Выбрать главу
Ω, Γκιλθόνιελ! Έλμπερεθ, ξανθή ζωγραφιά! Φως τα μάτια, η θωριά σου λαμπρή! Σένα πάντα υμνούμε, χιονάτη Κυρά, Και ας είσαι μακριά, στο τρανό το Καστρί σου!
Την ανήλιαγη Μαύρη Χρονιά, Συ τη φώτισες μ’ άπειρα άστρα. Λαμπερά στ’ ουρανού την πικρή σκοτεινιά, Σαν λουλούδια στ’ απείρου τη γλάστρα.
Ω, Γκιλθόνιελ! Έλμπερεθ! Ξέρεις εσύ· Τι κι αν ζεις τώρα πια στην τρανή σου τη χώρα. Τ’ άσπρο φως σου ποτέ δεν ξεχνάμε, Χρυσή, Στ’ ανεμόδαρτα μέρη που διαβαίνουμε τώρα.

Το τραγούδι τέλειωσε.

— Αυτά είναι τα Ανώτερα Ξωτικά! Είπαν τ’ όνομα της Έλμπερεθ! είπε έκπληκτος ο Φρόντο. Πολύ λίγα απ’ αυτά εμφανίζονται ποτέ στο Σάιρ. Τώρα δεν έχουν απομείνει και πολλά στη Μέση-Γη, ανατολικά της Μεγάλης Θάλασσας. Αλήθεια, παράξενη σύμπτωση!

Οι χόμπιτ κάθισαν στη σκιά στην άκρη του δρόμου. Σε λίγο τα Ξωτικά κατηφόρισαν το δρομάκι προς την κοιλάδα. Περνούσαν αργά κι οι χόμπιτ μπορούσαν να δουν το φως των άστρων να λαμπυρίζει στα μαλλιά και στα μάτια τους. Δεν είχαν φώτα, όμως, εκεί που περπατούσαν, μια φεγγοβολιά, σαν το φως του φεγγαριού πάνω απ’ τις κορφές των λόφων πριν ανατείλει, φαινόταν να ξεχύνεται γύρω απ’ τα πόδια τους. Τώρα ήταν σιωπηλά και, όπως το τελευταίο Ξωτικό πέρασε, γύρισε κατά τους χόμπιτ και γέλασε.

— Χαίρε, Φρόντο! φώναξε. Τριγυρίζεις έξω αργά. Ή μήπως χάθηκες; Μετά φώναξε δυνατά τους άλλους κι όλη η ομάδα σταμάτησε και μαζεύτηκαν τριγύρω.

— Μ’ αυτό είν’ αλήθεια υπέροχο! είπαν. Τρεις χόμπιτ σ’ ένα δάσος τη νύχτα! Έχουμε να δούμε κάτι σαν κι αυτό, απ’ τον καιρό που έφυγε ο Μπίλμπο. Τι να σημαίνει άραγε;

— Η σημασία του, όμορφε λαέ, είναι πως, απλούστατα, φαίνεται να πη γαίνουμε τον ίδιο δρόμο με σας. Μου αρέσει να περπατώ κάτω απ’ τ’ άστρα. Μα θα μου άρεσε πολύ κι η συντροφιά σας.

— Μα δε χρειαζόμαστε άλλη συντροφιά κι οι χόμπιτ είναι τόσο βαρετοί, γέλασαν. Και πώς το ξέρεις πως πηγαίνουμε τον ίδιο δρόμο όπως εσύ, αφού δεν ξέρεις πού πηγαίνουμε;

— Και πώς ξέρετε τ’ όνομά μου; ρώτησε ο Φρόντο με τη σειρά του.

— Εμείς γνωρίζουμε πολλά πράγματα, είπαν. Σ’ έχουμε δει αρκετές φορές παλιά με τον Μπίλμπο, αν κι εσύ, ίσως, να μη μας είδες.

— Ποιοι είστε και ποιος είναι ο αρχηγός σας; ρώτησε ο Φρόντο.

