαν ένα τραγούδι περιπάτου (αν κι όχι χωρίς ν’ αναφέρουν καθόλου φαΐ και κρεβάτι). Ο Μπίλμπο Μπάγκινς είχε ταιριάξει τα λόγια, σ’ ένα σκοπό που ’ταν παλιός όσο κι οι λόφοι, και το ’χε μάθει στο Φρόντο όταν περπατούσαν στα μονοπάτια της κοιλάδας του Νερού και μιλούσαν για Περιπέτειες :