Выбрать главу
Στο χαρούμενο τζάκι η φωτιά κοκκινίζει: Στο κρεβάτι! Για ύπνο! σπιθίζει. Μα ο δρόμος δε μας κούρασε ακόμα τα πόδια Και δε μας τρομάζουν εμπόδια. Απρόσμενο δέντρο ή βράχος μπορεί Στην άλλη στροφή μπροστά μας να βγει.
Δέντρο, λουλούδι, νερό που κυλάει, Άσ’ το να φύγει! Άσ’ το να πάει! Λόφο, λιβάδι, ποτάμι, βουνό, Περνώ και δεν κοιτώ! Και πίσω δε γυρνώ.
Και προσμένω μ’ ελπίδα στην άλλη στροφή, Νέα πόρτα ή δρόμος μπροστά μας να βγει Μονοπάτια κρυφά όσα και να διαβούμε· Στο Φεγγάρι, στον Ήλιο ακόμα κι αν βγούμε· Κι αν πηγαίνουμε τώρα στα ζένα· Όμως πάλι, Πατρίδα, θα ’ρθούμε σε σένα.
Μήλο, αγκάθι και ρόδο του Μάη, Άσ’ το να φύγει! Άσ’ το να πάει! Άμμος, λιθάρι κι ωραία μυρτιά, Έχετε γεια! Έχετε γεια!
Το σπίτι μας πίσω, ο κόσμος μπροστά. Ο δρόμος είν’ όλος δικός μας, παιδιά! Πολλά μονοπάτια τις νύχτες περνούμε, Καινούρια αστέρια να βρούμε. Τώρα όμως γυρνάμε. Πίσω μένει ο κόσμος. Στο σπίτι, για ύπνο, μας φέρνει ο δρόμος.
Ομίχλη, θολούρα, μαυρίλα, σκιά, Θα σβήσουν μακριά! Θα σβήσουν μακριά! Νερό και ψωμί, ζεστό κρέας θα φάμε· Και για ύπνο θα πάμε! Και για ύπνο θα πάμε!

Το τραγούδι τέλειωσε. «Και για ύπνο θα πάμε! Και για ύπνο θα πάμε!» τραγούδησε ο Πίπιν δυνατά.

— Σουτ! είπε ο Φρόντο. Μου φαίνεται πως ακούω ποδοβολητό. Σταμάτησαν απότομα και στάθηκαν αμίλητοι, σαν δεντροσκιές, με τεντωμένα αυτιά. Οπλές ακούγονταν στο δρομάκι, αρκετά πίσω, μα έφταναν αργά και καθαρά «ς εκεί με τον άνεμο. Γρήγορα κι αθόρυβα ξεγλίστρησαν απ’ το μονοπάτι κι έτρεξαν στην πυκνότερη σκιά κάτω απ’ τις βελανιδιές.

— Να μην πάμε πολύ μακριά! είπε ο Φρόντο. Δε θέλω να φαινόμαστε, μα θέλω να δω αν είναι κι άλλος Μαύρος Καβαλάρης.

— Πολύ καλά! είπε ο Πίπιν. Μα μην ξεχνάς πως οσφρίζεται!

Τα πέταλα πλησίασαν. Δεν προλάβαιναν να βρουν καλύτερη κρυψώνα απ’ τη σκιά κάτω απ’ τα δέντρα. Ο Σαμ κι ο Πίπιν ζάρωσαν πίσω από ένα μεγάλο κορμό, ενώ ο Φρόντο σύρθηκε πίσω, λίγες γυάρδες, προς το δρομάκι. Διακρινόταν γκρίζο και χλωμό, μια γραμμή από ξέθωρο φως, που έσκιζε το δάσος. Τ’ αστέρια ψηλά ήταν μυριάδες στο θαμπό ουρανό, φεγγάρι όμως δεν είχε.

Ο ήχος απ’ τα πέταλα σταμάτησε. Όπως κοίταξε ο Φρόντο, είδε κάτι σκοτεινό να περνά ανάμεσα απ’ το φωτεινότερο διάστημα δυο δέντρων κι έπειτα να σταματά. Έμοιαζε σαν μαύρη σκιά αλόγου που το οδηγούσε μια μικρότερη μαύρη σκιά. Ο μαύρος ίσκιος στάθηκε κοντά στο σημείο που είχαν βγει απ’ το μονοπάτι και λικνιζόταν από δω κι από κει. Ο Φρόντο νόμισε πως άκουσε να ρουφάει τη μύτη του. Η σκιά έσκυψε στη γη κι άρχισε να σέρνεται προς το μέρος του.

Η επιθυμία να φορέσει το Δαχτυλίδι, ξανάπιασε το Φρόντο· μ’ αυτή τη φορά ήταν δυνατότερη από πριν. Τόσο δυνατή, που, σχεδόν, πριν να καταλάβει τι έκανε, το χέρι του έψαχνε στην τσέπη του. Εκείνη όμως τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος σαν ανακατεμένο τραγούδι και γέλιο. Η μαύρη σκιά σηκώθηκε κι υποχώρησε. Ανέβηκε στο σκοτεινό άλογο και φάνηκε να εξαφανίζεται στην απέναντι πλευρά του δρόμου μες στο σκοτάδι. Ο Φρόντο ανάσανε πάλι.

— Ξωτικά! έβαλε μια βραχνή ψιθυριστή φωνή ο Σαμ. Ξωτικά, κύριε! Θα ’χε πεταχτεί έξω απ’ τα δέντρα, ίσια στις φωνές, αν δεν τον τραβούσαν πίσω.

— Ναι. Ξωτικά είναι, είπε ο Φρόντο. Μπορεί κανείς να τα συναντήσει καμιά φορά στο Γούντι Εντ. Δε ζουν στο Σάιρ, έρχονται κάθε άνοιξη και φθινόπωρο απ’ τις δικές τους περιοχές μακριά, πέρα απ’ τους Λόφους των Πύργων. Και πόσο τα ευχαριστώ γι’ αυτό! Εσείς δεν είδατε, μα εκείνος ο Μαύρος Καβαλάρης σταμάτησε ακριβώς εδώ και μάλιστα σερνόταν προς το μέρος μας, όταν άρχισε το τραγούδι. Μόλις άκουσε τις φωνές ξεγλίστρησε κι έφυγε.

— Και τα Ξωτικά; είπε ο Σαμ, που ήταν πολύ αναστατωμένος για να νοιαστεί για τον καβαλάρη. Δεν μπορούμε να πάμε να τα δούμε;

— Γι’ ακούστε! Έρχονται απ’ εδώ, είπε ο Φρόντο. Λεν έχουμε παρά να περιμένουμε.

Το τραγούδι πλησίασε. Μια φωνή καθαρή υψώθηκε τώρα πάνω απ’ τις άλλες. Τραγουδούσε στην όμορφη γλώσσα των Ξωτικών απ’ αυτή ο Φρόντο ήξερε μόνο λίγες λέξεις κι οι άλλοι τίποτα. Κι όμως, όπως η φωνή πλεκόταν με τη μελωδία, τους φαινόταν να σχηματίζονται στη σκέψη τους λέξεις, που, μέσα έξω, τις καταλάβαιναν. Να και το τραγούδι όπως τ’ άκουσε ο Φρόντο:

Ω, λαμπρή και χιονάτη Κυρά! Ω, βασίλισσα, απ’ της Δύσης τις Θάλασσες πέρα! Για μας που πλανιόμαστε δω, Φως, Χαρά, Σ’ έναν κόσμο σκιές και θεόρατα δέντρα.