— Είμαι ο Γκίλντορ, απάντησε ο αρχηγός, το Ξωτικό που τον είχε πρωτοχαιρετίσει. Ο Γκίλντορ Ινγκλόριον της Γενιάς του Φίνροντ. Είμαστε εξόριστοι. Οι πιο πολλοί απ’ τους δικούς μας έχουν από καιρό φύγει κι εμείς τώρα καθυστερούμε μόνο για λίγο πριν επιστρέψουμε πάνω απ’ τη Μεγάλη Θάλασσα. Όμως μερικοί δικοί μας ζουν ακόμα ειρηνικά στο Σκιστό Λαγκάδι. Εμπρός τώρα, Φρόντο, πες μας τι κάνεις εσύ; Γιατί βλέπουμε πως κάποια σκιά φόβου σε κατέχει.

— Ω, Σοφέ Λαέ! διέκοψε ο Πίπιν πρόθυμα. Πέστε μας για τους Μαύρους Καβαλάρηδες!

— Τους Μαύρους Καβαλάρηδες: είπαν με χαμηλές φωνές. Γιατί ρωτάς για τους Μαύρους Καβαλάρηδες;

— Γιατί δύο Μαύροι Καβαλάρηδες μας προσπέρασαν σήμερα, ή ένας δυο φορές, είπε ο Πίπιν· μόλις λίγο πριν ξεγλίστρησε μακριά σαν πλησιάσατε.

Τα Ξωτικά δεν απάντησαν αμέσως, αλλά μίλησαν μεταξύ τους σιγανά στη γλώσσα τους. Τέλος, ο Γκίλντορ στράφηκε στους χόμπιτ.

— Δε θα μιλήσουμε γι’ αυτό εδώ, είπε. Νομίζουμε πως το καλύτερο τώρα είναι να έρθετε μαζί μας. Δεν το συνηθίζουμε αυτό, αλλά, γι’ αυτή τη φορά, θα σας πάρουμε στο δρόμο μας και θα μείνετε μαζί μας απόψε, αν θέλετε.

— Ω, Όμορφε Λαέ! Αυτή η καλή τύχη ξεπερνάει τις ελπίδες μου, είπε ο Πίπιν. Ο Σαμ είχε χάσει τη φωνή του.

— Πολύ σ’ ευχαριστώ, Γκίλντορ Ινγκλόριον, είπε ο Φρόντο κάνοντας μια υπόκλιση. «Elen síla lúmenn omentielvo», ένα άστρο λάμπει απ’ την ώρα που συναντηθήκαμε, πρόσθεσε στη γλώσσα των Ανώτερων Ξωτικών.

— Προσέχετε, φίλοι! φώναξε ο Γκίλντορ γελώντας. Μη λέτε μυστικά. Εδώ έχουμε ένα λογιότατο της Αρχαίας Γλώσσας. Ο Μπίλμπο ήταν καλός δάσκαλος. Χαίρε, φίλε των Ξωτικών! είπε, κάνοντας υπόκλιση στο Φρόντο. Έλα τώρα με τους φίλους σου στη συντροφιά μας! Το καλύτερο είναι να περπατάτε στη μέση, για να μη χαθείτε. Μπορεί να κουραστείτε πριν σταματήσουμε.

— Γιατί; Πού πηγαίνετε; ρώτησε ο Φρόντο.

— Γι’ απόψε πηγαίνουμε στα δάση, που βρίσκονται στους λόφους, πάνω απ’ το Γούντχολ. Είναι αρκετά μίλια δρόμος, αλλά μετά θα ξεκουραστείτε και θα συντομέψει το ταξίδι σας.

Τώρα βάδιζαν σιωπηλά και περνούσαν σαν σκιές κι αμυδρά φώτα: γιατί τα Ξωτικά (ακόμα περισσότερο κι από χόμπιτ), μπορούσαν να περπατούν, όταν το επιθυμούσαν, χωρίς ν’ ακούγεται το πέρασμά τους. Ο Πίπιν γρήγορα άρχισε να νιώθει νύστα και παραπάτησε μια δυο φορές· μα κάθε φορά ένα ψηλό Ξωτικό δίπλα του, άπλωνε το χέρι και τον γλίτωνε απ’ το πέσιμο. Ο Σαμ περπατούσε στο πλευρό του Φρόντο, σαν σε όνειρο, με μια έκφραση φόβου και χαράς μαζί στο πρόσωπό του.